Ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με πρόεδρο τον Νικόλαο Σακελλαρίου και εισηγητές τους συμβούλους Επικρατείας Ηλία Μάζο και Δημήτρη Μακρή, συζητήθηκαν την Παρασκευή οι προσφυγές που έχουν υποβάλει οι τηλεοπτικοί σταθμοί ΑΝΤ1, Alpha, ΣKAI, Star και Μega, όπως και η Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας, με τις οποίες και ζητούν να ακυρωθεί η προκήρυξη του διαγωνισμού για τη χορήγηση των επτά αδειών, με τιμή εκκίνησης τα 35 εκ. ευρώ για μία έκαστη.
Οι εκπρόσωποι των τηλεοπτικών σταθμών – δικηγόροι (Χαράλαμπος Χρυσανθάκης και Ελίνα Καϋμενάκη για τον Αlpha, Γιώργος Δελλής για τον ΑΝΤ1, Ηλίας Θεοδωράτος για τον ΣΚΑΙ, το Star, και την ΕΙΤΗΣΕΕ, Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος για την «Τηλέτυπος» και Δημήτρης Περπατάρης για τους εργαζόμενους στο MEGA), επεσήμαναν μεταξύ άλλων την απουσία μελέτης από το αρμόδιο όργανο της ΕΕΤΤ ως προς τον καθορισμό του αριθμού των αδειών_αντί αυτής, υπήρξε μόνον μια συνάντηση εμπειρογνωμόνων. Οι δικηγόροι τόνισαν ότι στον προηγούμενο διαγωνισμό που ακυρώθηκε από το δικαστήριο, οι άδειες ήταν μόνον τέσσερις, και έγιναν επτά, ως εκ τούτου αν υπάρξει και πάλι ακύρωση, ενδέχεται και νέα αύξηση του επίμαχου αριθμού.
«Τότε λέγατε ότι είναι λίγες», τους αντέκρουσε σκωπτικά ο πρόεδρος του ΣτΕ Νικόλαος Σακελλαρίου.
Οι εκπρόσωποι των σταθμών υπογράμμισαν πάντως ότι ο παρών διαγωνισμός διεξάγεται με χάρτη του 2012, εν έτει 2018, ενώ επέμειναν ότι σε καμία χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει λάβει χώρα διαδικασία για πάροχο περιεχομένου, με δημοπρασία. Εχει συμβεί μόνον στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, πλην όμως για πάροχο δικτύου.
Αναφορικά με την τιμή εκκίνησης (που κρίνεται από τους σταθμούς ως ιδιαιτέρως υψηλή), οι ίδιοι τη χαρακτήρισαν αναιτιολόγητη, εκτιμώντας ότι δε στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Πρόθεση της πολιτείας δεν είναι η βιωσιμότητα των τηλεοπτικών σταθμών και η αποκατάσταση της τάξης στο τηλεοπτικό τοπίο – αντέτειναν -, αλλά η οικονομική εξάντληση των καναλιών.
«Η τηλεοπτική δραστηριότητα δεν είναι για μας δωρεάν», είπαν χαρακτηριστικά. «Καταβάλλουμε χρήματα: 1,7-1,8 εκατομμύρια τον χρόνο στοιχίζει σε κάθε σταθμό η ταυτόχρονη μετάδοση σε υψηλή και τυπική ευκρίνεια». Πρόσθεσαν, δε, ότι το τίμημα είναι υπέρμετρο, αφού στην Κύπρο, μπορεί κανείς να έχει τηλεοπτική άδεια με 50.000 ευρώ, το ίδιο και σε σκανδιναβικό κράτος, αν και με αυστηρότερα, ποιοτικώς, κριτήρια.
Στα βασικά επιχειρήματά τους συγκαταλέγη και το σχετικό με το φάσμα, καθώς κρίνεται ότι «αντέχει» πολύ περισσότερες από επτά άδειες_ και δη όταν ακόμη είναι άγνωστο πόσες θα είναι οι ειδικές άδειες και πότε θα προκηρυχθούν.
Στην «πλημμελή και συνεπώς παράνομη» συγκρότηση του ΕΣΡ εστίασε ο εκπρόσωπος του τηλεοπτικού σταθμού Μega (ΤΗΛΕΤΥΠΟΣ), τονίζοντας ως εκ τούτου ότι και η απόφαση με την οποία τερματίστηκε η λειτουργία του σταθμού είναι μη νόμιμη.
Στο ίδιο μήκος κύματος, σημειώθηκε ότι από τον Σεπτέμβρη του 2016, το MEGA δεν αποτελεί ενημερωτικό σταθμό αλλά ψυχαγωγικό, δεδομένο σημαντικό καθώς για αυτού του τύπου τα κανάλια δεν έχει προκηρυχθεί διαγωνισμός.
Σε «ολοκληρωτική καταστροφή» υπόκεινται – όπως τόνισαν, από την πλευρά τους – οι 120 εργαζόμενοι του MEGA, επισημαίνοντας ότι οι ίδιοι είναι θύματα. Σε κάθε περίπτωση, υπογράμμισαν «θέλουμε να υπάρχει νόμιμη διαδικασία και κανόνες στην τηλεοπτική αγορά». Ο εκπρόσωπός τους έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στο ότι η συνέχιση της λειτουργίας του σταθμού οδηγεί στην αποπληρωμή των τραπεζικών δανείων. «Με την άμισθη εργασία και την χρήση του αρχείου του Mega έχει γίνει μέχρι σήμερα απόσβεση του μεγαλύτερου μέρους του δανείου», είπαν.
Τι υποστήριξαν οι εκπρόσωποι του Δημοσίου
Στην οικονομική δυνατότητα για πληρωμή από τα κανάλια και τον «συμφέροντα» χαρακτήρα της τιμής των 35 εκατομμυρίων ευρώ, εστίασαν οι νομικοί σύμβουλοι του Δημοσίου Στράτος Συνοίκης, Αλεξάνδρα Δημητρακοπούλου και Γιώργος Χαλαζωνίτης, επικαλούμενοι αφενός μεν τις προσφορές των τηλεοπτικών σταθμών στον πρώτο διαγωνισμό (που ακυρώθηκε από το ΣΤΕ), αφετέρου δε τις αγωγές αποζημίωσης τηλεοπτικών σταθμών.
«Μέχρι τον πρώτο διαγωνισμό δεν είχαμε πείρα για το πόσο κοστίζει μια τηλεοπτική άδεια», ανέφεραν μεταξύ άλλων. «Τότε, ο ΣΚΑΙ προσέφερε 43,6 εκατομμύρια, που ήταν και τα λιγότερα, και ο ΑΝΤ1 75 εκατομμύρια ευρώ, τα περισσότερα. Τότε δεν θα έδιναν ούτε ένα ευρώ παραπάνω για να αγοράσουν κάτι που δεν άξιζε τόσο. Πίστευαν ότι αυτή είναι η τιμή. Το Star και o Alpha εγκατέλειψαν μάλιστα την διαγωνιστική διαδικασία, μη δίνοντας μεγαλύτερα ποσά. Όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες δε δίνουν χαριστικά λεφτά. Ο ένας που ασχολείται και με το ποδόσφαιρο, πήρε «μαγαζί γωνία», μια πολύ μεγάλη ομάδα που προτιμά να την αφήσει να καταρρεύσει τώρα, παρά να βάλει χρήματα που θεωρεί ότι δεν αξίζουν».
Οι ίδιοι χαρακτήρισαν εν πολλοίς «οδηγό» τον συγκεκριμένο διαγωνισμό, εκτιμώντας ότι τώρα είναι πιο συμφέρουσες οι τιμές και άρα οι συμμετέχοντες ωφελούνται. Λίαν επωφελή έκριναν τη σημερινή διαδικασία και για το γεγονός ότι η αγορά θα είναι κλειστή. «Αν δεν ήταν συμφέρουσα δε θα είχαν έρθει στον διαγωνισμό. Μειώθηκε ο φόρος διαφημίσεων», σημείωσαν.
Στην προσπάθεια αποδόμησης του επιχειρήματος περί οικονομικής εξόντωσης των καναλιών, επικαλέστηκαν την ύπαρξη δυο αγωγών του ΣΚΑΙ για αποζημίωση 26 εκατομμυρίων και ομοίως του Star, 32 εκατoμμυρίων, για έσοδα που χάθηκαν εξαιτίας του προηγούμενου διαγωνισμού. «Προκύπτει ότι τα έσοδά τους είναι τεράστια», ανέφεραν.
Ειδικά για το Mega σημείωσαν, δε, ότι είναι παράδοξο να συνεχίσει να εκπέμπει ενώ δεν έχει λάβει μέρος στη διαγωνιστική διαδικασία. «Συνετέλεσε και το ίδιο στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα», υποστήριξαν.
Οι προσφυγές των τηλεοπτικών σταθμών
Στις προσφυγές τους, οι σταθμοί χαρακτηρίζουν αντισυνταγματικές, αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και την Ελληνική και Ευρωπαϊκή νομοθεσία τις επίμαχες αποφάσεις του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής. Όπως αναφέρουν, μεταξύ άλλων, οι υπουργικές αποφάσεις είναι αντίθετες στις αρχές του ανταγωνισμού και της ανοικτής εσωτερικής αγοράς, γιατί περιορίζεται υπέρμετρα ο ανταγωνισμός. Μάλιστα, τονίζουν ότι η τιμή εκκίνησης είναι υπερβολική, αφού δεν ανταποκρίνεται στα σύγχρονα οικονομικά μεγέθη της ραδιοτηλεοπτικής αγοράς από τα οποία εξαρτάται ο καθορισμός της. Το γεγονός αυτό, υποστηρίζουν, μειώνει το ενδιαφέρον προσέλευσης και αδειοδότησης των υποψηφίων παραβιάζοντας, ταυτόχρονα, την αρχή της ελεύθερης έκφρασης, τις συνταγματικές αρχές του πλουραρισμού και της πολυφωνίας. Τα τεχνικά στοιχεία εναντίον των οποίων προσφεύγουν αφορούν τις προϋποθέσεις καθορισμού του αριθμού των αδειών που χορηγήθηκαν (7 άδειες), καθώς θα μπορούσε να χορηγηθούν 16 άδειες, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των καναλιών.