Δεν είχε καν κυκλοφορήσει η αυτοβιογραφία με τίτλο A Higher Loyalty: Truth, Lies and Leadership (Η ανώτατη πίστη: Αλήθεια, ψεύδη και ηγεσία) του Τζέιμς Κόμι, πρώην διευθυντή του FBI, και έγινε μπεστ σέλερ. Το βιβλίο βγήκε στην αγορά την περασμένη Τρίτη, αλλά είχαν ήδη προπωληθεί 850.000 αντίτυπα. Το περιεχόμενό του όμως διέρρευσε από την προηγούμενη εβδομάδα και αποσπάσματά του δημοσιεύθηκαν σε όλον τον κόσμο.
Δεν είναι ασυνήθιστο στις ΗΠΑ αξιωματούχοι που έχουν υπηρετήσει σε θέσεις-κλειδιά όταν παραιτούνται ή συνταξιοδοτούνται να γράφουν τα απομνημονεύματά τους. Ασφαλώς η αυτοβιογραφία ενός διευθυντή του FBI αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο και σε κάποιες περιπτώσεις, όπως επί του προκειμένου, μπορεί να προκαλέσει πολιτικές αναταράξεις. Ο Κόμι διορίστηκε διευθυντής του FBI από τον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα το 2013 και απολύθηκε από τον νυν πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ πέρυσι στις 9 Μαΐου. Κανονικά η θητεία του θα έπρεπε να διαρκέσει 10 χρόνια. Ο ίδιος έμαθε την απόλυσή του από την τηλεόραση. Από τους τελευταίους έξι διευθυντές του FBI, ήταν αυτός με τη μικρότερη θητεία.

Η αυτοβιογραφία του αρχίζει από τα νεανικά του χρόνια και φτάνει ως τις μέρες μας. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θητεία του στο FBI και η σύγκρουσή του με τον πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος με γλώσσα ασυνήθιστη για πρόεδρο των ΗΠΑ τον κατηγόρησε ότι διοχέτευσε στα ΜΜΕ κρατικά μυστικά και τον χαρακτήρισε, ανάμεσα σε άλλα, «πανούργο», «ψεύτη» και «slimeball» (slime σημαίνει μύξα και γλίτσα) δηλώνοντας ότι είναι περήφανος που τον απέλυσε αφού ήταν «ο μακράν χειρότερος διευθυντής που πέρασε από το FBI».


Αφοσίωση στο καθήκον και στην ηθική

Από το βιβλίο του Κόμι προκύπτει ότι πρόκειται για άτομο με απόλυτη, θρησκευτική σχεδόν, αφοσίωση στο καθήκον και στην ηθική –ή τουλάχιστον αυτή την εικόνα παρουσιάζει ο ίδιος. «Προσπάθησα να δημιουργήσω μιαν ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης (σ.σ.: όταν ήταν διευθυντής του FBI) και να ενθαρρύνω τους ηγέτες να λένε την αλήθεια για προσωπικά ζητήματα» γράφει. Κατηγορεί τον Τραμπ ότι είναι ηθικά ακατάλληλος για πρόεδρος, ότι προσπαθεί να υπερβεί τη Δικαιοσύνη και ότι του λείπουν οι ικανότητες να ασκήσει την προεδρία. Λέει ότι ποτέ δεν είδε τον Τραμπ να γελάει, «που σημαίνει ότι είναι βαθύτατα ανασφαλής» και «δεν διακινδυνεύει να δεχθεί το χιούμορ των άλλων που κατ’ αντανάκλαση είναι λυπηρό για έναν ηγέτη και ελαφρώς επικίνδυνο για έναν πρόεδρο».
Ο Κόμι περιγράφει μια ιδιωτική του συνάντηση με τον Τραμπ, όπου ο τελευταίος τού ζήτησε να είναι πιστός στον ίδιο. Ηταν σαν «μια τελετουργία εισόδου στην Κόζα Νόστρα, με τον Τραμπ στον ρόλο του αρχηγού της φαμίλιας που με ρωτούσε αν διέθετα ό,τι απαιτείται για αυτό». Η αναφορά στην Κόζα Νόστρα, έστω και σαν μεταφορά, θυμίζει τη θητεία του Κόμι ως εισαγγελέα στη Νέα Υόρκη, όταν οδήγησε σε δίκη την οικογένεια Γκαμπίνο, μια από τις γνωστότερες οικογένειες της μαφίας.
Ο πανύψηλος Κόμι είναι πεισματάρης και εγωιστής –άλλωστε το παραδέχεται και ο ίδιος. Η αίσθηση του καθήκοντος πρυτανεύει στη ζωή του. Και σε αυτό μοιάζει αμετακίνητος. Θυμίζει εκείνο που είπε ο Λούθηρος στον αυτοκράτορα Κάρολο Ε’: «Εδώ στέκομαι και δεν το κουνάω». (Το είχε πει άλλωστε και ο ίδιος ο Κόμι παλαιότερα στον πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον υιό.) Ο διευθυντής του FBI δεν υπηρετεί τον πρόεδρο αλλά τον αμερικανικό λαό και γι’ αυτό εκείνο που πρυτανεύει σε όλες τις περιπτώσεις είναι η αλήθεια.
Πιστεύει όμως ότι η απομάκρυνση του Τραμπ είναι υπόθεση του αμερικανικού λαού και όχι των πολιτικών ή των εισαγγελέων. Δεν παύει ωστόσο να αποφαίνεται για την πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ και να προειδοποιεί: «Ζούμε σε μια επικίνδυνη εποχή στη χώρα μας, σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου τα κύρια γεγονότα είναι υπό αντιπαράθεση, οι θεμελιώδεις αλήθειες αμφισβητούνται, το ψέμα είναι σύνηθες και η ανήθικη συμπεριφορά αγνοείται, συγχωρείται ή ανταμείβεται».

Οι ευθύνες για την υπόθεση Κλίντον

Προκύπτει όμως και ένα σημαντικό ερώτημα: έχει ευθύνες ο Κόμι για το ότι ο Τραμπ δεν φαίνεται να σέβεται τη Δικαιοσύνη; Το ερώτημα μας πηγαίνει στο 2016, όταν έντεκα ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές το FBI διέταξε έρευνα στον προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή της Χίλαρι Κλίντον και αποκάλυψε ότι ως υπουργός των Εξωτερικών αντί να χρησιμοποιεί τους επίσημους λογαριασμούς του υπουργείου, αλληλογραφούσε μέσω του προσωπικού της λογαριασμού, με αποτέλεσμα να βρεθούν αποθηκευμένα στον υπολογιστή της άκρως απόρρητα έγγραφα.

«Ελπίζω πολύ πως ό,τι κάναμε, ό,τι έκανα, δεν έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο αποτέλεσμα των εκλογών» γράφει ο Κόμι εξηγώντας πως στην απόφασή του τον οδήγησε το γεγονός ότι στις δημοσκοπήσεις η Χίλαρι Κλίντον προηγούνταν με μεγάλη διαφορά από τον Τραμπ. Οτι προφανώς μετά τη νίκη της το γεγονός θα ξεχνιόταν και πως έντεκα ημέρες δεν ήταν αρκετός πολιτικός χρόνος για να μεταστραφούν οι ψηφοφόροι υπέρ του Τραμπ. Θα ήταν, επομένως, πολύ χειρότερο αν η αποκάλυψη συνέβαινε μετά την εκλογή της Κλίντον στην προεδρία.
Ηταν μια καθαρά πολιτική απόφαση και οι απόψεις για το αν υπήρξε σωστή ή λανθασμένη διίστανται. Πάντως έγκυροι αναλυτές υποστηρίζουν πως στο επιτελείο του Τραμπ δεν πίστευαν ότι θα κέρδιζαν τις εκλογές, αφού – πέραν κάποιων γενικοτήτων – πρόγραμμα για το πώς θα κυβερνούσαν δεν διέθεταν. Ισως γι’ αυτό οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι πρόεδρός τους, μολονότι πέρασαν δεκατρείς μήνες από την εκλογή του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ