«…της μεγάλης ταύτης ιδέας…». Οψεις της εθνικής ιδεολογίας 1770-1854
Εκδόσεις Πόλις, 2018
σελ. 416, τιμή 20 ευρώ
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει με σαφήνεια στο πεδίο, αλλά και στις συνδηλώσεις του: πρόκειται αφενός για την ίδια τη διατύπωση του Ιωάννη Κωλέττη στην Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο του 1844, καταστατική αρχή της «Μεγάλης Ιδέας», αφετέρου για τον αντίστοιχο τίτλο του δοκιμίου του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά στο οποίο ο διαπρεπής ιστορικός ανέλυε το ιδεολογικό υπόβαθρο και εξέθετε τις περιστάσεις της εξαγγελίας της. Το έργο της Βίκυς Καραφουλίδου, μέλους του Εργαστηριακού και Διδακτικού Προσωπικού του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αποτελεί μια επανεπίσκεψη ονομάτων και τόπων του 19ου αιώνα προκειμένου να καλυφθεί ένα θεωρούμενο γνωστό έδαφος από μια διαφορετική και πλέον γόνιμη ιστορική οπτική γωνία: αυτήν της αναζήτησης όχι πλέον της βραχείας διάρκειας της γένεσης, αλλά του εννοιολογικού context της σε μια μακρότερη διάρκεια.
Στόχος της συγγραφέως είναι η παρακολούθηση των διανοητικών προϋποθέσεων της Μεγάλης Ιδέας στο διευρυμένο χρονικό ανάπτυγμα των ετών 1770-1854. Τα τρία μέρη του κειμένου παρακολουθούν τρεις αντίστοιχες διευθύνσεις: τον φιλελληνικό λόγο και τη συμβολή του στη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας μέσα από ιδεολογικά μοτίβα, αξιώσεις, παραδοχές, προσδοκίες· τα ερείσματα της Μεγάλης Ιδέας στην προεπαναστατική διαφωτιστική σκέψη, στα χρόνια της Επανάστασης και της πρώιμης μετεπαναστατικής περιόδου· τη διακρίβωση του πολιτικού στίγματος της Μεγάλης Ιδέας στην αυτοκρατορική εκδοχή της.
Φιλέλληνες και διαφωτιστές
Η φιλελληνική γραμματεία, από τον Σατωβριάνδο και τον Στάνχοπ ως τον Μπλακέρ και τον Σισμόντι, εμφανίζει τόπους και πρότυπα που θα κληροδοτηθούν στο μέλλον προς αναπροσαρμογή και ανασημασιοδότηση. Εδώ εντοπίζονται η Ελλάδα με τη μορφή του κατ’ εξοχήν ιστορικού έθνους, η χριστιανική πίστη ως αναπόσπαστο τμήμα της ταυτότητάς της, η «ανωτερότητά» της έναντι των γειτονικών λαών, το «ηθικό χρέος» της Ευρώπης, ως και μνείες μιας πιθανής ελληνικής αυτοκρατορίας ως αποτέλεσμα της Επανάστασης του 1821.
Η παρατακτική σύνταξη αρχαιότητας και χριστιανικής θρησκείας απαντάται ήδη στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, πριν από τη συναρμογή δηλαδή του «τρισήμου σχήματος της ελληνικής ιστορίας» από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Οι εκπρόσωποί του εκκινούν από τον εκσυγχρονισμό του κλήρου, αφετηρία που προϋποθέτει την «προάσπιση ενός “υγιούς χριστιανισμού”, ο οποίος υποτάσσει την εξ αποκαλύψεως θρησκεία στην αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία της “υγιούς φιλοσοφίας”, την καθολική δηλαδή ισχύ και την αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα του Ορθού Λόγου». Επεται η «πολιτικά και κοινωνικά επαναστατική ερμηνεία των παραδοσιακών χριστιανικών κοινών τόπων». Ο «επαρκώς εκκοσμικευμένος χαρακτήρας» της θρησκείας που προκύπτει δεν αποβαίνει ρητά ανταγωνιστικός προς αυτήν, αν και οπωσδήποτε λαμβάνει συγκρουσιακό χαρακτήρα με την επίσημη Εκκλησία. Η ανάγκη του «φωτισμού του Γένους» ωστόσο θέτει όρια. Η πολιτική αξιοποίηση της θρησκευτικής διαφοράς κατακτητών και κατακτημένων, για παράδειγμα, εμφανίζεται (με διαφορετικούς τρόπους) σε πλήθος κειμένων από τη «Νεωτερική Γεωγραφία» και τον Ρήγα ως τον Κοραή. Ο τελευταίος μάλιστα στο «Σάλπισμα Πολεμιστήριον» του 1821 δεν διστάζει δημόσια να αξιοποιήσει πολιτικά την εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, προεπαναστατικού ιδεολογικού αντιπάλου του, την οποία ιδιωτικά είχε σχολιάσει με λιγότερο politically correct τόνους: «Ω, τον ηλίθιον τον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει, αντί να τους φορέσει καφτάνι».
Η εθνική ιδεολογία
Εν τέλει, «οι βασικές παράμετροι της εθνικής ιδεολογίας την εποχή των Φώτων και του Αγώνα, δηλαδή η αρμονική σύζευξη αρχαίας καταγωγής και χριστιανικής πίστης, η διπλή “ανωτερότητα” των Ελλήνων απέναντι στον κατακτητή και τους υπόδουλους λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας […] θα αποτελέσουν τα συστατικά ή συμπληρωματικά στοιχεία της Μεγάλης Ιδέας του ελληνικού εθνικού κράτους». Με τη διατύπωση της 14ης Ιανουαρίου 1844 ο Ιωάννης Κωλέττης κωδικοποιεί τις παραμέτρους αυτές σε μια ομιλία για το ζήτημα των ετεροχθόνων – μια προσπάθεια δηλαδή να αμβλυνθεί μια αντιπαράθεση κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα με την επίκληση εθνικής ομοψυχίας και συνοχής. Οπως επισημαίνει η Καραφουλίδου, ο Κωλέττης χρησιμοποιεί το 1821 και το 1844 ως « “εθνικούς” χρόνους ισοδύναμους, ομοιογενείς και ευθύγραμμους» και με προσεκτικά διφορούμενο τρόπο αποφεύγει να ορίσει αν ο λόγος του υπαινίσσεται διανοητικές ή πολιτικές κτήσεις, πολιτισμικά ή εδαφικά σύνορα. Η αποσαφήνιση θα γινόταν πεδίο άλλων.
Η εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας ως «ελληνικής αυτοκρατορίας» λειτουργεί ως πεδίο ελέγχου των παραπάνω. Διαπιστώνονται από τη μια πλευρά οι κληρονομιές, οι αναδιατάξεις και ανασημασιοδοτήσεις τόπων και εννοιών που εντοπίστηκαν σε προηγούμενες στιγμές, σκιαγραφούνται από την άλλη τροπές της εθνικής ιδεολογίας με την εγγραφή της στο πλαίσιο της επίσημης αφήγησης ενός κρατικού φορέα. Το σχήμα της «ελληνικής αυτοκρατορίας» είναι κρίσιμο για την κατανόηση των μεταβάσεων, μια και διαπερνά την πρώτη εικοσαετία του ελληνικού κράτους, με ορατό ορίζοντα την πολιτική και ιδεολογική κρίση του Πολέμου της Κριμαίας (1853-1856). Σύγκρουση που διέρρηξε το πρώτο ελληνικό κομματικό σύστημα των «ξενικών» κομμάτων και κατέδειξε την ανεπάρκεια των στρατιωτικών δυνάμεων και της εξωτερικής πολιτικής του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ο Κριμαϊκός Πόλεμος αποσαφήνισε τα όρια νοητικών χαρτών. Συγκρίνοντας τέσσερις εκδοχές της «ελληνικής αυτοκρατορίας», όπως διατυπώθηκαν από τους Παναγιώτη και Αλέξανδρο Σούτσο, Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο, Μάρκο Ρενιέρη και Κωνσταντίνο Δόσιο, η συγγραφέας φωτίζει τη συγκρότηση μια σειράς από ευέλικτες σκευές νεωτερικού χαρακτήρα, ποικίλων πολιτικών προταγμάτων, φορέων εκλεκτικισμού, εθνικισμού, πολιτικού φιλελευθερισμού, εκσυγχρονισμού, δημιουργικών προσμείξεων χωρίς απόλυτα ευδιάκριτο πρόσημο συντηρητικής ή προοδευτικής φοράς.
Αμφισημίες και πολυσημίες
Το τέλος των ψευδαισθήσεων που επήλθε με τον Κριμαϊκό Πόλεμο, απότοκο της συμπαράταξης Αγγλίας και Γαλλίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και της έκδηλης απροθυμίας τους να λύσουν το Ανατολικό Ζήτημα διά της εδαφικής επέκτασης της Ελλάδας, είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη του αυτοκρατορικού σχήματος της Μεγάλης Ιδέας οδηγώντας προς άλλα. Ωστόσο, αν, όπως έγραφε ο Ανδρέας Συγγρός, τότε οι Ελληνες «έζων μάλλον διά της φαντασίας ή διά της θετικότητος», οι κατευθύνσεις αυτές της φαντασίας των ελλήνων διανοουμένων που φωτίζει η Βίκυ Καραφουλίδου αποδεικνύονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Αμφίσημες και πολύσημες ταυτόχρονα, σημαδεμένες από την πρόσληψη της νεωτερικότητας, στο πλαίσιο όμως της οθωμανικής κοινωνίας, ικανές να πολιτογραφούν την ίδια στιγμή τον πολιτικό φιλελευθερισμό και την ορθόδοξη κληρονομιά, την αρχαία και τη βυζαντινή γεωγραφία, περικλείουν δόσεις Διαφωτισμού και Ρομαντισμού που αν δεν είναι ίσες, οπωσδήποτε δεν είναι και δραματικά ανισοβαρείς. Ακόμα και στην αναπροσαρμογή των αιτημάτων και των προτεραιοτήτων της εθνικής ιδεολογίας που συνιστά η μετάβαση από την επαναστατημένη χώρα στο ανεξάρτητο κράτος ο συνταγματισμός θα συμβαδίζει με την ηγεμονία, η «αυτοκρατορία» θα ταυτίζεται με το «έθνος» ως περιεχόμενο και σημασία. Οι λεπτομέρειες αυτές, καρπός προσεκτικής σταχυολόγησης και εξαντλητικής διερεύνησης, οδηγούν σε μια προσέγγιση μακριά από την αντιπαράθεση σχημάτων που συχνά πια αναπαράγονται ως ιδεότυποι και αποτυπώνει ανάγλυφα μια εκλεπτυσμένη εικόνα ιστορικής πολυπλοκότητας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ