Το φθινόπωρο του 1965 η Opel αποκαλύπτει στην έκθεση της Φρανκφούρτης ένα ελκυστικό όσο και πρωτόγνωρο για τα συνήθη σχεδιαστικά δεδομένα της πρωτότυπο σπορ μοντέλο με τα διακριτικά Experimental GT. Αρχικά, το concept car από το οποίο αργότερα θα γεννιόταν μία από τις πλέον καλλίγραμμες και εντυπωσιακές αισθητικά προτάσεις της φίρμας δεν είχε καμία προοπτική παραγωγής, καθώς τόσο η σύλληψή του όσο και η υλοποίησή του έγιναν υπό το σκεπτικό μιας πολύ διαφορετικής αποστολής. Οπως θα αποκάλυπτε αργότερα ο Erhard Schnell, επικεφαλής σχεδιασμού του Experimental GT, σκοπός του πρωτότυπου διθέσιου σπορ μοντέλου με το αεροδυναμικό σχήμα και τις πληθωρικές καμπύλες ήταν ουσιαστικά να «διαφημίσει» το νεοσύστατο τότε κέντρο σχεδιασμού της γερμανικής φίρμας στο Rüsselsheim. Εξού και το status που αρχικά είχε αποδοθεί στο μοντέλο ήταν αυτό της «σχεδιαστικής μελέτης», κάτι που για τους εξοικειωμένους με το ιδίωμα της αυτοκινητοβιομηχανίας συνήθως υποδεικνύει ένα αυτοκίνητο χωρίς καμία πιθανότητα παραγωγής.
Ενδεικτική εξάλλου ως προς το παρασκήνιο της δημιουργίας του αλλά και αυτού που επακολούθησε είναι η μετέπειτα δήλωση του Erhard Schnell, ο οποίος θα σημειώσει: «Επρόκειτο απλώς για ένα σχεδιαστικό project. Ο επικεφαλής μου δεν είχε μπει καν στη διαδικασία να ενημερώσει τους ανωτέρους του. Βέβαια, όταν το πρωτότυπο είχε ολοκληρωθεί, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Η αλήθεια είναι ότι ανησυχούσαμε πραγματικά όταν επρόκειτο να παρουσιάσουμε το Experimental GT για πρώτη φορά. Η συνέχεια βέβαια μας δικαίωσε καθώς, όταν αποκαλύφθηκε, η ομάδα της διοίκησης ξέσπασε αυθόρμητα σε χειροκροτήματα. Ηταν όλοι τους ενθουσιασμένοι!».

Αντιστοίχως ενθουσιώδης ήταν η αποδοχή τόσο του κοινού όσο και των εκπροσώπων του Τύπου, μην αφήνοντας και πολλά περιθώρια σκέψης στους ανθρώπους της Opel σε σχέση με το επόμενο βήμα.

Ετσι τρία χρόνια αργότερα από την πρώτη του εμφάνιση στη Φρανκφούρτη, το Experimental GT, το οποίο στο μεταξύ είχε αποκτήσει το προσωνύμιο «Coke Bottle» χάρη στις πληθωρικές του καμπύλες, περνούσε στην παραγωγή.
Η σχεδιαστική του ιδιαιτερότητα και εν πολλοίς μοναδικότητα οδήγησε την Opel σε μια σπάνια για την εποχή γαλλογερμανική σύμπραξη. Για την κατασκευή του αμαξώματος του GT επιστρατεύθηκε ο γάλλος συνεργάτης της γερμανικής φίρμας, Chausson, Brissoneau & Lotz, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την κατασκευή των μεταλλικών πάνελ, τη συγκόλληση, τη βαφή αλλά και το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Η τελική συναρμολόγηση του αμαξώματος με το πλαίσιο και η τοποθέτηση του συστήματος μετάδοσης και του κινητήρα γίνονταν στο εργοστάσιο της Opel στο Bochum.

Παράλληλα με τις υπόλοιπες ιδιαιτερότητές του, αξίζει να σημειωθεί ότι το Opel GT κατάφερε ως έκδοση παραγωγής να είναι ακόμα πιο τολμηρό αισθητικά από το πρωτότυπο που προηγήθηκε. Τα εύσημα ανήκουν στην ομάδα του προαναφερθέντος νεοσύστατου Styling Studio της γερμανικής φίρμας, η οποία, όπως θα επισημάνει ο μετέπειτα επικεφαλής σχεδιασμού της Opel, Friedhelm Engler, επέδειξε «σιδηρά πυγμή και πρωτοφανή τόλμη με το GT, καθώς, αντί να περιοριστεί στην εύκολη λύση αξιοποίησης ήδη υφιστάμενων μηχανικών μερών σε συνδυασμό με μια νέα σχεδίαση, προτίμησε να προτείνει κάτι πραγματικά επαναστατικό, ένα αυθεντικό Gran Turismo με αφετηρία το Kadett B και τον κινητήρα στο κέντρο».

Για του λόγου το ακριβές, η έκδοση παραγωγής του GT διέθετε ένα ακόμα μεγαλύτερο σε μήκος αλλά χαμηλότερο καπό, το οποίο σε συνδυασμό με τα επί μέρους στοιχεία του, όπως οι «σκαμμένες» εισαγωγές αέρα και οι υπερτονισμένες καμπύλες, αποτέλεσε μια πρώιμη απτή απόδειξη του σλόγκαν «Η γλυπτική τέχνη συναντά τη γερμανική ακρίβεια» που η Opel θα υιοθετούσε στη συνέχεια. Στην εντύπωση μιας αδιάσπαστης όσο και ελκυστικής σιλουέτας το δικό της μερίδιο ευθύνης είχε και η επιλογή των αναδιπλούμενων μπροστινών φωτιστικών σωμάτων, τα οποία μεταφέρθηκαν από το concept car. Βεβαίως, με δεδομένο ότι βρισκόμαστε στο 1968 αλλά και ότι έχουμε να κάνουμε με μια φίρμα μοντέλων ευρείας παραγωγής και όχι supercars, τα τόσο χαρακτηριστικά για την όψη του GT εν λόγω φωτιστικά σώματα ήταν χειροκίνητα και διαχειρίσιμα από τον οδηγό μέσω ενός βραχίονα, εν είδει μανιβέλας, τοποθετημένου στο τούνελ μετάδοσης. Μάλιστα, εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, υπήρχε και ένα αστείο εκείνη την εποχή που έλεγε ότι μπορούσε εύκολα κανείς να αναγνωρίσει τους ιδιοκτήτες του GT από τους δυσανάλογα υπερτροφικούς μυς του δεξιού τους χεριού.

Αντίστοιχα της θέσης και των δεδομένων της φίρμας εκείνη την εποχή… αθωότητας ήταν και τα μηχανικά σύνολα τα οποία μπορούσαν να επιλέξουν οι αγοραστές του. Ετσι, το GT ήταν διαθέσιμο με δύο τετρακύλινδρους κινητήρες βενζίνης, έναν χωρητικότητας 1,1 λίτρου με προέλευση το Kadett και απόδοση μόλις 60 ίππων και τον ισχυρότερο 90 ίππων χωρητικότητας 1,9 λίτρων που εφοδίαζε το Opel Rekord. Δημοφιλέστερη επιλογή για τους 103.463 ανθρώπους που κόντρα σε κάθε προγνωστικό αλλά και προσδοκία από μέρους της Opel έσπευσαν να το αγοράσουν υπήρξε το σύνολο των 90 ίππων το οποίο εξασφαλίζοντας επιτάχυνση από 0 ως 100 χλμ./ώρα σε 11,5 δευτερόλεπτα και μέγιστη ταχύτητα 185 χλμ./ώρα αποτέλεσε ιδανικό συνδυασμό με το αθλητικό παράστημα του GT. Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί ότι το GT προσέφερε τη δυνατότητα επιλογής ενός αυτόματου κιβωτίου τριών σχέσεων, το οποίο γνώρισε μάλιστα ιδιαίτερη απήχηση στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Αντιθέτως, οι ευρωπαίοι ιδιοκτήτες του προτίμησαν το μηχανικό κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων, ενώ και στις δύο περιπτώσεις η κίνηση μεταδιδόταν στους πίσω τροχούς.
Πέρα από τις εκδόσεις παραγωγής, το GT ευτύχησε και αρκετών αγωνιστικών εκδόσεων αλλά και πλήθους προβλέψιμων ή μη μετατροπών του που έγραψαν τη δική τους ιστορία σε επίπεδο αισθητικής αλλά και ρεκόρ. Στην πρώτη κατηγορία δεν θα μπορούσε να μη συμπεριλάβει κανείς τα αγωνιστικά Conrero GT, τα οποία κατέγραψαν αξιοσημείωτες επιδόσεις σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων τη δεκαετία του ’70.

Με δεδομένο τον χαρακτήρα του αυτοκινήτου, οι σχεδιαστές της Opel δεν παρέλειψαν να δημιουργήσουν μια cabrio εκδοχή του, η οποία ωστόσο δυστυχώς παρέμεινε στο στάδιο της σχεδιαστικής μελέτης. Σε ό,τι αφορά τις πιο παράδοξες εκφάνσεις του, εν έτει 1971 ο Dr Georg von Opel, εγγονός του Adam Opel, είδε στο GT ηλεκτρικές προοπτικές μετατρέποντάς το σε ένα ηλεκτροκίνητο όχημα με μέγιστη ταχύτητα 189 χλμ./ώρα και ως εκ τούτου σε κάτοχο αρκετών παγκόσμιων ρεκόρ, ενώ έναν χρόνο αργότερα μια επίσης πρωτότυπη και πετρελαιοκίνητη έκδοση του GT με μέγιστη ταχύτητα 197 χλμ./ώρα θα καταρρίψει δύο παγκόσμια και 18 διεθνή ρεκόρ στην πίστα του Dudenhofen.

Ανεξαρτήτως των μεταμορφώσεων και των ρεκόρ του αρχέτυπου GT, ο αριθμός των 103.463 αγοραστών στα μόλις πέντε χρόνια παραμονής του στις γραμμές παραγωγής, από το 1968 έως το 1973, και κυρίως η αυταπόδεικτη αισθητική του υπεροχή, που 50 χρόνια μετά δείχνει αγέραστη, αρκούν για να το αναγάγουν σε ένα από τα πλέον εμβληματικά μοντέλα της εποχής του αλλά και να αποτελέσουν απτή απόδειξη ότι η τόλμη ανταμείβεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ