Η κατάλυση της δημοκρατίας με την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών πριν από 51 χρόνια, την 21η Απριλίου 1967, επισκίασε όλους τους τομείς της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής της χώρας.

Μαζί με τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες, στον «γύψο» μπήκε και η καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία, ενώ κυριάρχησε η αισθητική του κιτς της φουστανέλας και της αρχαιοελληνοπρέπειας. Με μεταξικούς νόμους και κατοχικά διατάγματα που βρήκε έτοιμα, το στρατιωτικό καθεστώς επέβαλε τη λογοκρισία και τον έλεγχο στον κινηματογράφο της εποχής, εισαγόμενο και μη, ενώ η σημασία που έδινε στην παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών είχε ιδιαίτερη προπαγανδιστική σημασία για «την διαμόρφωσιν των ηθών και το πολιτιστικόν επίπεδον του λαού».

Το 1972 το καθεστώς επιχειρούσε να εδραιώσει την ύπαρξή του μέσω της επίφασης εκδημοκρατισμού με την άρση του στρατιωτικού νόμου σε όλη την επικράτεια εκτός από Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, την ίδια στιγμή που οι διώξεις συνεχίζονταν προς πάσα κατεύθυνση (δίκες μελών του παράνομου ΠΑΚ και άλλων αντιδικτατορικών οργανώσεων κ.λπ.). Την περίοδο εκείνη οι πραξικοπηματίες ανακαλύπτουν την… κρυφή γοητεία του κινηματογράφου και διαπιστώνουν ότι η κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας μπορεί να καταστεί «εύρωστος και υγιής» όχι μόνο ως πλουτοπαραγωγική πηγή για την εθνική οικονομία, αλλά και ως «μορφωτικός και εκπολιτιστικός παράγων».

Χειραγώγηση

Σε μια εποχή που το αισθητικό πρότυπο ήταν οι εγχώριες υπερπαραγωγές του Τζέιμς Πάρις με τα «Σύνορα της προδοσίας», τον «Παπαφλέσσα», τους «Τελευταίους του Ρούπελ» και τους «Σουλιώτες», οι «ιθύνοντες» του φασιστικού καθεστώτος διέβλεψαν τις δυνατότητες που ανοίγονταν για τη μαζική χειραγώγηση των πολιτών.
Το «Κυβερνητικό Πολιτικό Συμβούλιο» της χούντας αποφάσισε, όπως αναφέρεται σχετικά σε ένα από τα έγγραφα που περιλαμβάνει ο φάκελος που υπάρχει στο αρχείο της Βουλής που ανακαλύφθηκε προ καιρού, ότι πρέπει να υπάρξει εξυγίανση του κινηματογραφικού χώρου και ενέκρινε σειρά μέτρων: άτοκα δάνεια σε κάθε ελληνική επιχείρηση «παράγουσαν ταινίαν εν συμπράξει μετ’ αλλοδαπής επιχειρήσεως», χαμηλότοκα δάνεια σε ξένες επιχειρήσεις κ.λπ. Οι χουντικοί «εγκέφαλοι» έκαναν ένα βήμα ενδεικτικό της αντίληψης που είχαν για την κινηματογραφική τέχνη και την απήχησή της: αποφάσισαν την κατηγοριοποίησή της, και συγκεκριμένα διέκριναν τις ταινίες σε «προστατευόμενες», «ενισχυόμενες» και… «απλές». «Προστατευόμενες» ήταν εκείνες που εμφάνιζαν «προσόντα και επιτεύγματα ιδιαζόντως καλλιτεχνικά και πνευματικά» (!) και «ενισχυόμενες» εκείνες που εμφάνιζαν «σημαντικά εκ των ανωτέρω χαρακτηριστικά».

«Επιβράβευση»

Το νόημα της κατηγοριοποίησης των κινηματογραφικών ταινιών δεν ήταν άλλο από την απευθείας επιδότησή τους ως επιβράβευση της ποιότητάς τους (!). Οι κινηματογραφικές αίθουσες ήταν υποχρεωμένες να προβάλλουν τις «προστατευόμενες» και «ενισχυόμενες» ταινίες, και μάλιστα μπορούσαν να επιδοτηθούν προς τούτο, ενώ στην αντίθετη περίπτωση έκλειναν την αίθουσα για δύο μήνες. Και φυσικά προβλεπόταν η δυνατότητα απαγόρευσης δημόσιας προβολής ταινίας εφόσον κρινόταν από τις αρμόδιες «Επιτροπές Ελέγχου» ως ανεπαρκής «από απόψεως καλλιτεχνικής ή τεχνικής αρτιότητος και ως εκ τούτου δύναται να επιδράση επιβλαβώς επί της αισθητικής αναπτύξεως του λαού»!
Στα οικονομικά κίνητρα που δίνονταν ήταν «η ελευθέρα και άνευ καταβολής αποζημιώσεως, εισφοράς ή τέλους λήψις ταινιών εντός μουσείων και αρχαιολογικών χώρων», η απαλλαγή από φόρο εισοδήματος για μία δεκαετία του μονίμως διαμένοντος στην Ελλάδα καλλιτεχνικού και τεχνικού προσωπικού για αμοιβές που έλαβαν για την παραγωγή ταινιών εντός της χώρας από αλλοδαπές επιχειρήσεις, η καταβολή ποσοστού στους συμπαραγωγούς ταινιών μεγάλου μήκους με ξένες επιχειρήσεις κ.λπ.!
Επιπλέον, έμπαινε φρένο στην εισαγωγή ταινιών, καθώς «εις την χώραν μας, εν συγκρίσει προς τον πληθυσμόν της, εισάγεται κατ’ έτος μέγιστος αριθμός ταινιών, και δη κακής ποιότητος», οι οποίες «επιδρούν λίαν επιβλαβώς επί της διαμορφώσεως των ηθών».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ