Ακαταπόνητος και χειμαρρώδης, παρά τη σοβαρή περιπέτεια που περνάει με την υγεία του, ο Θάνος Μικρούτσικος δεν σε αφήνει καν να ολοκληρώσεις την ερώτησή σου όταν συζητάτε. «Το ‘χω» σου λέει μόλις καταλάβει πού το πας και αρχίζει να διατυπώνει τη (μακροσκελή συνήθως) απάντησή του. Στις 7 και 8 Ιουνίου ο σημαντικός συνθέτης θα βρίσκεται στο Θέατρο Βράχων με πολλούς και εκλεκτούς καλεσμένους: τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τονΓιώργο Μεράντζα, τον Κώστα Θωμαΐδη, τον Μανώλη Μητσιά, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Χρήστο Θηβαίο, τον Γιάννη Κότσιρα, τον Μίλτο Πασχαλίδη, τη Ρίτα Αντωνοπούλουκαι τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, ερμηνευτές και ερμηνεύτριες πουέχουν καθορίσει τα τραγούδια του με τις ερμηνείες τους.
Κύριε Μικρούτσικε, πώς αποφασίσατε να κάνετε αυτές τις δύο συναυλίες; «Είναι γνωστό ότι αντιμετωπίζω ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Εμένα η ζωή μου ήταν πάντα η μουσική, και αυτό περιέχει, πέραν της σύνθεσης, τις χιλιάδες συναυλίες που έχω κάνει και τη σχέση που δημιουργήθηκε με τον κόσμο, γι’ αυτό και ο τίτλος των δύο εμφανίσεων είναι «Οσοι περπάτησαν μαζί μου». Ενας φίλος μου που δουλεύουμε μαζί στη διοργάνωση συναυλιών τα τελευταία χρόνια μού πρότεινε να καλέσουμε όλους αυτούς τους τραγουδιστές, οι οποίοι είπαν αμέσως «θα είμαστε εκεί». Δεν θα ήθελα, ωστόσο, να θεωρηθεί αυτή η κίνηση κάτι σαν αποχαιρετισμός. Μπορεί η εξέλιξη της υγείας μου να είναι τέτοια που να μη μου επιτρέψει να προχωρήσω σε αυτή τη δουλειά, αλλά δεδομένου ότι είμαι άνθρωπος που το παλεύω και μάχομαι, θεωρώ ότι έχω πιθανότητες να τα καταφέρω, οπότε το βλέπω σαν συνάντηση με τους ανθρώπους που αγαπάω, που με έχουν αγαπήσει, που έχουμε συνεργαστεί με εξαιρετικό τρόπο και αρκετοί από αυτούς συνέβαλαν στο να αποκτήσουν τα τραγούδια μου μεγάλη εμβέλεια. Με την προϋπόθεση πάντα να μη δημιουργηθεί κάποια μελό κατάσταση. Από την άλλη μεριά, θα ακουστούν τραγούδια που, χωρίς να σημαίνει ότι είναι τα καλύτερα –γιατί υπάρχουν πολλές διαστάσεις στο τι καθιστά ένα τραγούδι σπουδαίο -, αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο».
Γράφατε ανέκαθεν με αίτημα διαχρονικότητας; Είχατε συνείδηση ότι κάποια τραγούδια, όπως αυτά του «Σταυρού του Νότου», θα ακούγονταν ακόμη και έπειτα από σχεδόν 40 χρόνια; «Συνείδηση και πεποίθηση μπορεί να μην είχα, είχα όμως κάτι άλλο. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, από 23 χρόνων, συναντούσα πολύ συχνά, εβδομαδιαίως, τον Γιάννη Ρίτσο, και είχαμε μια σχέση η οποία εξελίχθηκε σε σχέση μαθητή – δασκάλου. Γιατί; Γιατί μου είχε πει το εξής, το οποίο και εγώ με τη σειρά μου το λέω στους νεότερους: το θέμα από μόνο του δεν κάνει το έργο. Ο έρωτας, για παράδειγμα, είναι ένα θέμα για το οποίο εδώ και τετρακόσια χρόνια γράφονται τραγούδια: κακά, μέτρια, καλά, αριστουργήματα».
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κάνει το έργο; «Η φόρμα που αναδεικνύει το περιεχόμενο, η φόρμα που είναι κοινωνική εμπειρία αποκρυσταλλωμένη είναι αυτό που καθορίζει την αντοχή ή την επιτυχία ενός μουσικού έργου. Ακούς, και μάλιστα μεσούσης της δικτατορίας, να σου λέει ένας άνθρωπος που είχε στην πλάτη του δώδεκα χρόνια εξορίες: «Αν εσένα σε καίει το ότι σε εγκατέλειψε η κοπέλα σου, γράψε, αν έκανες έναν περίπατο σε μια παραλία ή σε ένα δάσος και σε ενέπνευσε αυτό, γράψε, αν σε απασχολεί το ότι έγινε ντου στο σπίτι σου από τη χούντα –κάτι που είχε γίνει πολλές φορές -, γράψε, αλλά, πρόσεξε, ενώ πρέπει να σεβαστείς αυτό που σου παραδόθηκε από τους προηγούμενους, μην το μιμηθείς, και να προσέξεις η φόρμα σου να περιέχει στοιχεία του μέλλοντός μας». Αυτό λοιπόν το έκανα συνειδητά, κι ας μην ήξερα την ώρα που έγραφα ποιο ή ποια τραγούδια μπορούσαν να εκτοξευθούν στο μέλλον. Αν αποδεικνυόταν ότι διέθετα ταλέντο και γνώσεις, διότι αν λείπει το ένα από τα δύο δεν κάνεις τίποτα, ήταν σίγουρο ότι θα πετύχαινα μια σειρά από πράγματα –όπως φαίνεται ότι τα πέτυχα».
Διαβάζοντας την «αυτοβιογραφία» που έχετε γράψει παρέα με τον Οδυσσέα Ιωάννου («Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος», εκδ. Πατάκη) εκπλήσσεται κανείς από το πείσμα που σας διέκρινε από μικρό παιδί. Ηταν έμφυτο αυτό το χαρακτηριστικό σας ή το καλλιέργησε το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσατε; «Ακριβώς έμφυτο δεν ξέρω αν είναι, αλλά έρχεται από πολύ παλιά διότι το θυμάμαι από παιδί του Δημοτικού. Βεβαίως, μεγάλωσα σε ένα σπίτι που με βοήθησε πολύ σε αυτό, άρα μιλάμε για κάτι ανάμεσα στα δύο. Πράγματι, δεν δεχόμουν μύγα στο σπαθί μου, όχι με την έννοια του εγωισμού, με την έννοια ότι δεν ανεχόμουν την αδικία. Ο δάσκαλός μου στη Στ’ Δημοτικού, ένας πολύ καλός δάσκαλος, αλλά στα όρια του ακροδεξιού, το 1958, στην επαρχία, στην Πάτρα, μας ρώτησε μια μέρα τι ψήφισαν οι γονείς μας στις δημοτικές εκλογές. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης που είπαν ότι οι γονείς τους ψήφισαν είτε τον δεξιό είτε τον κεντρώο υποψήφιο, εγώ είπα το όνομα του αριστερού υποψηφίου. Ο δάσκαλος μου είπε τότε: «Ελα να μου φιλήσεις το χέρι και να μου ζητήσεις συγγνώμη». Αρνήθηκα, και με έβαλε να κάνω τον γύρο του σχολείου 37 φορές! Στην 38η έφυγα και πήγα σπίτι.
Θυμάμαι όμως ταυτόχρονα και ένα άλλο χαρακτηριστικό: δεν φοβόμουν να εκτεθώ. Αν πολιτικά συμφωνούσα κατά 60% με ένα κόμμα, έλεγα δημοσίως ότι αυτό θα ψηφίσω. Με ρωτούσαν μερικοί «μα γιατί δεν κρατάς μια πισινή;», όμως δεν φοβόμουν, και γι’ αυτό είμαι πολύ υπερήφανος. Και τώρα ακόμη, σε αυτή την άσχημη περίοδο, ο τρόπος που έζησα μου δίνει δύναμη, πάθος και ένταση για να ρουφήξω την κάθε στιγμή. Το έλεγα και πολύ πριν από την αρρώστια. Ρε παιδιά, 4.160 Σαββατοκύριακα ζούμε κατά μέσο όρο, είναι λίγα, ζήστε κάθε στιγμή, ξεπεράστε τις δυνατότητές σας, το ρεαλιστικό είναι να ξεπεράσουμε το αδύνατο, αυτό πρέπει να κάνουμε, αυτό κάνω και τώρα. Μου άρεσε πάρα πολύ κάτι που είπε ο Γούντι Αλεν πριν από λίγα χρόνια όταν τον ρώτησαν από τους «Times» αν φοβάται τον θάνατο: «Δεν τον φοβάμαι καθόλου, απλώς όταν έρθει δεν θέλω να είμαι εκεί» απάντησε».
Εχετε άλλωστε πει ότι ο μεγάλος σας αντίπαλος είναι ο χρόνος… «Με τη λογική ότι ο χρόνος μετατρέπεται σε θάνατο στην τελευταία πράξη του δράματος. Αν πούμε ότι ο άνθρωπος και ο θάνατος είναι δύο πυγμάχοι, τότε ξέρουμε ότι ο αντίπαλος είναι πάρα πολύ ψηλός και δυνατός, ότι στον δέκατο πέμπτο γύρο θα μας βγάλει νοκ-άουτ. Το στοίχημα το προσωπικό μου είναι να τον νικάω στο τέλος κάθε γύρου στα σημεία. Ετσι θέλω να δει κάποιος τη στάση μου, και όχι ως ψευτοηρωική».

Μπήκατε καθόλου στη διαδικασία να κλείσετε τους ανοιχτούς λογαριασμούς σας; Να πείτε ό,τι νιώθετε στους κοντινούς σας ανθρώπους;
«Αυτά τα είχα κάνει σε ανύποπτο χρόνο. Μερικές φορές έχω δει ανθρώπους με τους οποίους συνδέθηκα στη ζωή μου να μην μπορούν να το κάνουν όταν χρειάστηκε γιατί δεν μπορούσαν καν να σκεφτούν τη ζωή χωρίς αυτούς. Εγώ τη σκεφτόμουν. Για καθίστε, βρε παιδιά, αθάνατοι είμαστε; Πολύ προτού αρρωστήσω τα είχα ξεκαθαρίσει όλα».
Σας έχει γλυκάνει το πέρασμα του χρόνου; «Αυτό το αίσθημα που περιγράφετε το είδα σιγά-σιγά εδώ και κάποια χρόνια να έρχεται, μάλλον η σωστή απάντηση είναι μεγαλώνεις, ωριμάζεις, και όχι βάζεις νερό στο κρασί σου, αλλά βλέπεις κάποια πράγματα στους άλλους που, επειδή έδινες σημασία στα άσχημα, αυτά τα αγνοούσες».
Εξακολουθείτε να δηλώνετε άθεος; «Είμαι φανατικός κοσμολόγος, φανατικός του Χόκινγκ. Είναι μια πιθανή δουλειά που θα έκανα, η αστρονομία και η κοσμολογία, αν είχα πάει στην Αμερική με μια υποτροφία που είχα πάρει, συνεπώς μπήκα πολύ βαθιά μέσα στην ιστορία του Σύμπαντος και δεν μου χρειάστηκε ο Θεός. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ρίχνουμε στην πυρά όποιον του χρειάζεται».
Εχετε μετανιώσει καθόλου για το πέρασμά σας από το υπουργείο Πολιτισμού; «Το κριτήριό μου για να μπω υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η προσωπικότητά του, αυτό που είχε συμβεί το ’89, συν το γεγονός ότι είχα αναπτύξει το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας τη δεκαετία του ’80, το Μέγαρο Μουσικής για τρία χρόνια, από το 1990 έως το 1993, και ήξερα ότι υπάρχει μια δυνατότητα ανάπτυξης αυτής της χώρας και μέσα από θεσμούς υψηλού πολιτιστικού επιπέδου σε ορισμένες πόλεις και αυτό ήθελα να κάνω. Δεν είχα θέμα να εκτεθώ, ποτέ δεν είχα σχέση με τη μικροαστική ιδεολογία του ΠαΣοΚ. Φαντάζεστε όμως να καθόμουν σπίτι ενώ θα μπορούσα να προσφέρω, ας πούμε, από ένα πόστο που φαινόταν οργανωτικά και οραματικά ότι μπορώ να το αναλάβω; Πιθανόν αν δεν έμπλεκα να ήταν καλύτερα για μένα. Κάποια από αυτά που έγιναν, κάνοντας τη σούμα, ήταν δημιουργικά. Κάποια άλλα όχι. Και πολλές τρικλοποδιές μού έβαλαν. Αυτό ήταν από άσχημο έως πολύ πληκτικό, με δεδομένο ότι είχα αρνηθεί να είμαι τρίτος στο Επικρατείας, είχα αρνηθεί το βουλευτιλίκι και είχα αρνηθεί και τις προτάσεις επανόδου. Η άρνησή μου στα δημόσια αξιώματα ήταν δεδομένη από το 1996 και μετά».
Πολιτικά τοποθετείστε στην Αριστερά των μεγάλων οραμάτων. Μπήκατε ποτέ στη διαδικασία να πείτε: «Aυτός είναι ο κόσμος και δεν αλλάζει»; «Οχι, δεν έφτασα ποτέ σε αυτό το σημείο γιατί ξέρω Ιστορία και γνωρίζω ότι από τις απαρχές των κοινωνιών στη Μεσοποταμία πριν από χιλιάδες χρόνια μέχρι σήμερα έχει γίνει τεράστια πρόοδος, άρα αλλάζουν τα πράγματα. Εγινε ένα πείραμα στον 20ό αιώνα, εμένα δεν είναι ο Στάλιν το θέμα μου, το πρόβλημα ήταν ότι προσπάθησε μια χώρα να φτιάξει σοσιαλισμό χωρίς να έχει τελειώσει με τον καπιταλισμό, αφού οι μισές δομές ήταν φεουδαρχικές. Για να είναι δυνατόν να μη χρειάζεται την πειθαρχία, η οποία είναι από ένα σημείο και μετά ανελευθερία, χρειαζόταν τη βοήθεια τριών-τεσσάρων κρατών που είχαν τελειώσει με τον καπιταλισμό να κάνουν την επανάστασή τους και από τη στιγμή που αυτό δεν συνέβη, ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα για τη Σοβιετική Ενωση».
Μόνο αυτό ήταν το πρόβλημα με το συγκεκριμένο πείραμα; «Υπήρχαν διάφορα άσχημα, μεταξύ των οποίων και οι δολοφονίες που έκανε ο Στάλιν, όμως τέσσερα πράγματα που επιτεύχθηκαν ήταν κατάκτηση για την ανθρωπότητα. Πείτε μου οποιοδήποτε σύστημα στον κόσμο που είχε ανεργία μηδέν, Υγεία δωρεάν για όλους, ακόμη και για τους ξένους, παιδεία και πολιτισμό σε υψηλό επίπεδο, στους περισσότερους τομείς, και, το τέταρτο, υπήρξε η βασική μηχανή που νίκησε τους ναζί. Δεν αλλάζει όμως η ιδιοσυστασία ενός λαού από τη μία ημέρα στην άλλη, χρειάζονται γενιές ολόκληρες. Ο Μπρεχτ έχει πει το εξής καταπληκτικό: «Αλλάζουμε τον κόσμο και στη διαδικασία αλλάζουμε και εμείς». Αλλά επιτρέψτε μου τον ρομαντισμό και το όνειρο ότι αυτό συμβαίνει και τότε θα πάμε σε μια κοινωνία όπου ο ψαράς θα γράφει ποιήματα και ο ποιητής θα ψαρεύει, σε μια κοινωνία όπου θα μπορεί να ολοκληρωθεί ο άνθρωπος. Τα σκατά που έχουμε στο DNA μας, αυτά δεν αλλάζουν σε μια γενιά, αλλάζουν σε μια μακρά πορεία. Είναι πολύ δύσκολο, αλλά είναι ο μοναδικός δρόμος για την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου. Μην κλείνετε το παράθυρο στο όνειρο, χωρίς το παράθυρο στο όνειρο δεν υπάρχουμε».

Τα τελευταία χρόνια ψάχνετε καινούργιες μουσικές να αγαπήσετε ή επιστρέφετε στις σταθερές αξίες σας; «Εδώ και 20 χρόνια έχω διατυπώσει την άποψη πόσο δυστυχισμένος είμαι που μέχρι το τέλος της ζωής μου δεν θα έχω ακούσει ούτε το 1% της γραμμένης μουσικής. Ημουν πάντοτε άστατος εραστής στις μεγάλες μου αγάπες στη μουσική, δηλαδή υπήρξε κάποια στιγμή που παθιαζόμουν με τον Στραβίνσκι και τον Μπάρτοκ και σνομπάριζα τον Σοστακόβιτς. Μετά κατάλαβα ποιος έχει πιάσει το βάθος των πραγμάτων με τα κουαρτέτα του. Αυτή τη στιγμή, αν μπορούσατε να μου ανοίξετε το κεφάλι, θα βλέπατε σκαναρισμένες τις παρτιτούρες του Σοστακόβιτς, μπορώ να τις διευθύνω από μνήμης. Από τους έλληνες συνθέτες, στον χώρο του τραγουδιού, τις δύο πρώτες θέσεις κατέχουν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, διότι είναι εκείνοι με τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω μου, αλλά και επειδή, μαζί με τον Τσιτσάνη, οι τρεις τους επί της ουσίας έφτιαξαν τις βάσεις να δημιουργηθεί αυτό που, κακώς ίσως, ονομάζουμε έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι. Εκεί που είμαι μείον είναι στο ξένο τραγούδι, όπου έχω μείνει στους κλασικούς της ροκ, δώσε μου Φρανκ Ζάπα και πάρε μου την ψυχή, ή Dire Straits, με τους οποίους και κλείνω όλες μου τις συναυλίες».
Μου αναφέρατε πριν τα 4.160 Σαββατοκύριακα της ζωής μας. Πάντα το πιο πρόσφατο είναι το καλύτερο; «Εξαρτάται από τον άνθρωπο, έχω γνωρίσει ανθρώπους που μου λένε: «Τι ωραία χρόνια στο 8ο Γυμνάσιο της δεκαετίας του ’60», έμειναν εκεί. Προφανώς η ζωή τους μετά αποδείχτηκε λιγότερο ενδιαφέρουσα και γι’ αυτό έχουν μυθοποιήσει το παρελθόν. Ανήκω σε αυτούς για τους οποίους το τελευταίο Σαββατοκύριακο είναι πάντα το καλύτερο, γιατί έζησα πολύ πυκνά την προσωπική και καλλιτεχνική ζωή μου, αλλά και την κοινωνική χειρονομία, και το χθεσινό σκέπαζε το προχθεσινό. Φυσικά και υπάρχουν στιγμές που μπορεί να θυμηθώ κάτι με νοσταλγία, αλλά μέχρι εκεί».
Είδα μια οικογενειακή φωτογραφία που έχετε εδώ στον τοίχο και δεν μπορώ να μη σας ρωτήσω για τον αδελφό σας, τον Ανδρέα Μικρούτσικο. Πώς γίνεται δύο άνθρωποι από το ίδιο περιβάλλον, με κοινά –ως επί το πλείστον –βιώματα, να ακολουθήσουν τόσο διαφορετικούς δρόμους; «Οι καταβολές μας ήταν κοινές. Δεν θα ξεχάσω όταν ήμουν στην Ασφάλεια επί χούντας, στην απομόνωση, τον βασανισμό που υπέστη ο αδελφός μου σε διπλανό κελί. Τον διέλυσαν. Αυτό το αναφέρω για το πολιτικό του θάρρος. Η κουλτούρα του δεν ήταν διαφορετική από τη δική μου, έπαιζε μπάσο στα πρώτα τραγούδια μου, παντρεύτηκε τη Μαρία Δημητριάδη, τη γυναίκα με την οποία φτιάξαμε μαζί τον τρόπο μου. Και μετά άρχισε να γράφει και αυτός τραγούδια. Εδώ είναι ένα πρώτο σημείο που έχει σημασία».
Γιατί εστιάζετε σε αυτό; «Διότι είχε ταλέντο αλλά διαφοροποιήθηκε για να μη μου μοιάζει. Μπορώ να ξεχάσω όμως ότι τώρα στις 11 Μαρτίου έκλαιγε σαν μικρό παιδί στο Γαλάτσι στη συναυλία για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ; Ο Ανδρέας είχε πάντα αμεσότητα. Μέχρι τις αρχές του ’80 έκανε μεγάλα πράγματα στο ραδιόφωνο και δεν μπορούσε να του καταμαρτυρήσει κανείς τίποτα. Η ζημιά συνέβη στην τηλεόραση και επειδή το κατάλαβε προσπαθούσε να το εξηγήσει ιδεολογικά. Εκεί με χρειαζόταν και δεν ήμουν κοντά του».
Τι άλλο δεν θα ξεχάσετε; «Θα σας πω μια ιστορία. Το «Δελτίο Ειδήσεων» είναι ένα έργο βασισμένο σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, διάρκειας πέντε λεπτών περίπου, που το έπαιζα σε συναυλίες μέχρι το 1980. Από τότε και μέχρι το 2003 δεν το έπαιξα, αλλά ούτε και το άκουσα ξανά, μέχρι που αποφάσισα να το ηχογραφήσω για το CD «Ο σχοινοβάτης». Το ηχογραφώ στο στούντιο του Μεγάρου, γυρίζω το βράδυ στο σπίτι και μου λέει η γυναίκα μου να δω στην τηλεόραση τη νέα εκπομπή του Χατζηνικολάου στον Alpha, που θα εγκαινιαζόταν με καλεσμένο τον Ανδρέα. Υπ’ όψιν, είχα να μιλήσω έξι μήνες με τον αδελφό μου. Ο Χατζηνικολάου ξεκινάει την εκπομπή ρωτώντας τον φιλοξενούμενό του κάτι παράξενο: «Μετά απ’ όλα αυτά, τι μένει, Ανδρέα;» –με το «όλα αυτά» εννοούσε τη ζωή των τηλεοπτικών σταρ. Και του απαντάει εκείνος: «Μένει μονάχα εκείνος ο πέτρινος άγγελος, ακέφαλος / μπορείς να του βάλεις ό,τι κεφάλι θες». Επαθα σοκ, ήταν οι στίχοι από το «Δελτίο Ειδήσεων». Πέραν της μεταφυσικής της σύμπτωσης, αν κάτι κατάλαβα στα χρόνια που πέρασαν είναι όχι ότι δεν πρέπει να παίρνουμε θέση για τα κακώς κείμενα, αλλά ότι όταν προσωποποιούμε κάτι, πέραν της κριτικής, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί στα επίπεδα που υπάρχουν. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη. Από την παλιά οικογένεια ο Ανδρέας είναι ο μόνος που μου έχει μείνει». l
«Οσοι περπάτησαν μαζί μου»: Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Βύρωνας, στις 7 και 8 Ιουνίου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ