Γνωριστήκαμε στο Παρίσι. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Λεγόταν Marelle. Kάπως έτσι μπορεί να ξεκινήσει το χρονικό της ερωτικής μου σχέσης με το Κουτσό του Κορτάσαρ, η οποία, αφού πέρασε από τα σαράντα κύματα προσωπικών περιπετειών, συγγραφικών εξερευνήσεων, μεταφραστικών εξορμήσεων και κινηματογραφικών αποτολμήσεων, χρειάστηκε πάνω από τριάντα χρόνια για να ολοκληρωθεί και να βγει από το μπουντρούμι των μεταφραστικών μου απωθημένων, όπου ακόμα περιμένουν φλεγόμενες φαμίλιες του αμερικανικού Νότου κι όπου ένας άγγλος πρόξενος στο Μεξικό πίνει τις τελευταίες του γουλιές απ’ το μπουκάλι της ζωής με το σκουλήκι.
Ωστόσο, αμετανόητος πολυγαμικός μεταφραστής καθώς είμαι, συνήψα ερωτικές σχέσεις και με όλα τα βιβλία που έχω μεταφράσει. Οι συντριπτικά περισσότερες από αυτές ήταν σχέσεις πάθους, έντονων συγκρούσεων και ακραίων εξάρσεων, σχέσεις σαδομαζοχιστικές, αφέντη-δούλου, που θέλω να πιστεύω ότι σχεδόν κατά κανόνα διαλύθηκαν με την τελική υποταγή μου στο γράμμα, στο ύφος και στον ρυθμό του πρωτοτύπου. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη δοκιμασία (εξαίσιας) κόπωσης όταν διέτρεχα τα διαμερίσματα της εν χρόνω άπειρης πολυκατοικίας του Ζορζ Περέκ (Ζωή: οδηγίες χρήσεως), την ηδονική ασφυξία από τον πυκνόρρευστο Λόγο του Πασκάλ Κινιάρ, το γλυκό και εκλεπτυσμένο μαρτύριο του Από γυναίκα, αλεπού του Ντέιβιντ Γκαρνέτ, όπου κάτω από μια ύπουλα στρωτή και ακαδημαϊκή αφήγηση κρύβεται η αποθέωση του βρετανικού understatement. Δεν χρειάζεται να πω ότι την ίδια τρυφερή σχέση τρέφω εκ προοιμίου και με τα βιβλία που πρόκειται να μεταφράσω και που μπορεί να μην έχουν γραφτεί ακόμα.
Η καταβύθισή μου στον υπέροχο, ιλιγγιώδη, θεόπλαστο και θεοπάλαβο κόσμο του Κουτσού δεν διέφερε σε τίποτα από όλες τις προηγούμενες, αφού πραγματώθηκε με το ίδιο παλιό αλλά καλοσυντηρημένο βαθυσκάφος μου της προσοχής, του σεβασμού, του δέους, της δημιουργικής ζήλιας και της αδιάλειπτης αναρώτησης. Δεν μπορώ εδώ να μην αναφέρω πώς, σε μια παλιά συνέντευξη, ξεγλίστρησα από μια ευφυή και ευφυώς επικίνδυνη ερώτηση του Μισέλ Φάις («Πιστεύετε ότι ο μεταφραστής οφείλει να θέτει στον εαυτό του ερωτήματα μεταφρασεολογίας ή να προσηλώνεται αποκλειστικά στον μεταφραστικό μόχθο;») με την απάντηση που ελπίζω να διέρρηξε κάθε σχέση μου με θεωρητικούς απολόγους της μεταφραστικής δουλειάς (μου): «Ο μεταφραστικός μόχθος δεν είναι παρά η αγωνία του μεταφραστή να απαντήσει στα ερωτήματα μεταφρασεολογίας που θέτει η ίδια η πράξη της μετάφρασης»· με άλλα λόγια, το ad hoc.
Τις ίδιες επιφυλάξεις έχω και ως προς τη διδασκαλία της λογοτεχνικής μετάφρασης. Δέχομαι ότι υπάρχει ένα τουλάχιστον πράγμα που μπορεί να διδαχθεί ως προς τη μετάφραση, κι αυτό είναι η τεχνική της, η τεχνική τού πώς θα μπεις στο δάσος για να κυνηγήσεις και να αποφύγεις τις παγίδες. Αλλά το πώς θα χτυπήσεις την μπεκάτσα, αυτό πια είναι θέμα ταλέντου, άσκησης και, πάνω απ’ όλα, αυτομάθησης από τις αστοχίες. Οσο για το περίφημο ψευτοδίλημμα «πιστή ή ελεύθερη μετάφραση», δεν έχω να πω παρά μόνον ότι η μετάφραση, εξ ορισμού και εκ φύσεως, είναι κάθε άλλο παρά ελεύθερη ή, εν πάση περιπτώσει, όσο ελεύθερο είναι κι ένα αυτοκίνητο να σε πάει όπου θέλει αυτό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ