Οι ζωγράφοι έχουν το ακαταμάχητο προνόμιο να δημιουργούν ονειρικούς τόπους. Ή αλλιώς να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα. Ο Αντουάν Βατό, την εποχή του ρομαντικού Ροκοκό, τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, «επιβιβάστηκε» στο τελάρο του, μαζί με όλα τα πινέλα και τα χρώματά του, και αυτό σαν μαγικό χαλί πέταξε μέχρι την άκρη του Ταινάρου, στα Κύθηρα, που αρμενίζουν στη συμβολή του Αιγαίου, του Κρητικού και του Ιονίου Πελάγους. Ανάμεσα στα ιστία του καραβιού όπου συμβαίνει η «Επιβίβαση για τα Κύθηρα», στην πρώτη από τις τρεις εκδοχές της, ίπταται πλήθος ερωτιδέων. Αλλά παντού, σε όλη την επιφάνεια του τελάρου –σκαρφαλωμένοι στο άγαλμα της Αφροδίτης, μέσα στους θάμνους, δίπλα στα ζευγάρια που ερωτοτροπούν –οι φτερωτοί μικροί Ερωτες δίνουν το στίγμα του προορισμού.
Είχε δημιουργήσει το κλίμα γύρω από το νησί ο πρώτος των ποιητών Ησίοδος, ο οποίος είπε ότι εκεί είδε το φως η αφρογεννημένη Αφροδίτη, η αισθησιακή θεά του έρωτα. Ομως ένας φανταστικός κόσμος, που μπορείς να συναντήσεις στα όνειρά σου, είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί. Είναι ουτοπικό να ψάχνεις αυτά τα Κύθηρα, δεν θα τα βρεις ποτέ. Μπορείς, όμως, να βρεις τα άλλα Κύθηρα, τα πραγματικά, που δεν έχουν ταίρι και δεν μοιάζουν με κανένα άλλο νησί. Είναι μονάκριβο, ένας ολόκληρος κόσμος.
Το «Ιονίς» σε αφήνει στο Διακόφτι, κι εσύ αρχίζεις να σκαρφαλώνεις σε αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο, με θέα το ναυάγιο στην άκρη του Πρασονησιού. Σε αυτό το επίπεδο οροπέδιο, με τις ήπιες καμπύλες των λόφων πέρα στον ορίζοντα, αναρωτιέσαι αδιάκοπα αν βρίσκεσαι σε νησί ή σε μεγάλη στεριά. Κι όμως, είσαι σε νησί, αλλά αυτό το νησί είναι διαφορετικό από τα άλλα. Κι αυτό το οροπέδιο με τα σχεδόν αδιόρατα ίχνη των ξερολιθιών –όχι και τόσο απαραίτητων στα ήμερα εδάφη –είναι η μεγάλη, ιδιόρρυθμη καρδιά των Κυθήρων. Θέα των Καστρισιάνικων, πριν τα Φριλιγκιάνικα, και μετά ο παραδοσιακός οικισμός των Αρωνιάδικων και μετά οι γλυκείς Πιτσινάδες, με το «σπίτι» μας, τον ομώνυμο ξενώνα. Οι οικοδεσπότες, η Λένα και ο Αντι, συμπεριφέρονται σαν να σε φιλοξενούν στο σπίτι τους. Σε γλυκαίνουν με το «καλώς όρισες» με τη μαρμελάδα βερίκοκο με τζίντζερ, από τους καρπούς της βερικοκιάς στην αυλή τους, που αυτή την εποχή είναι ξανά φορτωμένη με ξινές ακόμη, αλλά γλυκές στο μέλλον υποσχέσεις.
Τα οικιστικά σύνολα στα Κύθηρα συνθέτει εξ αδιαιρέτου η μελωδική συμφωνία των αναστηλωμένων κτισμάτων και των ερειπίων. Οι ιδιόρρυθμες εκκλησιές με τα δίλοβα ή τρίλοβα καμπαναριά και τα περίτεχνα τέμπλα, οι καμινάδες, τα πέτρινα τόξα, τα απίθανα σφεντόνια, οι στοές, οι φόσες, είναι οι υψηλές νότες αυτής της συμφωνίας που διακατέχεται πάντα από το μεσαιωνικό ηχόχρωμα, την ώχρα και την όμπρα των ζωγράφων, τον «χρυσό» πωρόλιθο των τειχών στο ηλιοβασίλεμα, το θρόισμα των πορφυρών ενδυμάτων των ευγενών, τα πέταλα των αλόγων τους, τους βενετσιάνικους λέοντες και τα μαρμάρινα οικόσημα. Ολα αυτά είναι αποτυπωμένα στην πρόσοψη του κάστρου της Κάτω Χώρας, όπου τα ερείπια των σπιτιών, των τειχών και των βυζαντινών εκκλησιών με τις ξεθωριασμένες τοιχογραφίες συζούν με τις αμυγδαλιές που επιμένουν χρόνια τώρα να δένουν καρπό εδώ στην άκρη του φοβερού βαράθρου, στο χείλος των αιώνων. Ολα φαντάζουν σκληρά εδώ, και ευτυχώς, προτού κατέβεις στην Κάτω Χώρα, δροσίζεσαι στην πλατεία του Μυλοποτάμου κάτω από τον μεγάλο πλάτανο και δίπλα στις βουερές πηγές, στη σκιά του καμπαναριού του Αγίου Χαραλάμπους, προστάτη των ντόπιων μελισσοκόμων που παράγουν εξαιρετικό μέλι.
Χωριά στις γραμμές των κάστρων. Πιο ζωντανά από το ακατοίκητο κάστρο της Κάτω Χώρας τα Καστρισιάνικα και τα Αλοϊζιάνικα, όπου τα σφιχτοδεμένα σπίτια μοιάζουν να οχυρώνουν και να προστατεύουν την οικογενειακή ζωή γύρω από την εστία που καταλήγει σε επίσης ιδιαίτερες καπνοδόχους. Γιατί άραγε να έδωσαν τόσο μεγάλη σημασία στις κατασκευές που αναθρώσκει ο καπνός της εστίας τόσο οι πλούσιοι του Νότου όσο και οι φτωχοί του Βορρά, έτσι ώστε να αποτελούν τις πιο χαρακτηριστικές γραμμές του οικιστικού τοπίου των Κυθήρων, μαζί με τα σφεντόνια και τα καμπαναριά, όπως αυτά της εκκλησιάς των Λογοθετιάνικων; Ισως επειδή είναι σύμβολο της εστίας, του σπιτιού, της μικρής πατρίδας, όνειρο του κάθε ξενιτεμένου, έμβλημα του νόστου. Και τα Κύθηρα είχαν πάντα ξενιτεμένους για να νοσταλγούν το σπίτι τους.
Ο νόστος σχετίζεται με το νόστιμο, και ο Γιάννης Βουλγαράκης άφησε την Αθήνα και επέστρεψε στη Φράτσια για να ηρεμήσει, να στήσει τη «Φαμίλια» του και να δημιουργεί νόστιμα φαγητά που να μπορείς να διακρίνεις σε αυτά το μέλλον της γευστικής μας παράδοσης. Η σάλα με τα παλιά έπιπλα κατοικίας μοιάζει συνδεδεμένη με την κουζίνα, όπως ακριβώς συμβαίνει στα σπίτια. Κάποιος, ανάμεσα στις φωτιές, στις κατσαρόλες και στα ιθαγενή υλικά, νοιάζεται για την ευχαρίστηση αυτών που θα καθίσουν στη σάλα για να φάνε, να επικοινωνήσουν και να βρουν ξανά το νόημα του συντρώγειν. Σε αυτό το πνεύμα ήρθε στο τραπέζι μας το παραδοσιακό, αναστάσιμο πιάτο του Τσιρίγου (έτσι αποκαλούσαν οι Ενετοί το νησί), το βοδινό από ζώο μερικών ετών, το οποίο βράζει και σερβίρεται μόνο με τον ζωμό του, και τη νέα προσθήκη, πατατούλες και καρότα για χρώμα. Αυτό και το βενετσιάνικο παστίτσιο (μια ζυμαρένια τούρτα γεμιστή με μακαρόνια, κιμά, συκώτι και μπαχαρικά στον φούρνο) είναι τα δύο παραδοσιακά πιάτα των Κυθήρων. Μετά, το λεπτοκομμένο μοσχάρι και το αρνί με μια ελαφριά μπεσαμέλ τυλιγμένα σε φέτες μελιτζάνας και από πάνω σάλτσα φρέσκιας ντομάτας και κάππαρη, είναι ένα εξαιρετικό πιάτο, μαζί με τους ντοματοκεφτέδες, τη μελιτζανοσαλάτα και τις ιδιόμορφες πατάτες τηγανητές με το τσιριγώτικο θαλασσινό αλάτι.
Στον Αβλέμονα, στην ακτή τριγύρω από τις φυσικές αλυκές όπου αφυδατώνεται η θάλασσα και μένει στον πάτο τους το λαμπερό αλάτι, υπάρχουν ενσωματωμένες στους βράχους, εκατομμύρια χρόνια τώρα, μεγάλες αχηβάδες. Πολύ πιο παλαιές από τον μύθο που θέλει την Αφροδίτη να ταξίδεψε μέσα σε ένα τέτοιο όστρακο μέχρι την Κύπρο. Δεν ξέρουμε αν έπαιξαν κάποιον ρόλο στη σύνδεση του μύθου, αλλά η αχηβάδα μέσα στην οποία στέκεται η γυμνή Αφροδίτη του Μποτιτσέλι είναι ίδια με τα απολιθώματα στην ακτή του Αβλέμονα, στη σκιά του Αϊ-Γιώργη στην κορυφή του Βουνού.
Στη γιορτή του Αϊ-Γιώργη, οι κάτοικοι του Αβλέμονα ανεβαίνουν με τα πόδια στο Βουνό, κρατώντας τις προσφορές για το πανηγύρι. Γλυκά και φαγητά που τα καταναλώνουν στο προαύλιο μπροστά στις δύο εκκλησίες –τον Αγιο Γεώργιο και την Παναγία Μυρτιδιώτισσα. Φαίνεται, όμως, ότι το ίδιο έκαναν τον 16ο αιώνα π.Χ. και οι μινωίτες κάτοικοι της πολιτείας στην ίδια περιοχή. Ανέβαιναν με τις προσφορές και τα αφιερώματα στο ιερό κορυφής που υπήρχε τότε εδώ στο ίδιο μέρος και ευχαριστούσαν τους δικούς τους θεούς. Το πρώτο ιερό κορυφής εκτός Κρήτης βρέθηκε στον περίβολο των εκκλησιών από τον αείμνηστο Γιάννη Σακελλαράκη ασύλητο –όπως το άφησαν οι Μινωίτες –μετά από υπόδειξη του ερασιτέχνη αρχαιολόγου και τότε εκδότη της «Εστίας» Αδώνιδος Κύρου. Ο παθιασμένος αρχαιόφιλος ανέβηκε με τα πόδια στην κορυφή του Βουνού και είδε την προσπάθειά του να ανταμείβεται με τη θέα ενός ειδωλίου που προεξείχε από το χώμα.
Αλλά και χωρίς αυτή τη θέα, η άλλη, η πανοραμική, αποζημιώνει με το παραπάνω τον επισκέπτη, ο οποίος τώρα ανεβαίνει από τον δύσκολο, στενό και ανηφορικό τσιμεντένιο δρόμο, μέχρι την πόρτα των μοναστηριών, με αυτοκίνητο. Δεν βλέπει καν τα ίχνη της ανασκαφής, ούτε βεβαίως τα ευρήματα, τα οποία εκτίθενται στο Μουσείο Πειραιά, αλλά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του παρουσιάζεται ένα μεγάλο μέρος του δυτικού τμήματος του νησιού, η Παλαιόπολη, ο Αβλέμονας, το Διακόφτι, μέχρι πέρα την ακτογραμμή της Πελοποννήσου, ακόμη και το Πρασονήσι με το ναυάγιο και τα νησάκια Δραγονέρα και Αντιδραγονέρα –όλα τους προκλήσεις των ταξιδιών του σώματος και του νου.
v Στον Αβλέμονα το «Λιμανάκι» σερβίρει νόστιμο φαγητό και ωραία θέα στο πραγματικό λιμανάκι.
v Στα Αρωνιάδικα ο ξενώνας «Πορτάρι» προσφέρει ατμοσφαιρική διαμονή.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Απριλίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ