Εξω από το παράθυρο του Ιαν Μακ Γιούαν στο Λονδίνο παίζουν τα παιδιά του γειτονικού δημοτικού σχολείου. «Είναι σαν να βλέπεις όλες τις φυλές του κόσμου με μια ματιά» λέει με μια βαθιά ικανοποίηση ο ακριβοθώρητος βρετανός συγγραφέας, όταν επιτέλους καταφέρνουμε να μιλήσουμε ύστερα από πολλές περιπέτειες. Είναι ένας από τους λόγους που αγαπά την πόλη του και τη χώρα του, μαζί με τα free press της, την ύπαιθρό της και τους υπέροχους ηθοποιούς της. Τους γνωρίζει άλλωστε και προσωπικά, καθώς άλλα δύο βιβλία του έχουν γίνει ταινίες, τα «Στην ακτή» και «Νόμος περί τέκνων» (εκδόσεις Πατάκη), μετά την «Εξιλέωση» και την «Εμμονη αγάπη» (εκδόσεις Νεφέλη), οπότε όταν μιλάει για τη γενναιοδωρία της Εμα Τόμσον (υποδύεται τη δικαστίνα στον «Νόμο») δεν πρόκειται για σχήμα λόγου αλλά για μια ακριβή, προσωπική αποτίμηση της επαφής του μαζί της.
Η είδηση βέβαια για εμάς είναι ότι έρχεται στην Αθήνα. Ο βρετανός συγγραφέας που λατρεύουν οι Ελληνες επιτέλους θα επισκεφθεί τη χώρα μας με επαγγελματική αφορμή. Κάπως έτσι θα καταρριφθεί ίσως ο μύθος του αθέατου, δύσκολου και παράξενου ανθρώπου που δεν επικοινωνεί συχνά με το κοινό του ή με τους (έλληνες) δημοσιογράφους. Γιατί το αυστηρό, ενίοτε αδέκαστο βλέμμα στις φωτογραφίες του δημιουργεί μάλλον λανθασμένη εντύπωση για έναν άνθρωπο ο οποίος ακόμα και όταν τον ακούς από απόσταση νιώθεις πως έχει πολλές γενναίες ρωγμές στην περίκλειστη εικόνα που βρίσκεται μέσα στα βιβλία του. Και χιούμορ, πολύ χιούμορ, εκεί που δεν το περιμένεις. Στην αρχή ήταν να δώσει μια διάλεξη για την «επινόηση του εαυτού στη λογοτεχνία», αλλά πολύ γρήγορα έκρινε ότι δεν ήθελε να κουράσει τους αναγνώστες του με ένα «τόσο ακαδημαϊκό θέμα». Αντ’ αυτού θα συνομιλήσει με τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό στο Μέγαρο Μουσικής, όπου αναμένεται να επικρατήσει το αδιαχώρητο. Αν μάλιστα ισχύει (που ισχύει) ότι «χωρίς τις γυναίκες δεν θα υπήρχε λογοτεχνία», όπως έχει πει ο ίδιος, μάλλον γνωρίζουμε προκαταβολικά τη σύνθεση του ακροατηρίου.
«Τώρα τι να σας πω, θέλω να είμαι πολύ προσεκτικός με τις γενικεύσεις, γιατί είναι βέβαιο πως θα δεχθώ τα βέλη κάποιου. Ξέρετε σε τι μπελάδες μπήκα όταν είπα «πείτε με παλαιομοδίτη, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρω με πέος είναι άνδρες» (σ.σ.: σε διάλεξη στο Royal Institution, στο πλαίσιο συζήτησης για την ταυτότητα του φύλου). Ηταν σαν να έλεγα ότι είμαι αρνητής του Ολοκαυτώματος. Αλλά, εντάξει, ας αποπειραθώ να κάνω μια γενίκευση: Λένε ότι το μυθιστόρημα είναι μια θηλυκή φόρμα. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Ισως ότι δίνει προσοχή στα συναισθήματα και στον εσωτερικό κόσμο των άλλων ανθρώπων, και ίσως σε γενικές γραμμές οι γυναίκες κάνουν ακριβώς το ίδιο. Είναι πιο αφοσιωμένες, πιο προσεκτικές σε σχέση με αυτό, ενώ οι άνδρες είναι ελαφρώς πιο εσωστρεφείς, νοιάζονται τρόπον τινά λιγότερο για τον άλλον και η κύρια ιδέα της λογοτεχνίας είναι ότι ανακαλύπτεις τι σημαίνει να είσαι κάποιος άλλος εκτός από αυτός που είσαι. Σε κάθε περίπτωση, δεν ξέρω πώς ήταν στην Ελλάδα, αλλά στην Αγγλία του 18ου αιώνα μια καλλιεργημένη κάστα γυναικών, αποκλεισμένη από το πανεπιστήμιο εξαιτίας του σεξισμού και της πατριαρχίας, συγκρότησε το πρώτο μεγάλο αναγνωστικό κοινό των μυθιστορημάτων. Πιστεύω ότι αυτό δεν άλλαξε ποτέ».
Κοίτα ποιος µιλάει
Πάντως, χάρη στην πολυαναμενόμενη επίσκεψή του θα του δοθεί η αφορμή να μιλήσει για το τελευταίο, 17ο βιβλίο του, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη. Στο «Καρυδότσουφλο» ο 69χρονος Ιαν Μακ Γιούαν δίνει φωνή σε ένα έμβρυο. Ενα αγέννητο μωρό που παρακολουθεί έντρομο τη μητέρα του να μηχανορραφεί ληθαργικά εναντίον του πατέρα του με τον αδελφό του και εραστή της. Ακούγεται σαν σοβαροφανές prequel της ταινίας «Κοίτα ποιος μιλάει» και το άκουσμα του ευρήματος μπορεί να προκαλέσει ορισμένα αμήχανα χαμόγελα. Ωστόσο Μακ Γιούαν είναι αυτός, δεν θα ρίξει ποτέ τον πήχη της δουλειάς του κάτω από ένα (δυσθεώρητο) ύψος. Δεν πρόκειται για υποκειμενική κρίση, η κριτική υπήρξε ομόφωνη και έστεψε με επιτυχία το εκκεντρικό εγχείρημά του.
«Πώς το ξέρουν, έχουν ακούσει ποτέ ένα έμβρυο να μιλάει;» θα πει με τον ανέμελα καυστικό τόνο του. «Τι να πω, το εύρημα του ομιλούντος εμβρύου δεν «σε πετάει έξω» από το βιβλίο». «Είστε πολύ καλή που λέτε κάτι τέτοιο. Γιατί στην ουσία ήταν μια αδιανόητη φαντασίωση. Το καταδιασκέδασα όταν ο ιδιαίτερα λεπτολόγος επιμελητής μού έκανε παρατηρήσεις του τύπου: «Οταν τελικά γεννιέται, πώς ξέρει ότι το χρώμα της πετσέτας είναι μπλε;». Τι να του πεις; «Ε, αν ρωτάς κάτι τέτοιο, τότε από πού να πρωτοξεκινήσουμε;». Από την πρώτη πρότασή του το βιβλίο παραπέμπει σε μια καφκική ιστορία όπου ένας άνδρας ξυπνάει από τον ανήσυχο ύπνο του για να διαπιστώσει ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα γιγάντιο έντομο. Αδύνατον! Ωστόσο με κάποιον τρόπο ο Κάφκα μάς πείθει ότι όταν ο Σάμσα ξυπνάει και αντικρίζει όλα αυτά τα πρόσθετα πόδια, η πρώτη σκέψη που κάνει είναι αν θα αργήσει στη δουλειά του».
Ο σπόρος για τη γέννηση του «μακ-γιουανικού» ήρωα φυτεύτηκε στη διάρκεια μιας οικογενειακής στιγμής, όταν πριν από τρία χρόνια ο συγγραφέας μιλούσε με την έγκυο νύφη του. «Βρισκόταν σε εκείνο το στάδιο των τελευταίων δύο-τριών εβδομάδων όταν η έγκυος γυναίκα είναι σαν μια φάλαινα που την έχει ξεβράσει η θάλασσα σε μια παραλία και δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο από το να περιμένει. Ετσι όπως μιλούσαμε, είχα την έντονη αίσθηση ότι υπήρχε μια τρίτη παρουσία στο δωμάτιο. Σκέφτηκα: Πώς θα ήταν άραγε αν αυτό το τρίτο πρόσωπο άκουγε, και τι θα γινόταν αν άρχιζε να μιλάει; Επί τόπου έγραψα τη σκέψη μου στο σημειωματάριό μου. Δύο μήνες μετά, σε ένα βαρετό meeting, μου ήρθε μια πρόταση στο μυαλό σαν να μου την είχε ψιθυρίσει κάποιος στο αφτί: «Να με λοιπόν, με το κεφάλι πάνω και τα πόδια κάτω, μέσα σε μια γυναίκα». Δεν ήξερα ποιος μιλούσε, ποια ήταν η γυναίκα, σε ποια εποχή βρισκόταν. Ηταν θέμα τύχης, γιατί όταν έχεις αυτή τη βασική ιδέα όλα τα άλλα απλώς ακολουθούν».
Οπως για παράδειγμα ότι ο απατημένος σύζυγος είναι ένας ρομαντικός αλλά αποτυχημένος ποιητής, ένας μικρός Δον Κιχώτης που υπερασπίζεται τις λογοτεχνικές απόπειρες απονενοημένων ομοτέχνων του εις το όνομα της άσβεστης αγάπης του για την τέχνη του. Με όχημα το λογοτεχνικό πάθος του καταδικασμένου άνδρα, ο Μακ Γιούαν κάνει μια μικρή, ακατάστατη αναδρομή στην ιστορία της αγγλικής ποίησης, από τον Γ.Χ. Οντεν, τον Τζον Κιτς και τον Γουίλφρεντ Οουεν έως τον Τ.Σ. Ελιοτ ή τον Ρόμπερτ Γουίλιαμ Σέρβις. Μάλιστα, όπως λέει, στην εναλλακτική ιδέα που κρατούσε ως εφεδρεία, ο κεντρικός αφηγητής του βιβλίου του θα ήταν ένας ποιητής, και μάλιστα ο Σαίξπηρ. Το έμβρυό του εξάλλου είναι ένας μικρός Αμλετ ο οποίος κατατρύχεται από υπαρξιακά διλήμματα καθώς παρακολουθεί in real time τις δολοπλοκίες της λαίδης Μάκβεθ μητέρας του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, το «Καρυδότσουφλο» είναι και μια ωδή στον έμμετρο λόγο. «Χαίρομαι που το είδατε έτσι, οι περισσότεροι δεν δίνουν σημασία σε αυτή την παράμετρο του βιβλίου. Για μένα η ποίηση είναι λίγο σαν τη μουσική που δεν μπορώ να αφήσω ποτέ έξω από τα μυθιστορήματά μου. Εχει υπάρξει η βασική πηγή απόλαυσης και έμπνευσης σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Είναι το βασικό όχημα στη λογοτεχνία χάρη στο οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε ξανά τη χαρά της ζωής, τις ηδονές του έρωτα ή την ομορφιά ενός τοπίου, για να αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα. Γενικά τα μυθιστορήματα δεν τα πάνε και πολύ καλά με την ευτυχία, δεν είναι αυτή η «ειδικότητά» τους, γιατί η ανθρώπινη συνθήκη καθιστά αδύνατη τη διαρκή, την απρόσκοπτη χαρά. Ως αναγνώστης γνωρίζεις πάντα με βεβαιότητα ότι ο ευτυχισμένος ήρωας θα γίνει σύντομα δυστυχής».
«Εχετε γράψει ποίηση;» θα τον ρωτήσω. «Οχι» θα απαντήσει μονολεκτικά και θα αλλάξει γρήγορα θέμα. Ωστόσο, προς το τέλος της συζήτησής μας, όταν έχει πλέον χαλαρώσει πλήρως, θα πει: «Πριν σας είπα ψέματα. Εχω γράψει κάποια ποιήματα, αλλά δεν πιστεύω ότι είναι πολύ καλά. Το βλέπω από επαγγελματική σκοπιά και δεν πιστεύω ότι μπορεί να γράψει ο καθένας. Απαιτεί αφοσίωση μιας ολόκληρης ζωής, μια ιδιαίτερη νοοτροπία και δεξιότητα. Είναι ένα ευγενές κάλεσμα σε μια υψηλή αποστολή. Ξέρω, πολλοί μυθιστοριογράφοι γράφουν περιστασιακά κάποιο ποίημα αλλά δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν ποιητές. Εχω απεριόριστο σεβασμό στο είδος, οπότε δεν μπορώ να διανοηθώ ούτε για μια στιγμή ότι είμαι ποιητής».
Τουλάχιστον, η ποίηση τον βοήθησε να προσεγγίσει τη μυθιστοριογραφία με έναν πιο «ανάλαφρο» τρόπο. Είναι από τις ελάχιστες φορές που ο γνωστός για τη σχολαστικότητά του Μακ Γιούαν δεν έκανε κάποιου είδους έρευνα για να χτίσει την πλοκή του βιβλίου του. Είναι γνωστό ότι όταν έγραφε το «Σάββατο» (εκδ. Νεφέλη), για παράδειγμα, είχε γίνει η σκιά ενός νευροχειρουργού. «Στο «Καρυδότσουφλο» δεν χρειάστηκε να πάω πουθενά, δεν μίλησα με κανέναν, ούτε καν τσέκαρα τη Wikipedia. Εγραψα ό,τι ήθελα, ήταν σαν περίπατος. Απλώς πέρασα καλά με τον εαυτό μου στον κήπο του εσωτερικού μου κόσμου».
Επρεπε να γίνει και αυτό κάποια στιγμή. Παλαιότερα μιλούσε για την επώδυνη διαδικασία της συγγραφής όταν «ώρες προσπάθειας απέφεραν λίγα αποτελέσματα και ακόμα λιγότερη ικανοποίηση». «Αυτό έχει αλλάξει και αλίμονο αν ήταν διαφορετικά ύστερα από σχεδόν πενήντα χρόνια συγγραφής. Είναι λοιπόν λίγο πιο εύκολο για εμένα να γράφω, αλλά παρ’ όλα αυτά ακόμα και το «Καρυδότσουφλο», το οποίο όπως σας είπα ήταν «περίπατος», αποτελούσε παράλληλα πηγή αγωνίας. Γιατί ύστερα από μια παραγωγική ημέρα μού ήταν αδύνατο να φανταστώ ποια θα ήταν η επόμενη παράγραφος. Επρεπε να πάω μια βόλτα, να το σκεφτώ, να κάνω τα λάθη μου, να τα σβήσω, να αρχίσω από την αρχή».
«Οπότε εξακολουθεί να είναι ένας αγώνας;» είναι η εύλογη ερώτηση. «Εξακολουθεί να είναι δουλειά. Ολοι πρέπει να δουλέψουμε και σε γενικές γραμμές μού αρέσει η δουλειά. Επειτα, οι πιο αξιοσημείωτες ικανοποιήσεις στη ζωή έρχονται όταν ξεπερνάς δυσκολίες. Δεν λέω, υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να νιώσεις ικανοποίηση, όπως το σκι, τα ναρκωτικά ή το σεξ, αλλά όλα αυτά είναι απλώς διασκέδαση. Υπάρχει ένα άλλο είδος ευτυχίας, το οποίο πηγάζει από τη σκληρή δουλειά και από την επίλυση ενός δύσκολου προβλήματος. Οταν μάλιστα το καταφέρνεις μαζί με άλλους ανθρώπους, κάτι που δεν γίνεται με τη λογοτεχνία, είναι ένα μπόνους».
Οταν η πατρίδα δεν είναι τα παιδικά χρόνια
Το πρώτο «πριμ» αυτού του είδους ο Μακ Γιούαν το πήρε όταν ήταν μαθητής. Τότε δηλαδή που είχε επιφορτίσει έναν συμμαθητή του –«έναν σπάνιο, αυθεντικό εκπρόσωπο της μεσαίας τάξης» όπως έγραφε στο κείμενό του με τίτλο «Mother Tongue» –με το καθήκον να του διορθώνει τα γραμματικά λάθη και ιδίως στη χρήση των παρελθοντικών χρόνων. Γιατί ο Ιαν Μακ Γιούαν, παιδί της εργατικής τάξης και γιος ενός στρατιωτικού και μιας νοικοκυράς, έπρεπε να αγωνιστεί προκειμένου να αποβάλει τη διάλεκτο της μητέρας του, τις γραμματικές παρεκτροπές που αποκάλυπταν την τάξη της. Επρεπε να κάνει μια «αναδιάρθρωση» ομιλίας. Για αρχή τουλάχιστον. «Ναι, έπρεπε να συμμετέχω σε συζητήσεις ενηλίκων, οπότε έπρεπε να γνωρίζω πώς χρησιμοποιούνται οι παρελθοντικοί χρόνοι. Είναι πολύ δύσκολο να σε πάρουν στα σοβαρά ως μυθιστοριογράφο όταν δεν ξέρεις να τους ξεχωρίσεις. Ολοι οι άνθρωποι που θαύμαζα και που γνώρισα από την ύστερη εφηβεία μου και μετά είχαν πλήρη έλεγχο των γλωσσικών τους μέσων. Ηθελα κι εγώ το ίδιο για τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να βρεθώ στη θέση της μητέρας μου, η οποία πάντα ένιωθε ότι η γλώσσα ήταν κάτι που επρόκειτο να εκραγεί στο πρόσωπό της. Ηθελα να αισθάνομαι άνετα με τη γλώσσα μου».
Το σίγουρο είναι πως δεν θα βρεθεί ψυχή ζώσα να αμφισβητήσει ότι το κατάφερε. Οχι δίχως κόστος βέβαια, όπως θα παραδεχθεί πρώτος ο ίδιος. Γιατί η ταξική αναβάθμιση συνήθως προϋποθέτει ότι αφήνεις πίσω ένα κομμάτι της ταυτότητάς σου και ότι βρίσκεσαι ενώπιον ενός νέου κόσμου στον οποίο όσο και αν επιθυμείς να ανήκεις είναι δύσκολο να αφομοιωθείς. Ο Μακ Γιούαν το αποκαλεί «cultural dislocation», κοινώς πολιτισμική μετατόπιση. «Eίναι ένα πολύ συνηθισμένο θέμα στη βρετανική λογοτεχνία. Το παιδί της εργατικής τάξης πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, μυείται σε νέες αξίες και βρίσκει ότι η στενή σχέση που είχε με τους γονείς του διακόπτεται ελαφρώς. Δεν αποσαθρώνεται, αλλά αλλάζει, γιατί πλέον δεν μοιράζεται τόσο πολλά κοινά μαζί τους. Ναι, αισθάνθηκα πολιτισμική μετατόπιση, αλλά, από την άλλη, όπως συμβαίνει και στην εξορία, η εμπειρία μπορεί καμιά φορά να είναι χρήσιμη. Πολλές από τις πρώτες ιστορίες μου ήταν γραμμένες σε έναν νηφάλιο, αποστασιοποιημένο τόνο. Νομίζω ότι αυτή η προσέγγιση ήταν μια αντανάκλαση της προσωπικής μου μετατόπισης».
Ο Ιαν Μακ Γιούαν γνωρίζει λοιπόν καλά τον κόσμο της εργατικής τάξης αλλά δεν έχει γράψει –και ούτε πρόκειται μάλλον –το μυθιστόρημα που την εκπροσωπεί. Ούτε την ιστορία της επανένωσης με τον αδελφό που έμαθε ότι είχε μόλις το 2002, τον γιο που είχαν αποκτήσει οι γονείς του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο ήταν εραστές, την εποχή που η μητέρα του ήταν παντρεμένη με άλλον άνδρα, με αποτέλεσμα να τον δώσουν για υιοθεσία. Από τη μία, τον ενδιαφέρει ο κόσμος των ιδεών και «κάποιος που πρέπει να κουβαλάει βάρη στην πλάτη του όλη μέρα και δεν έχει την πολυτέλεια να ξοδεύει χρόνο σε αυτές».
Από την άλλη, αποφεύγει επιμελώς τις αυτοβιογραφικές αναφορές στα βιβλία του. «Δεν θα διάβαζα ποτέ ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας γράφει για τη ζωή του» έλεγε παλαιότερα. «Νομίζω ότι τότε απλώς εξέφραζα την έλλειψη ανοχής απέναντι σε ένα κύμα μυθιστορημάτων υποκειμενικής γραφής που είχε κατακλύσει την Αγγλία και την Ευρώπη –δεν ξέρω αν είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα -, στα οποία οι συγγραφείς έγραφαν για τον εαυτό τους. Δεν είναι ένα είδος που μπορεί να το μπερδέψει κανείς με τη δουλειά του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, η οποία από πολλές απόψεις είναι εξαιρετική, εν μέρει χάρη στη συσσώρευση αυτής της εξονυχιστικής λεπτομέρειας. Σε κάθε περίπτωση, εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό. Γι’ αυτό έγραψα πολλά βιβλία μου στο τρίτο πρόσωπο. Είχα γίνει λίγο καχύποπτος απέναντι σε εκείνους που χρησιμοποιούσαν πρώτο πρόσωπο γιατί πίστευα ότι έκρυβαν την έλλειψη προσοχής που έδιναν στο στυλιζάρισμα πίσω από τους χαρακτήρες τους. Αν έγραφαν κλισέ, θα έλεγαν: «Μα ο χαρακτήρας μου τα λέει»».
Ωστόσο, στην αρχή της καριέρας του χρησιμοποιούσε κι εκείνος πρώτο πρόσωπο. Οταν εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έγραφε τον «Πρώτο έρωτα» (εκδόσεις Οδυσσέας) και τον «Τσιμεντόκηπο» (εκδόσεις Γράμματα), τις πιο σκοτεινές ιστορίες του, στις οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνονταν η αιμομιξία, ο τραβεστισμός, ακόμα και ένας φαλλός συντηρημένος σε βάζο. Ολοι πίστευαν λοιπόν ότι οι διεστραμμένες ορέξεις των ηρώων του ήταν οι δικές του. «Οποιος με γνώριζε έλεγε: «Ω, μα είσαι τόσο φυσιολογικός». Το ξέρω καλά ότι το μυθιστόρημα είναι ένα πολύ προσωπικό σχήμα. Δεν μπορείς να πεις σε έναν φίλο: «Μην το πάρεις προσωπικά, αλλά το βιβλίο σου είναι χάλια». Είναι αδύνατον να μην το πάρεις προσωπικά. Υπό μία έννοια, κανείς δεν μπορεί να γράψει 500 λέξεις μυθοπλασίας χωρίς να σφραγίζει κάθε σπιθαμή του κειμένου με τον χαρακτήρα του. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα. Και κάθε χαρακτήρας έχει κάτι από σένα μέσα του, ο Φλομπέρ είχε δίκιο σε αυτό. Το πρόβλημα, και το δύσκολο έως ανέφικτο για τον αναγνώστη, είναι να ερμηνεύσει σωστά αυτά τα αποτυπώματα».
Πού οδεύουµε, κύριοι;
Πάντως, αν κρίνει κανείς από το παραλήρημα του εμβρύου για τα δεινά του κόσμου μας στο «Καρυδότσουφλο» –«έχουμε οικοδομήσει έναν κόσμο υπερβολικά πολύπλοκο και επικίνδυνο για να τον κουμαντάρει η εριστική μας φύση» αποφαίνεται προτού καν γεννηθεί -, αλλά και από την υπόλοιπη βιβλιογραφία και αρθρογραφία του, ο Μακ Γιούαν προβληματίζεται βαθύτατα για την επισφαλή ισορροπία της ανθρωπότητας έτσι όπως ακροβατεί πάνω από την άβυσσο της αυτοκαταστροφής της. Πάντως, αν προσπαθούσε να ιεραρχήσει τα δεινά του κόσμου σήμερα, την κλιματική αλλαγή θα τοποθετούσε στην πρώτη θέση.
«Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα αλλά έχει μια σχετικά εύκολη λύση: απλώς πρέπει να βρούμε μια μορφή καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας που δεν θα εξαρτάται από τα ορυκτά καύσιμα ή τις ραδιενεργές ουσίες. Ισως τότε θα μπορούσαμε να σώσουμε τους εαυτούς μας. Γενικότερα όμως, βρισκόμαστε σε μια πολύ περίεργη και επικίνδυνη εποχή. Απ’ ό,τι φαίνεται, η τάση είναι να ηγούνται των ισχυρών εθνών προσωπικότητες που συσσωρεύουν όλη τη δύναμη πάνω τους. Δεν σκέφτομαι μόνο τον Τραμπ ή τον Πούτιν όταν το λέω αυτό, αλλά και ανθρώπους όπως ο Ερντογάν, ο Ασαντ, άτομα που με γεμίζουν απόγνωση. Ακόμα και στα μικρότερα έθνη, πρόσωπα όπως η Τερέζα Μέι ή ο Μακρόν συγκεντρώνουν τεράστια δύναμη στα χέρια τους. Πριν από λίγες ημέρες έγιναν οι βομβαρδισμοί από τους συμμάχους (ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία) στη Συρία και θεωρώ ότι η κατάσταση ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Δεν είναι ότι είμαι ειρηνιστής, θα μου άρεσε να δω τον Ασαντ να ανατρέπεται, όμως ανησυχώ όταν ξέρω ότι μία από τις πιο ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου έχει επικεφαλής έναν άνδρα τόσο πνευματικά ασταθή, τόσο αδαή, τόσο ανίκανο να χειριστεί τα συναισθήματά του όπως είναι ο Τραμπ».
Ανάλογα συναισθήματα του προκαλεί και ο Πούτιν, «ένας τόσο κυνικός άνδρας, με τη μαθηματικά υπολογισμένη σκληρότητα, στην ουσία ένας λωποδύτης που φέρεται σαν αφεντικό της μαφίας. Επίσης με τρομάζει η κούρσα εξοπλισμών μεταξύ χωρών όπως η Κίνα, η ΗΠΑ, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, η Ρωσία, το Ισραήλ και η Τουρκία». Ο Μακ Γιούαν θα διακόψει τον χείμαρρο των δεινών που μας περικυκλώνουν απειλητικά για να προσθέσει ένα μεγάλο «but». Θέλει να υπογραμμίσει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον κόσμο. «Ξέρετε, στους «διανοούμενους» δεν αρέσει η αισιοδοξία, όπως επισημαίνει και το έμβρυό μου. Τους αρέσει να απολαμβάνουν τη μιζέρια τους, αυτό το «πλουμιστό παράσημο των διανοουμένων όπου γης». Δεν είναι και τόσο της μόδας να επισημαίνεις ότι από το 2000 και μετά ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν πεθάνει από ελονοσία έχει μειωθεί στο μισό ή ότι το 80% του πληθυσμού της Γης έχει πρόσβαση σε καθαρό νερό. Εχουμε κάνει τεράστια βήματα προόδου. Θα έλεγα πως σήμερα πολύ περισσότεροι άνθρωποι είναι χαρούμενοι απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της Ιστορίας».
Ωστόσο, η απογοήτευση θα επανέλθει δριμύτερη όταν ο Μακ Γιούαν θα ακούσει τα έξι γράμματα της λέξης «Brexit». «Είναι απίστευτο ότι η πρώτη ομοιοκατάληκτη λέξη που άκουσα πριν από μερικά χρόνια ήταν το «Grexit». Ο κόσμος έλεγε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να βγει όχι μόνο από το ευρώ αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ενωση, και εγώ σκεφτόμουν: «Μα αυτό είναι αδιανόητο, δεν μπορώ καν να το φανταστώ». Τελικά δεν συνέβη σε εσάς αλλά σε εμάς! Χαίρομαι που κρατηθήκατε και τώρα ζηλεύω πολύ που δεν είμαι Ελληνας. Είμαστε υπό την ομηρεία μιας παράφρονος ιδεολογικά ελίτ που έχει τον έλεγχο στα χέρια της. Λένε οι πολιτικοί: «Ο κόσμος μίλησε». Ξεχνούν να αναφέρουν ότι το 65% του εκλογικού σώματος, κοινώς 11 εκατομμύρια άνθρωποι, δεν πήγε καν να ψηφίσει. Στους εναπομείναντες οι ψήφοι ήταν περίπου μοιρασμένοι, 48% έναντι 52%. Οπότε δεν επρόκειτο στην ουσία για ένα ευρύ λαϊκό αίτημα» τονίζει εμφανώς πικραμένος.
Και ολοκληρώνει: «Επιπλέον, δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένας οικονομολόγος στον κόσμο που να πιστεύει ότι θα γίνουμε πλουσιότεροι. Ακόμα και η κυρία Μέι, όταν ερωτήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα τι θα ψήφιζε εάν γινόταν άλλο ένα δημοψήφισμα, αρνήθηκε να απαντήσει. «Θα είναι τα πράγματα καλύτερα για εμάς στη νέα κατάσταση;» επέμειναν οι δημοσιογράφοι. «Θα είναι διαφορετικά» περιορίστηκε να πει. Ολοι ξέρουν ότι το Brexit είναι μια τρέλα και δεν κάναμε όσα μπορούσαμε για να το σταματήσουμε».
O Ιαν Μακ Γιούαν θα συνομιλήσει με τον Χάρη Βλαβιανό στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Megaron Plus) την Τετάρτη 25 Απριλίου, στις 19.00. Η είσοδος για το κοινό είναι ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας, τα οποία θα διανέμονται από τις 17.30.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Απριλίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ