Η δικαστική ανεξαρτησία, «αγκάθι» για τους απανταχού δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς που αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερες παρεμβάσεις στο έργο τους, απασχόλησε τη διεθνή επιστημονική ημερίδα που διοργάνωσε η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου_ υπό τον τίτλο «Η δικαστική ανεξαρτησία ως επιταγή του Κράτους Δικαίου και σκληρός πυρήνας του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη».

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής, εκ των κεντρικών ομιλητών στην εκδήλωση, φρόντισε να υπενθυμίσει ότι κίνδυνοι για τη δικαστική ανεξαρτησία, είναι και «η γιγάντωση φορέων οικονομικής εξουσίας», «οι ιδιωτικές εξουσίες μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών», «η επέκταση της διαφθοράς και της διαπλοκής», ενώ έκανε λόγο και για «μηχανισμούς ΜΜΕ» που ρίχνουν νερό στον μύλο του φαινομένου.

Ο κ. Κοντονής έκανε ευθέως λόγο για επιρροές οικονομικών κέντρων προς τη Δικαιοσύνη, «έκδηλη και υπόγεια προσπάθεια πίεσης η οποία τείνει να γιγαντωθεί σε υποθέσεις με μεγάλο οικονομικό η κοινωνικό ενδιαφέρον», χωρίς να παραλείψει να αναφερθεί στη Siemens αλλά και υποθέσεις αθλητικού ενδιαφέροντος.

Ο υπουργός αναφέρθηκε επίσης στο πρόβλημα της πολιτικοποίησης ενδίκων διαφορών, φέρνοντας ως παράδειγμα υποθέσεις που έφθασαν στο ΣτΕ, όπως τα Μνημόνια και οι τηλεοπτικές άδειες. Αναφερόμενος κυρίως στον ακυρωτικό δικαστή, ο κ. Κοντονής σημείωσε ότι «προβαίνει σε οιονεί πολιτικές επιλογές, κάτι που είναι αναπότρεπτο και αποδεκτό από τη νομική θεωρία διεθνώς», εκτίμησε εντούτοις ότι «οφείλει να θέτει στον εαυτό του όρια, και να τηρεί την αρχή του δικαστικού αυτοπεριορισμού».

«Η κριτική δεν φοβίζει, αλλά ενισχύει τη Δικαιοσύνη», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός θίγοντας το ζήτημα της κριτικής δικαστικών αποφάσεων.

Απροσχημάτιστες παρεμβάσεις

Για απροσχημάτιστες πλέον παρεμβάσεις, διεθνώς, που ενίοτε λαμβάνουν και νομοθετικό χαρακτήρα, έκανε λόγο από την πλευρά του ο Χριστόφορος Σεβαστίδης, πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Ο κ. Σεβαστίδης επανήλθε στα πάγια δικαστικά αιτήματα, με κορυφαίο αυτό της απαγόρευσης ανάθεσης σε συνταξιούχους και παραιτηθέντες δικαστικούς λειτουργούς κρατικών θέσεων εξουσίας έως και τρία χρόνια μετά την αποχώρησή τους από το Σώμα · αίτημα, που – όπως είπε – «παραμένει αναιτιολόγητα αναπάντητο από τα πολιτικά κόμματα».

«Η κομβική σημασία της ανεξάρτητης δικαιοσύνης σήμερα είναι μείζων, καθώς η παραδοσιακή τριμερής διάκριση των εξουσιών -γνωστή ήδη απ’ τα επαναστατικά συντάγματα- έχει πλέον υποχωρήσει υπό το βάρος του κρατούντος συστήματος της «νομοθετούσας κυβέρνησης», είπε από την πλευρά του ο Δημήτρης Βερβεσός, πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας. «Οι εξουσίες είναι πια εν τοις πράγμασιν δύο, και μόνον η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη λειτουργεί ως αποτελεσματικό θεσμικό ανάχωμα απέναντι στις πιθανές εκτροπές της εκτελεστικής εξουσίας από την συνταγματική νομιμότητα».

Ο κ. Βερβεσός, με άξονα πάντα την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής, δεν παρέλειψε να αναφερθεί μεταξύ άλλων σε μια κομβική παράμετρο: τη σύνθεση και ουσιαστική λειτουργία του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αρμοδίου για τις προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών · βασικότατων για την υπηρεσιακή διαδρομή και ανέλιξη ενός δικαστικού λειτουργού. Ο ίδιος έθεσε και το κρίσιμο ερώτημα της εποχής: πόσο επηρεάζεται η Δικαιοσύνη και οι λειτουργοί της από την δημόσια κριτική, ιδίως από εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας, όταν φτάνει μέχρι την πλήρη αποδοκιμασία των δικαστικών αποφάσεων, και την αποκήρυξη του ίδιου του θεσμού της Δικαιοσύνης.

«Επιβάλλεται νομίζω, συναφώς, η αντίστιξη μεταξύ αναγκαίου σεβασμού και θεμιτής κριτικής των δικαστικών αποφάσεων. Μεταξύ αμφισβήτησης και κριτικής υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή», είπε ο κ. Βερβεσός, παραφράζοντας τον αείμνηστο Γεώργιο Παπανδρέου: «να τρομοκρατήσουμε εκείνους που προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τη Δικαιοσύνη».

Χαιρετισμό απηύθυνε επίσης ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πέππας, τονίζοντας ότι ο δικαστής όταν δικαιοδοτεί δεν αντιδικεί με κανέναν, καθώς και η Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, ενώ μετείχαν ως ομιλητές δικαστικοί, πανεπιστημιακοί και δικηγόροι από τη Ελλάδα και το εξωτερικό.