«Σχεδόν πάντα οι σπουδαίοι άνθρωποι δεν αποκτούν όλα όσα τους αξίζουν, αλλά σχεδόν πάντα αποκτούν τουλάχιστον ένα μέρος από εκείνα που τους αξίζουν» έγραφε ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο για τον μικρό αδελφό του. Με τον τρόπο του, προσπαθούσε να αποκαταστήσει την αδικία για την έλλειψη αναγνώρισης του Αντρέα ντε Κίρικο (1891 – 1952), ο οποίος «δεν απέκτησε ποτέ ούτε το ένα εκατοστό απ’ ό,τι άξιζε» ως Αλμπέρτο Σαβίνιο, όπως είχε επιλέξει να μετονομάσει τον εαυτό του από το 1914 για να αποφεύγει τους συσχετισμούς με τον πασίγνωστο μεγαλύτερο αδελφό του. Οχι μόνο στην Ελλάδα, όπου γεννήθηκε και έζησε έως την πρώιμη εφηβεία του, προτού ξεχυθεί στην Ευρώπη και γνωρίσει την πρωτοπορία του Νταντά, ή προτού εντρυφήσει στη μεταφυσική ζωγραφική στη Φεράρα μαζί με τον κύριο εκπρόσωπό της (και αδελφό του), αλλά ούτε και στην Ιταλία όπου «υπήρξε συγγραφέας με δύναμη και στοχασμό τεράστιο», όπως αποτεινόταν με μεγάλη θέρμη ο Τζόρτζιο. Οχι, δεν ήταν θέμα αδελφικής γενναιοδωρίας ή ενοχικής υπεραναπλήρωσης της αδικίας, εδώ ολόκληρος Γκιγιόμ Απολινέρ τον είχε χαρακτηρίσει ως «Αναγεννησιακό Ανθρωπο».
Γιατί ο Αλμπέρτο Σαβίνιο ήταν όχι μόνο συγγραφέας, αλλά και πιανίστας, συνθέτης (με άριστα είχε πάρει το πτυχίο του στο πιάνο και στη σύνθεση από το Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Σπύρο Σαμάρα μόλις στα 12 του χρόνια) καθώς και σκηνογράφος και κριτικός. Και βεβαίως ένας υπέροχος ζωγράφος, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς χάρη στην έκθεση «Alberto Savinio» στο Κέντρο για την Ιταλική Μοντέρνα Τέχνη (CIMA) στη Νέα Υόρκη όπου παρουσιάζονται και τα φανταστικά, ονειρικά τοπία του στα οποία πολλές φορές πρωταγωνιστούν μορφές από την αρχαία λογοτεχνία και τους μύθους. Ο Αντρέα/Αλμπέρτο δεν απέβαλε ποτέ τις ελληνικές επιρροές που χαράχτηκαν στη μνήμη και στον ψυχισμό του τα χρόνια που έζησε ανάμεσα σε Βόλο και Αθήνα, μέχρι το 1905, όταν η χήρα πλέον μητέρα του αποφάσισε να αφήσει πίσω τη χώρα στην οποία είχε έρθει ο μηχανικός σύζυγός της Εβαρίστο προκειμένου να εργαστεί στην κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου.
Η Ελλάδα που χάθηκε
Ωστόσο, η αρχή της ζωής του σε ένα σπίτι κοντά στα ανάκτορα και στους κήπους του Ζαππείου όπου τον έβγαζε βόλτα η γερμανίδα γκουβερνάντα του, αλλά και στον θεσσαλικό κάμπο όπου ήταν απαραίτητη η προστασία από τους κλέφτες που φώλιαζαν στις σπηλιές του Ολύμπου, προμήνυε ότι αλλιώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα για το τρίτο παιδί των Ντε Κίρικο, το οποίο είχε γεννηθεί στην Αθήνα έξι μήνες μετά τον θάνατο της πρωτότοκης κόρης της οικογένειας, Αντέλε. Οπως έγραφε ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο στις «Αναμνήσεις από τη ζωή μου» (εκδόσεις Υψιλον): «Ο αδελφός μου ήταν ο «ωραίος» της οικογένειας και η μητέρα μας ήταν πολύ περήφανη γι’ αυτόν. Τον έντυνε με μεγάλους γιακάδες από δαντέλα που ξεχώριζαν πάνω στη βαθυγάλανη καζάκα. Οταν έβγαινε περίπατο με τον αδελφό μου στη λεωφόρο με τις πιπεριές, μερικές γριές δούλες εν αποστρατεία που κάθονταν στα δημόσια παγκάκια και που, ανάλογα με τις περιστάσεις, έκαναν τις μεσίτριες στις υπηρέτριες, στις παραμάνες και στις νταντάδες, που έκαναν ακόμα και τις προξενήτρες, βλέποντας τον αδελφό μου, ούρλιαζαν από θαυμασμό, τον φώναζαν «πουλάκι μου», ξεφώνιζαν στη μητέρα μου «να σας ζήσει» και έφτυναν πάνω του για να μη βασκαθεί».
Μάλλον δεν είναι να απορεί κανείς που ο ευειδής Αντρέα και μετέπειτα Αλμπέρτο δεν απέβαλε ποτέ από πάνω του το ταμπεραμέντο της κοινωνίας στην οποία άρχισε να σχηματοποιεί την προσωπικότητά του. Σε κείμενά του, όπως το απολαυστικά σαρκαστικό και ενίοτε σπαρταριστό
«Η παιδική ηλικία του Νιβάζιο Ντολτσεμάρε» (εκδόσεις Υψιλον), ένα αυτοβιογραφικό διήγημα με τις παιδικές του αναμνήσεις από την Αθήνα της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα και της πρώτης δεκαετίας του 20ού, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο εικόνες της πόλης ανάμεικτες με απίθανα περιστατικά, αποκυήματα της ζωηρής φαντασίας του. Από το παρεκκλήσι που τον γοήτευε και βρισκόταν πέρα από τα Ανω Πατήσια, στα καταστήματα της Ερμού «που λαμποκοπούσαν σαν θέατρα», έως το απομακρυσμένο Λυσσιατρείο, η Αθήνα ήταν μια πόλη χωρίς «σχηματικές κατασκευές ή μαύρα κανάλια με μολυσμένα βρομόνερα» όπως οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις.
Δεν λείπουν, βέβαια, οι εμπειρίες του από την ελληνική αστική κοινωνία της εποχής, κοινώς από τους εκπροσώπους του διπλωματικού σώματος, με τους συνταγματάρχες ή τον δήμαρχο να προσθέτουν το απαραίτητο τοπικό couleur, στοιχίζοντας εαυτούς στην άλλη άκρη του χάσματος που τη χώριζε από την «εργατική τάξη». H Ισιδώρα Ντάνκαν, από τη μία, κυκλοφορούσε σαν αρχαία θεά στους δρόμους της Αθήνας φορώντας αρχαιοπρεπείς χλαμύδες και ο μεγαλύτερος «μεσίτης» της Αθήνας, κύριος Σαράντης, από την άλλη, διατηρούσε Πρακτορείο Ευρέσεως Υπηρετικού Προσωπικού και διοχέτευε φτωχές κοπέλες ως παραδουλεύτρες γενικών καθηκόντων σε σπίτια. Οπως χαρακτηριστικά έγραφε διακωμωδώντας τις ανισότητες, «η έλλειψη ευρωπαϊκού χαρακτήρα στους ιθαγενείς, γεγονός που πρώτοι αυτοί οι ίδιοι όχι μόνο αναγνώριζαν αλλά και είχαν προτείνει επιπλέον ως δεδομένο, ευνοούσε την καλλιέργεια της αποικιοκρατικής υπεροψίας των εκλεκτών και την επίδειξη υπεροχής απέναντί τους με τρόπο ανάλογο με εκείνον του λευκού απέναντι στον νέγρο. Οχι ότι οι ιθαγενείς ανήκαν στη χαμιτική φυλή, αλλά η ανισότητα της ράτσας δεν καθορίζεται πάντα από το χρώμα του δέρματος».
Κανείς δεν γλίτωνε από τα δηλητηριώδη βέλη του Αλμπέρτο Σαβίνιο. Είτε επρόκειτο για τους «πολυτριχέστατους» και «κάθιδρους» που κατέκλυζαν τα café του Συντάγματος για να καταβροχθίσουν παγωτά και νερό «σε απίθανες ποσότητες», είτε για τη «γυναικεία εταιρεία της υψηλής κοινωνίας» και του πρώιμου bullying στο οποίο επιδίδονταν με θύμα έναν μαμαδόπληκτο της τάξης τους, είτε για τους κοσμοπολίτες ευρωπαίους της πόλης και τις τρεις βασικές αρετές του τέλειου μοντέλου τους: «…διακοσμητική ασχήμια, χαριτωμένη βλακεία και εγγυημένη άγνοια».
Και, μολονότι ή ακριβώς επειδή «όποιος γνωρίζει την Ελλάδα γνωρίζει την Ευρώπη, όχι στις στιγμές της γοητείας της, της υποκρισίας της, του «μυστηρίου» της, αλλά σε όλη τη μίζερη και γυμνή της αλήθεια», ο Αλμπέρτο Σαβίνιο φρόντισε να επιστρέψει σε αυτή τη «μικρογραφία» της Ευρώπης. Το 1917 μετατέθηκε ως διερμηνέας της ιταλικής ταξιαρχίας στο ελληνικό μέτωπο της Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε μέχρι την αποστράτευση. Στα χρονογραφήματα που έστελνε από το μακεδονικό μέτωπο άρχισαν να παρελαύνουν μορφές από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους αλλά και σύγχρονοι μύθοι όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος ή ο Λορέντζος Μαβίλης –ήταν μακρινός συγγενής του Σαβίνιο και τον είχε γνωρίσει στην Κέρκυρα, όπου είχε σταθμεύσει το ατμόπλοιο που έπαιρνε την οικογένεια μακριά από την Ελλάδα, αυτήν την «αποδερματισμένη» Ευρώπη που τόσο αγάπησε στη γεμάτη και πολυτάραχη ζωή του. l
«Alberto Savinio»: Center for Italian Modern Art (CIMA), Νέα Υόρκη, έως τις 23 Ιουνίου, www.italianmodernart.org
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Απριλίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ