«Τον Φεβρουάριο του 2018 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας διαμορφώθηκε σε -1,8% από -1,6% τον Ιανουάριο, ενώ η μηνιαία καθαρή ροή ήταν αρνητική κατά 1,2 δισ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 1,23 δισ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα».
Η είδηση αυτή, η οποία επαναλαμβάνεται μονότονα κάθε μήνα εδώ και οκτώ χρόνια, από τότε που η χώρα μπήκε στον χορό της χρεοκοπίας και των μνημονίων, είναι από μόνη της αρκετή για να σκεφθεί κανείς ότι μπορεί να είναι και «θαύμα» το γεγονός πως η ελληνική οικονομία αντιδρά και δείχνει σημάδια ανάκαμψης.
Επειδή όμως θαύματα δεν γίνονται, καλό είναι θεσμοί και κυβερνώντες να αναζητήσουν πώς γίνεται με αρνητικό ρυθμό τραπεζικής χρηματοδότησης το Δημόσιο να οφείλει ακόμα και σήμερα πάνω από 4 δισ. ευρώ σε ιδιώτες και με τη ρευστότητα (σύμφωνα με επίσημα στοιχεία) στο μηδέν η οικονομία να «ξεμυτίζει».
Το προφανές είναι ότι οι τομείς στους οποίους γίνονται επενδύσεις και οι επιχειρήσεις αναπτύσσονται αυτοχρηματοδοτούνται. Και επανεπενδύουν κέρδη και έσοδα, π.χ., από τον τουρισμό και τις εξαγωγές βιομηχανικών και άλλων προϊόντων που πάνε καλά.
Είναι όμως και η παραοικονομία που χρηματοδοτεί ό,τι κινείται (και χτίζεται) στο εσωτερικό, είναι το αφορολόγητο χρήμα που εξακολουθεί να κινεί ολόκληρους επαγγελματικούς κλάδους.
Ωστόσο η… δίκαιη ανάπτυξη, αυτό που διακηρύσσει αλλά δεν μπορεί να αντιληφθεί η κυβέρνηση, επιβάλλει την ένταξη της παραοικονομίας στην επίσημη οικονομία, καθώς μόνο έτσι μπορούν να βρεθούν οι πόροι για τη μείωση των φορολογικών βαρών και την έμμεση ενίσχυση των διαθέσιμων εισοδημάτων και κερδών προς επένδυση.
Και ασφαλώς, ο μοχλός που μπορεί να τραβήξει ολόκληρη την οικονομία σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων (π.χ. μέσω των ιδιωτικοποιήσεων) αλλά και των καταθέσεων των Ελλήνων που λιμνάζουν στις τράπεζες του εξωτερικού.
Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του συνόλου των καταθέσεων είναι θετικός και τα υπόλοιπα αυξήθηκαν κατά τέσσερα και πλέον δισ. ευρώ.
Το ερώτημα πλέον είναι τι θα κάνουν οι θεσμοί, τι θα κάνει η κυβέρνηση, τι θα κάνουν οι τράπεζες για να αυξηθεί η χρηματοδότηση της οικονομίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ