Παρακολουθώ ένα δανέζικο σίριαλ που λέγεται «Ρίτα», με θέμα την προσωπική ζωή αλλά και το εκπαιδευτικό έργο μιας αντισυμβατικής δασκάλας και (ανύπανδρης) μητέρας τριών παιδιών σε μια πόλη κοντά στην Κοπεγχάγη. Ενας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους τράβηξε από την αρχή την προσοχή μου είναι οι πληροφορίες που δίνει για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί μία… εξωτική για εμάς κοινωνία όπως η δανέζικη. Πληροφορίες για την καινοτόμο εκπαίδευση, τις χαλαρές (ή βραχυκυκλωμένες;) διαπροσωπικές σχέσεις, την εμμονή με τα οργανικά τρόφιμα και έναν ζεν τρόπο ζωής, τις μονογονεϊκές οικογένειες, την ένταξη των μεταναστών, την εξάρτηση των ανθρώπων από το ποτό κ.λπ. Εχοντας στο μυαλό μου πως μια τηλεοπτική σειρά είναι μυθοπλασία και όχι ντοκιμαντέρ για να λέει πάντα την αλήθεια, και πως συχνά υπερβάλλει ή δημιουργεί καταστάσεις που δεν υφίστανται, έφτασα στην Κοπεγχάγη (για ολιγοήμερες διακοπές) με μία επιπλέον περιέργεια: Θα έβρισκα άραγε πολλές Ρίτες ή η τηλεοπτική συνονόματή τους ήταν απλώς δημιούργημα ευφάνταστων σεναριογράφων;
Λίγο έµεινα, εννέα ημέρες, οπότε οι εντυπώσεις και τα συμπεράσματα μπορεί σε κάποιον που γνωρίζει τη χώρα να φανούν επιπόλαια. Ομως, πράγματι, το σίριαλ ζωντάνεψε, με εκατοντάδες ψηλόλιγνες, αεράτες, απλά αλλά με γούστο ντυμένες, απόμακρες, έως τη στιγμή που τους χαμογελούσες, Ρίτες να περνάνε δίπλα μου. Και με πολλούς ξανθούς, ψηλόλιγνους, fit Ράσμους (ο, επίσης δάσκαλος, εραστής της Ρίτα) να κάνουν τζόγκινγκ ή ποδήλατο. Είδα και τους μαθητές τους, ίδιους και απαράλλακτους με τους μαθητές του σίριαλ: αγόρια και κορίτσια που κρατούσαν iPads και iPhones και έκαναν μάθημα έξω, στα πάρκα ή στα μουσεία, με τις δικές τους Ρίτες και Ράσμους, τους καθηγητές τους, να μοιάζουν το ίδιο παιδιά.
Ολους αυτούς, «μπαίνοντας» τώρα εγώ στο σίριαλ, προσπάθησα να τους καταλάβω, να κατανοήσω πώς ζουν, πώς σκέφτονται, πώς συμπεριφέρονται. Δεν ήταν εύκολο. Τεράστιες οι διαφορές ανάμεσα στην ελληνική και στη δανέζικη κοινωνία, αναπόφευκτες οι συγκρίσεις, και όσο κι αν και οι παθογένειες που διέπουν την καθημερινότητα στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας η μία μετά την άλλη αποκαλύπτονται, δεν μπορείς να μην το παρατηρήσεις: Αν εμείς έχουμε τον γαλανό ουρανό για τον οποίο τόσο υπερηφανευόμαστε αλλά καταβεβλημένοι από τα βάσανα όλο και πιο δύσκολα απολαμβάνουμε, η Δανέζα Ρίτα έχει δημιουργήσει τα μέσα που της επιτρέπουν να χρωματίζει γαλάζια ακόμη και την πιο συννεφιασμένη (έχει πολλές τέτοιες) μέρα της. Αυτά λέγονται οργάνωση, πρόοδος, εφαρμογή ενός κοινωνικού οράματος για τη συλλογική ανάπτυξη.
Την ομορφιά και την τάξη τις βλέπεις παντού γύρω σου στην Κοπεγχάγη: τα παλιά κτίρια, άριστα συντηρημένα, «συνδιαλέγονται» με τα νέα, ανάμεσά τους και αριστουργήματα με επώνυμες υπογραφές. Το εκτεταμένο κέντρο με τα κανάλια, τις πλατείες, τους πεζοδρόμους και τα πάρκα είναι ιδανικό (αν το επιτρέπει ο καιρός) για περπάτημα. Το πολύχρωμο λιμάνι Νίχαβν (όπου έζησε μερικά χρόνια της ζωής του ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν) μπορεί να γίνει αφετηρία για μια κρουαζιέρα στα κανάλια –πολύ τουριστική, αλλά και άκρως κατατοπιστική. Στο σημείο που ανοίγεται στη θάλασσα, το γυάλινο Βασιλικό Θέατρο (από τους Lundgaard & Tranberg Arkitekter) επιβάλλεται με τον κατάμαυρο όγκο του, ενώ απέναντι η Οπερα (του Χένινγκ Λάρσεν) λάμπει το βράδυ σαν διαστημόπλοιο που έχει μόλις προσγειωθεί στην προκυμαία.
Στην αντίπερα όχθη, λίγο πιο πάνω, η Μικρή Γοργόνα (το χάλκινο άγαλμα του Εντβαρντ Ερικσεν) μπορεί να είναι πιο μικρή απ’ ό,τι περιμένατε, είναι όμως εξαιρετικά κομψή. Το παλάτι Αμάλιενμποργκ όπου ζει η βασίλισσα Μαργαρίτα Β’ (και η γειτονική Φρέντρικς Κίρκε με τον τεράστιο τρούλο), το ανάκτορο Κρίστιανμποργκ (όπου στεγάζεται η Βουλή), το κάστρο Ρόζενμποργκ και το μέγαρο με τη Συλλογή Ντέιβντ, αποτελούν αξιοθέατα ενδεικτικά της δόξας της παλιάς Κοπεγχάγης.
Το Εθνικό Μουσείο της Δανίας, η Νέα Γλυπτοθήκη του Κάρλσμπεργκ, το Εθνικό Μουσείο Τέχνης, το Μουσείο Θόρβαλντσεν και το Μουσείο Τέχνης και Ντιζάιν κρύβουν πολλές εκπλήξεις στις συλλογές τους. Για εμένα μία από αυτές ήταν ο ζωγράφος Βίλχελμ Χάμερσοϊ (1864-1916) με τα τρυφερά πορτρέτα και τους μελαγχολικούς εσωτερικούς χώρους. Καλοστημένο το Μουσείο των Εργατών, μικρό αλλά εντυπωσιακά διαμορφωμένο στο εσωτερικό του το Εβραϊκό Μουσείο. Λίγο έξω από την πόλη, τα Μουσεία Μοντέρνας Τέχνης Αρκεν (σε μια ανεμοδαρμένη αμμουδιά) και Λουιζιάνα (και αυτό δίπλα στη θάλασσα), έχουν πάντα ενδιαφέρουσες εκθέσεις. Την περίοδο που τα επισκέφθηκα είδα στο πρώτο ζωγραφικά έργα του Αλφονς Μούχα και στο δεύτερο κεραμικά του Πάμπλο Πικάσο. Ιδανική ψυχαγωγία για όλη την οικογένεια είναι βεβαίως το περίφημο Τίβολι, στο κέντρο της πόλης, το πάρκο-λούνα παρκ που δημιουργήθηκε από τον Γκέοργκ Κάρστενσεν το 1843. Εκεί θα πιείτε καφέ, θα φάτε, θα παίξετε, θα ψήσετε ζαχαρωτά στα κάρβουνα, θα ψωνίσετε και θα παρακολουθήσετε συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις.
Βεβαίως, όταν μιλάμε για την Κοπεγχάγη, μιλάμε και για το ποδήλατο, το… εθνικό μεταφορικό μέσο των Δανών. Ενα εκτεταμένο δίκτυο ποδηλατοδρόμων σε οδηγεί παντού, ξεκινώντας από το κέντρο της πόλης (με τα απίθανα αλλά ακριβά μαγαζιά) και φτάνοντας στις ήσυχες γειτονιές με τα σύγχρονα συγκροτήματα διαμερισμάτων. Οπότε νοικιάστε ένα ποδήλατο και συνεχίστε, χωρίς να παραλείψετε μια στάση στο «μαύρο διαμάντι», το εντυπωσιακό κτίριο όπου στεγάζεται η Βασιλική Βιβλιοθήκη της Δανίας (το σχεδίασαν οι δανοί αρχιτέκτονες Σμιντ, Χάμερ και Λάσεν), αλλά και στο μπλε Μέγαρο Μουσικής (μπλε ελεκτρίκ το βράδυ που το DR Koncerthuset φωτίζεται), έργο του Ζαν Νουβέλ. Με ποδήλατο ή με τα πόδια, παίρνοντας το τρένο ή το υπερσύγχρονο (χωρίς οδηγό) μετρό, θα φτάσετε ως τις πιο απομακρυσμένες γειτονιές –η πόλη είναι απολύτως ασφαλής.
Ευκαιρία λοιπόν να χαθείτε ανάμεσα στις Ρίτες, στους Ράσμους και στα παιδιά τους, απολαμβάνοντας κι εσείς μια ζωή… hygge, για να χρησιμοποιήσουμε τη «μοδάτη» λέξη με την οποία οι Δανοί αναφέρονται στην ευημερία. Δηλαδή όμορφη, άνετη, «χουχουλιάρικη», αγαπησιάρικη. Αυτή την αισιόδοξη διάθεση ξύπνησε μέσα μου η Κοπεγχάγη. Και αν οι ντόπιοι μπορούν να σας μιλήσουν πιο ουσιαστικά για την πόλη τους, επισημαίνοντας και τα ελαττώματά της, εγώ εκεί θα επιμείνω, στο hygge, το οποίο, τώρα που το έζησα έστω για αυτές τις εννέα ημέρες, πολύ το ζήλεψα!

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Απριλίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ