«Τελείωσα μία από τις πιο δύσκολες Σχολές του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, αυτή των Ναυπηγών, εργαλεία όμως δεν είχα πιάσει στα χέρια μου και ο καημός μου ήταν που δεν είχαμε μάθει να δουλεύουμε το ξύλο. Γιατί μακάρι να μαθαίναμε και την τέχνη του καραβομαραγκού. Να φτιάχναμε και από ψαρόβαρκες μέχρι καΐκια, κάτι που, πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου εύκολο. Συν δύο χρόνια άνεργος». Εντελώς από αλλού λοιπόν ξεκίνησε η συζήτησή μας με τον Αντώνη Αποστόλου. Και εντελώς απροσδόκητα ήλθε σε επαφή με το ξύλο. Θέλοντας να κατασκευάσει μια λύρα και μαθητεύοντας γι’ αυτό δίπλα στον Αλέξανδρο Ιερωνυμίδη. Που, όπως λέει, ήταν για εκείνον ένα ανοιχτό βιβλίο.
Το αποτέλεσμα του άρεσε, ψάχτηκε, βρήκε ότι υπήρχε και η Academia Cremonensis, σχολή με κύρος, και έξω από την Ιταλία. Εκεί μπορούσες να εξειδικευτείς στην κατασκευή βιολιών, δοξαριών για έγχορδα και τη χρήση των παραδοσιακών βερνικιών. Εχοντας και την κατανόηση της οικογένειάς του, που δεν επέμεινε να εξαργυρωθούν και καλά οι σπουδές στο Πολυτεχνείο, φεύγει για την Κρεμόνα. Μια πόλη στα βόρεια της Ιταλίας, περίπου μία ώρα και κάτι από το Μιλάνο με το τρένο. Χωρίς να ξέρει λέξη ιταλικά, ενώ όπως αποδείχθηκε και εκείνοι εκεί δεν ήξεραν λέξη αγγλικά! Ωστόσο, αυτή η σε πρώτο επίπεδο έλλειψη γραπτής ή προφορικής επικοινωνίας δεν φαίνεται να εμποδίζει να συρρέουν μαθητές από την Ιαπωνία, την Κορέα, τις Ηνωμένες Πολιτείες ή το Ιράν και να μυούνται τελικά στο πνεύμα της Σχολής.
Διά χειρός
Η Ακαδημία, κόντρα στον τίτλο της, δεν σου δίνει βιβλία, δεν σε βάζει μπροστά σε κανέναν υπολογιστή, δεν αποστηθίζεις τύπους. Δουλεύεις συνεχώς με τα χέρια. Εμφανίζεσαι εκεί με τα εργαλεία σου, την άσπρη μπλούζα και, απαραίτητα, με τη διάθεση να λιώσεις επάνω στον πάγκο. Γιατί έπειτα από μια πρώτη αναγνωριστική περίοδο κάποιων ημερών, ως προς το πόσο πιάνουν τα χέρια σου, στη συνέχεια θα φτιάξεις ολόκληρη τη χρονιά ΕΝΑ βιολί. Που θα πρέπει να έχει «ψυχή», «σώμα», φωνή, νεύρο. Αλλά θα είναι και σε αρμονία με την παράδοση της Σχολής και της ίδιας της πόλης της Κρεμόνας, που ευτύχησε να έχουν ζήσει σε αυτήν οι Αμάτι, μετά οι Γκουαρνέρι και τέλος ο Στραντιβάρι. Από τους διασημότερους κατασκευαστές βιολιών στην ιστορία του οργάνου.
Τέσσερις ώρες το πρωί και τρεις ώρες το απόγευμα ήταν η παραμονή στη Σχολή, Δευτέρα έως Παρασκευή, και ο συνομιλητής μου προσθέτει ότι στη Σχολή ζήτησε να φτιάξει δύο αντί για ένα και στο σπίτι δούλευε παράλληλα και σε ένα τρίτο βιολί, για ακόμη περισσότερη εξάσκηση.
Μέσα από τους αιώνες η κατασκευή του βιολιού έχει φθάσει να περιλαμβάνει απίστευτες κατασκευαστικές λεπτομέρειες και να έχει επιβάλει νοοτροπίες που παραδόξως, χωρίς λόγια, περνούν με σιωπηλό τρόπο και χαράζονται έντονα και στον ψυχισμό των μαθητών. Ο Αντώνης Αποστόλου μου λέει ότι δεν χρησιμοποιεί σε κανένα στάδιο της πολύμηνης κατασκευής του κάθε βιολιού οποιοδήποτε ηλεκτρικό εργαλείο, συντομεύοντας κάπως την ολοκλήρωση της κατασκευής. Ούτε τριβείο, ούτε ρούτερ, ούτε κορδέλα. «Αισθάνομαι ότι πληγώνω το υλικό μου. Κόβεις βίαια τη συνέχειά του. Το ξύλο αντιστέκεται όταν πηγαίνεις κόντρα στα νερά του. Και νομίζω πως εκείνη τη στιγμή κάποιος από τους δασκάλους μου στη Σχολή είναι ακριβώς δίπλα και με κοιτάζει με ένα βλέμμα που λέει: μα τι κάνεις εκεί;».
Ούτε καν γυαλόχαρτο δεν επιτρέπει η κατασκευή που γίνεται κατά τη μέθοδο Sacconi, από το όνομα του διάσημου ιταλού κατασκευαστή Σιμόνε Φερνάντο Σακόνι (1895-1973). Ο οργανοποιός δουλεύει μόνον με πολύ λεπτά και πολύ καλά ακονισμένα εργαλεία, το πολύ κάποια στιγμή και με ένα κομμάτι γυαλί, παίζοντας παντού, όχι πια με χιλιοστά, αλλά με κλάσματα του χιλιοστού. Για παράδειγμα, το ξύλο στο πλάι, που ενώνει ράχη με καπάκι προτού θερμανθεί για να πάρει τις απαραίτητες καμπύλες, θα λειανθεί με άπειρη υπομονή έως ότου φθάσει να είναι ακριβώς ένα χιλιοστό και δύο δέκατα του χιλιοστού. Και το μάτι του δασκάλου ξέρει να ξεχωρίζει τα δύο από τα τρία δέκατα. Και προτού αρχίσει η άλλη επίπονη διαδικασία της επάλειψης με βερνίκι, το βρέχεις ξανά και ξανά για να βεβαιωθείς ότι δεν θα σηκωθεί το παραμικρό χνούδι, και στη ράχη και στο καπάκι, που είναι από διαφορετικά υλικά.
Συντήρηση και εξέλιξη
Πολλά μαθήματα μπορεί να κάνει ο κάθε καθηγητής Φυσικής επάνω στην επιστήμη του χρησιμοποιώντας ένα μουσικό όργανο όπως το βιολί, για να δείχνει μερικούς από τους νόμους της να λειτουργούν επάνω σε αυτό.
Η αρχή βρίσκεται στον τρόπο που πάλλονται οι χορδές. Εχουμε εγκάρσια διέγερση στο επίπεδο που καθορίζει το δοξάρι στην κίνησή του. Χάρη στο κολοφώνιο, μια ρητίνη που με αυτήν είναι περασμένες οι τρίχες (από άλογο) του δοξαριού, οι χορδές σκαλώνουν για ελάχιστο χρόνο και μπαίνουν σε δόνηση. Ομως η (συμπαθητική) διέγερση του αέρα γύρω τους από αυτή τη δόνηση είναι ανεπαίσθητη. Για τον λόγο αυτόν συνδέονται οι χορδές μέσω της γέφυρας (που λέγεται και καβαλάρης) με το καπάκι που μπορεί με τις δονήσεις του να προκαλέσει παλμούς σε μεγαλύτερο όγκο αέρα. Κάτω από το καπάκι υπάρχει κολλημένη και αθέατη, παράλληλα με τις χορδές, μια ράβδος, το τραβέρσο, που βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση, ιδιαίτερα στις χαμηλές(=μπάσες) νότες. Από την αντίθετη πλευρά βρίσκεται μια μικρή στρογγυλή ράβδος, η «ψυχή» που συνδέει το καπάκι με τη ράχη του οργάνου, χωρίς να είναι κολλημένη σε αυτά. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι εκεί για να συνδέει ράχη με καπάκι.
Ο βασικός μηχανισμός όμως είναι άλλος. Η ψυχή στο σημείο επαφής με το καπάκι δημιουργεί ένα υπομόχλιο και βοηθάει τη γέφυρα να πάλλεται, παρασύροντας και το καπάκι. Οι υψηλές νότες παράγονται από το καπάκι κυρίως χάρη στους παλμούς της περιοχής ανάμεσα στην ψυχή και τον καβαλλάρη (γι’ αυτό και δεν τοποθετείται η ψυχή ακριβώς από κάτω). Οι μεσαίες νότες έχουν πηγή τις δονήσεις του αέρα στα χείλη κυρίως (και όχι στο ενδιάμεσο κενό) των δύο ανοιγμάτων που είναι σε σχήμα f. Και επειδή είναι ακριβώς στα χείλη, οι κατασκευαστές ξεκινώντας από δυο απλές οπές κατέληξαν μέσα στους αιώνες σε αυτά τα σχήματα που έχουν όσο γίνεται μεγαλύτερο πλευρικό μήκος. Αυτό πιστοποιείται και από μια εργασία του Νικόλα Μακρή στο ΜΙΤ από το 2015 (https://rspa.royalsocietypublishing.org/content/471/2175/20140905 ).
Το πρόβλημα της μετάδοσης της ενέργειας από τις χορδές στο καπάκι δεν είναι απλό. Οι χορδές παρουσιάζουν, όπως λέμε, μικρή αντίσταση και το καπάκι μεγάλη. Αν δεν μεσολαβούσε η γέφυρα (ή καβαλάρης) δεν θα είχαμε προσαρμογή και το ενεργειακό κύμα από τις χορδές δεν θα έφθανε στο καπάκι αλλά θα υφίστατο ανάκλαση. Η γέφυρα κάνει τη διαμεσολάβηση και την προσαρμογή των δύο αντιστάσεων. Παίζει τον ρόλο που έχουν στο αφτί μας η σφύρα, ο άκμων και ο αναβολέας, τρία «κοκαλάκια» στο μέσον ους. Αυτά που προσαρμόζουν τις δονήσεις από τον αέρα με τη μικρή αντίσταση στις δονήσεις του έσω ωτός, δηλαδή στις δονήσεις του υγρού εκεί που έχει μεγαλύτερη αντίσταση.
Ο λόγος για τη Βερενίκη
Κάνοντας τη δική μου μικρή έρευνα για τα υλικά που χρησιμοποιούνται στα επιχρίσματα για το ξύλο των οργάνων βρίσκω σε γερμανικές πηγές να αναφέρεται ότι για ένα αξιόπιστο αποτέλεσμα χρειάζονται είκοσι με τριάντα «χέρια». Ο Αντώνης Αποστόλου στην αντίστοιχη ερώτησή μου απαντά ότι εκείνος έμαθε να περνάει σαράντα τουλάχιστον το κάθε όργανο, με δώδεκα ώρες χρονική απόσταση το ένα από το άλλο. Οπως λέει χαρακτηριστικά: «πρέπει τα γράμματα που είναι γραμμένα στον καβαλάρη να μπορείς στο τέλος να τα διαβάσεις καθώς αντανακλώνται στο καπάκι».
Πέρα από την αρχική συνταγή του βερνικιού, που περιλαμβάνει εκτός από οινόπνευμα και για την απόχρωση από κουρκουμά έως σανδαράχη και καφέ, μόνον φυτικές ρητίνες και ζωικές εκκρίσεις, η διαδικασία είναι απίστευτα χρονοβόρα και εξειδικευμένη. Πρώτα αραιή ψαρόκολλα ή γόμμα για να κλείσουν οι πόροι. Και μετά το κυνήγι για να αποκτήσει το ξύλο ταυτόχρονα ελαστικότητα, σκληρότητα, λαμπερότητα και την τελική απόχρωση. Με πινελάκι από τρίχα κάστορα, χωρίς σταματήματα της πινελιάς στη μέση, σε ορισμένη κατεύθυνση, σήκωμα του πινέλου μισό χιλιοστό προτού φθάσει σε κάποιο από τα ανοίγματα σε σχήμα f, κοίταγμα στο φως και ξανά μετά από δώδεκα ώρες, ανάλογα και με την υγρασία στην ατμόσφαιρα. Σχεδόν ένας μήνας μόνο γι’ αυτό. Η λέξη βερνίκι εντελώς απροσδόκητα έχει τη ρίζα της στην παλαιά εκείνη βασίλισσα που έζησε στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα και ήταν σύζυγος του Πτολεμαίου. Στη διάρκεια μιας εκστρατείας, η βασίλισσα έκανε παρακλήσεις στους θεούς για την ασφαλή επιστροφή του βασιλιά, υποσχόμενη να θυσιάσει τα μαλλιά της στον βωμό της Αφροδίτης όταν ο βασιλιάς επέστρεφε. Τήρησε την υπόσχεσή της, έκοψε τα μαλλιά της και αυτά κατά τον μύθο έφθασαν στον ουρανό και έγιναν αστερισμός. Οι διάφορες ρητίνες από τα εξωτικά μέρη Ασίας και Αφρικής λέγεται ότι θύμιζαν στους Ελληνες την ξανθή κόμη της Βερενίκης.
Πρόκειται για μη κρυσταλλικές ή ημίρρευστες διαφανείς ουσίες, κολλώδεις, αδιάλυτες στο νερό και διαλυτές στην αλκοόλη, στα λίπη και στους οργανικούς διαλύτες. Η έκθεσή τους στις συνθήκες της φύσης, στον αέρα και στο νερό προκαλούν την εξάτμιση των αιθέριων ελαίων που περιέχουν, με αποτέλεσμα τη σκλήρυνσή τους και την προστασία της επικαλυπτόμενης περιοχής. Οσο καλή και αν είναι πάντως η επικάλυψη, με τον καιρό χρειάζεται ανανέωση.
Αντόνιο Στραντιβάρι – Αναζητώντας τα μυστικά του
Αν ψάξεις, έστω και μόνον από το 2000 και μετά, νομίζω ότι θα βρεις κάθε δύο χρόνια περίπου να υπάρχει ανακοίνωση εργασίας, επιστημονικής εννοείται, με δημοσίευση σε σοβαρό περιοδικό, που να αναφέρεται στο «μυστικό» της κατασκευής των βιολιών του Στραντιβάρι.
Μία από τις παλαιότερες απόψεις που έχουν διατυπωθεί ιδιαίτερα στην Ιταλία είναι ότι την εποχή του Στραντιβάρι τα πλοία έφερναν την ξυλεία στη Βενετία όπου οι επιπλοποιοί είχαν τον πρώτο λόγο και τον τελευταίο οι οργανοποιοί. Τα ξύλα τα κρατούσαν μέσα στη θάλασσα μέχρι να πουληθούν και κατά μια θεωρία ξήρανση του ξύλου, δηλαδή να απεμπλακεί το νερό από τις ίνες, μπορεί να επιτευχθεί όταν αυτό εμβαπτιστεί σε διάλυμα ουρίας και νιτρικού νατρίου. Η κατάσταση στα κανάλια της Βενετίας τότε και η θεωρία για την ωσμωτική πίεση, αφού έχουμε και το αλάτι στο θαλασσινό νερό, εμφανίζεται αληθοφανής.
Μια άλλη σχετικά παλαιά θεωρία αποδίδει τις καλές επιδόσεις των βιολιών από τους Αμάτι έως τον Στραντιβάρι στις κλιματικές συνθήκες που επικράτησαν στα δάση της Ευρώπης κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Πολύ ψυχροί χειμώνες και μέτρια θερμά καλοκαίρια έκαναν το ξύλο να έχει πυκνά δομημένους τους ετήσιους δακτυλίους και τον ήχο να έχει μεγαλύτερη ταχύτητα διάδοσης σε αυτό.
Ο ουγγρικής καταγωγής καθηγητής της Χημείας Γιόζεφ Ναγκοβάρι, έπειτα από έρευνες πολλών ετών πιστεύει ότι στη χημική επεξεργασία του ξύλου βρίσκονται πολλά στοιχεία σχετικά με την καλή ηχητική απόδοση. Από τη μια γιατί το ξύλο χωρίς την επέμβαση των οργανοποιών είχε ραντιστεί με χημικές ουσίες για να μην προσβάλλεται από έντομα και από την άλλη διότι βρήκε φθοριούχες και βορικές ενώσεις που πιστεύει πως ήταν μέσα στις ουσίες επεξεργασίας στο φινίρισμα των οργάνων.
Ο γερμανός ερευνητής Μάρτιν Σλέσκε δίνει μια δική του «πατενταρισμένη» θα λέγαμε εκδοχή. Θεωρεί ότι ο μύκητας Xylaria Longpipes που προσβάλλει τα τοιχώματα των κυττάρων του ξύλου κατεβάζοντας την πυκνότητα του υλικού είναι υπεύθυνος για την καλή ηχητική απόδοση των οργάνων. Το πιστεύει τόσο που έχει προχωρήσει μαζί με ειδικούς ερευνητές στην κρατική υπηρεσία ελέγχου υλικών της Ελβετίας στην έκδοση διπλώματος που τους κατοχυρώνει τη χρήση του μύκητα στην επεξεργασία του ξύλου.
Ο δόκτωρ Φράνκο Τζανίνι, φυσικός Υψηλών Ενεργειών στο Σύνχροτρον του Τριέστε και ερασιτέχνης βιολιστής, ασχολήθηκε επίσης με το μυστικό των διάσημων βιολιών του παρελθόντος. Και το συμπέρασμά του είναι ακόμη πιο χαοτικό από των προηγουμένων. Διότι εκείνος παρατήρησε πολλές ασυμμετρίες στις κατασκευές, μικρές ατέλειες αλλά και προσπάθειες εκ των υστέρων διορθώσεων ακόμη και με κολλήματα χαρτιών στο εσωτερικό σε επίμαχες περιοχές. Επίσης εκ των υστέρων επεμβάσεις στα ανοίγματα σε σχήμα f, που έδειχναν ότι ο κατασκευαστής προσπαθούσε με το αφτί πλέον να φέρει το όργανο εκεί που ήθελε.
Και αυτό μας επιτρέπει να θεωρούμε πως ακόμη το «μυστικό» των πανάκριβων βιολιών της Κρεμόνας παραμένει ανεξιχνίαστο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ