Ευάγγελος Βενιζέλος: «Δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις απέναντι σε εκβιασμούς και εθνικές ανευθυνότητες»

Στρατηγική ήττα σημαίνει να μην μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμπλέουσες με αυτόν δυνάμεις να καθορίσουν τις εξελίξεις για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, για την οριστική ρύθμιση του εκλογικού συστήματος και για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα».

Στρατηγική ήττα σημαίνει να μην μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμπλέουσες με αυτόν δυνάμεις να καθορίσουν τις εξελίξεις για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, για την οριστική ρύθμιση του εκλογικού συστήματος και για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα».

«Αυτοί που θέλουν να ανοίξουμε μια στοργική αγκαλιά «συναίνεσης» για τον ΣΥΡΙΖΑ (…) περιλαμβάνουν προφανώς στη συναινετική τους διάθεση και τα δίκτυα του βαθέος κράτους που έχει εγκαταστήσει η κυβέρνηση με πρώτο στόχο τον έλεγχο της Δικαιοσύνης»
σημειώνει. Ο κ. Βενιζέλος διαχωρίζει τη θέση του από τα στελέχη της Κεντροαριστεράς που αναζητούν συναίνεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, με κορυφαία έκφραση τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος –«αντί να ενοχοποιείται η κυβέρνηση ενοχοποιείται το ισχύον Σύνταγμα!» λέει. Ομοίως και από τη ΝΔ, θεωρώντας εσφαλμένη τη θέση της να ξεκινήσει τώρα η διαδικασία με 180 ψήφους γιατί έτσι «μετατρέπεται το Σύνταγμα σε καρυδότσουφλο της συγκυρίας». Εκφράζει καθαρή διαφωνία με τη στρατηγική των ίσων αποστάσεων που τηρεί το Κίνημα Αλλαγής: «Δεν μπορείς να διεκδικείς καθοριστικό ρόλο και να προτείνεις αβέβαιες εξελίξεις» σημειώνει. Δίνει σκληρή απάντηση σε όσους διακινούν σενάρια μετακίνησής του στη ΝΔ, οι οποίοι είναι «μόνο ελάχιστοι γελοίοι τύποι που υπονόμευσαν το ΠαΣοΚ, την Ελιά και γενικότερα τη δημοκρατική παράταξη την περίοδο της εθνικής μάχης, διέσπασαν τον χώρο ή συνεργάστηκαν απροκάλυπτα με τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ» τονίζει.
Σήμερα συνεδριάζει η Κεντρική Επιτροπή του Κινήματος Αλλαγής. Θα παρευρεθείτε στη συνεδρίαση;
«Οχι. Δεν ασχολούμαι με τα οργανωτικά ζητήματα και τις εσωκομματικές δραστηριότητες. Βλέπω όμως ότι αυτό που επιτεύχθηκε με τη διαδικασία άμεσης εκλογής επικεφαλής, με σημαντική συμμετοχή πολιτών, αποδυναμώνεται με την επικράτηση μιας παλαιοκομματικής πρακτικής διακανονισμών «κορυφής» και παραγοντισμών. Φθάσαμε έτσι σε ένα Συνέδριο χωρίς εκλεγμένους συνέδρους, σε μια Κεντρική Επιτροπή και σε μια Εκτελεστική Γραμματεία με μέλη διορισμένα από τα πρόσωπα που κλήθηκαν να συγκροτήσουν το Πολιτικό Συμβούλιο πριν από το Συνέδριο αλλά παραμένουν και μετά ως μόνιμη κατάσταση. Αυτά δεν συνέβαιναν ούτε στην Ενωση Κέντρου στις αρχές της δεκαετίας του 1960, χωρίς φυσικά να κάνω σύγκριση με τις προσωπικότητες εκείνης της εποχής. Αυτές οι συνεχείς οργανωτικές «διευθετήσεις» επηρεάζουν τον πολιτικό λόγο, την αξιοπιστία, τη στρατηγική ευκρίνεια και τη δυναμική του σχήματος. Δεν έχω, συνεπώς, να συνεισφέρω κάτι ως ένα από τα μέλη αυτού του σώματος. Συνεισφέρω ό,τι μπορώ ως μέλος της μίας από τις δύο Κοινοβουλευτικές Ομάδες του σχήματος».
Η ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής υποστηρίζει ότι έχει χαράξει μια στρατηγική αυτονομίας του χώρου μέσω της πολιτικής των ίσων αποστάσεων με ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί δεν συμφωνείτε με τη γραμμή αυτή;
«Η πολιτική αυτονομία κατακτάται μέσα από την ικανότητα διατύπωσης πολιτικών και προγραμματικών προτάσεων που δίνουν καθαρό στίγμα και συγκροτούν μια εθνική στρατηγική που πείθει ως υπεύθυνη, ολοκληρωμένη και εφικτή. Οταν το κανείς αυτό δεν κρατάς ίσες αποστάσεις. Παίρνεις θέση καθαρή και μαχητική. Μιλάς με ειλικρίνεια, ευθύτητα και πληρότητα και όχι «συμψηφιστικά». Πέρασε η εποχή των συμβιβασμών προς χάρη της πολυσυλλεκτικότητας ενός μεγάλου κόμματος εξουσίας που διεκδικούσε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η δημοκρατική παράταξη σήμερα δεν θα βρει τη δυναμική της υποδυόμενη το ΠαΣοΚ της περιόδου 1977-2009. Επιπλέον στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, που θέλουμε να λειτουργεί με κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν υπάρχουν ίσες αποστάσεις. Με το ισχύον εκλογικό σύστημα, χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος είναι πρακτικά αδύνατον να σχηματιστεί κυβέρνηση. Δεν μπορείς να διεκδικείς καθοριστικό ρόλο και να προτείνεις ή να υπαινίσσεσαι αβέβαιες εξελίξεις. Το κρισιμότερο είναι ότι όταν έχεις να αντιμετωπίσεις φαινόμενα εκβιασμού και αλλοίωσης των θεσμών, προβλήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου ή εθνικές ανευθυνότητες, δεν υπάρχουν ουδετερότητες».
Το τελευταίο διάστημα υπάρχει αρθρογραφία από ορισμένους αναλυτές ή κάποια στελέχη της Κεντροαριστεράς για την ανάγκη συναινέσεων και για την προσέγγιση του Κινήματος Αλλαγής με τον ΣΥΡΙΖΑ ή έστω για τον μη αποκλεισμό του. Το Πολιτικό Συμβούλιο του ΚΙΝΑΛ με ομόφωνη απόφασή του προέκρινε την εθνική συνεννόηση για τα εθνικά και άλλα μεγάλα θέματα. Μήπως η άποψή σας περί στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται μειοψηφική στον χώρο σας;
«Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και όλου του μπλοκ δυνάμεων που συνεργάζονται μαζί του είναι η βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της χώρας και για την αναστήλωση των δημοκρατικών θεσμών. Αυτή είναι η θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνικής και πολιτικής βάσης της δημοκρατικής παράταξης. Στρατηγική ήττα σημαίνει να μην μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συμπλέουσες με αυτόν δυνάμεις να καθορίσουν τις εξελίξεις ως προς τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, ως προς την οριστική ρύθμιση του εκλογικού συστήματος και ως προς την επόμενη διαδικασία εκλογής ΠτΔ. Εχω πει πάμπολλες φορές από το 2015 ότι ο στρατηγικά ηττημένος ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να μετάσχει σε ένα επόμενο κυβερνητικό σχήμα με σαφές προγραμματικό πλαίσιο, η τύχη όμως του σχήματος αυτού δεν μπορεί να εξαρτάται από την άρνηση ή τον εκβιασμό του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θεωρώ προφανώς πιθανό να αποδεχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ μια τέτοια πρόσκληση ευθύνης.
Η ευρωπαϊκή δημοκρατική αντιπολίτευση το καλοκαίρι του 2015 προσέφερε απλόχερα τη συναίνεσή της ψηφίζοντας το τρίτο μνημόνιο, παρά τα όσα είχαν προηγηθεί, και είδαμε όσα ακολούθησαν. Η συναίνεση στα μείζονα δόθηκε και αντιμετωπίστηκε επιθετικά και κακόβουλα. Θυμούνται όμως όσοι μιλούν σήμερα για «συναίνεση» τι συνέβη στη χώρα την περίοδο 2010-2015 και πώς έφθασε να γίνουν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κυβέρνηση; Αυτοί που θέλουν να ανοίξουμε μια στοργική αγκαλιά «συναίνεσης» για τον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν προφανώς το ίδιο και για τους εμφανείς και αφανείς εταίρους του. Περιλαμβάνουν προφανώς στη συναινετική τους διάθεση και τα δίκτυα του βαθέος κράτους που έχει εγκαταστήσει η κυβέρνηση με πρώτο στόχο τον έλεγχο της Δικαιοσύνης. Οσοι αγωνιούν δήθεν μήπως η απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ τον τρέφει ή τον οδηγεί στον αντισυστημισμό υποδύονται ότι δεν κατανοούν το θεμελιώδες τέχνασμά του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ηγετική ομάδα κυνικών διαχειριστών της εξουσίας δεν βασανίζεται από εσωτερικά διλήμματα. Δεν αναζητεί μια νέα σοσιαλδημοκρατική ταυτότητα. Κάνει και λέει ταυτοχρόνως κάτι και το ακριβώς αντίθετό του. Ο δήθεν ρεαλιστικός συμβιβασμός με την ευρωπαϊκή πραγματικότητα συνυπάρχει σκοπίμως με τη διαρκή υπενθύμιση ενός ακραίου ριζοσπαστισμού που λειτουργεί ως υφέρπουσα απειλή ή προσδοκία, ανάλογα με το ακροατήριο».
Συμφωνείτε δηλαδή με τον Αντώνη Σαμαρά που πρότεινε τη δημιουργία μετώπου κατά του ΣΥΡΙΖΑ και πυροδότησε τα σενάρια για ενδεχόμενη μετακίνησή σας στη ΝΔ;
«Ο κ. Σαμαράς είπε ότι θεωρεί το Κίνημα Αλλαγής αναγκαίο εταίρο της επόμενης κυβέρνησης, που τη βλέπει προφανώς ως κυβέρνηση συνεργασίας. Την ίδια θέση είχε κατ’ ουσίαν διατυπώσει ο κ. Μητσοτάκης στο Συνέδριο του Κινήματος Αλλαγής. Τη θέση μου για τον ρόλο της δημοκρατικής παράταξης στην πολιτική διεύθυνση της χώρας την παρουσίασα στο Συνέδριο και την επανέλαβα συνοπτικά προηγουμένως. Σενάρια δικής μου μετακίνησης στη ΝΔ διακινούν μόνο ελάχιστοι γελοίοι τύποι που υπονόμευσαν το ΠαΣοΚ, την Ελιά και γενικότερα τη δημοκρατική παράταξη την περίοδο της εθνικής μάχης, διέσπασαν τον χώρο ή συνεργάστηκαν απροκάλυπτα με τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τώρα παριστάνουν τους τιμητές, ασεβούν κατά του αγώνα που δώσαμε την περίοδο 2010-2015, την οποία χαρίζουν στη ΝΔ, και διακινούν σενάρια συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ που τον αποδέχονται ως ηγεμονική δύναμη του δήθεν ενιαίου χώρου της Κεντροαριστεράς. Αυτοί οι θλιβεροί τυχοδιώκτες δεν εκφράζουν τη βούληση της κοινωνικής και εκλογικής βάσης της δημοκρατικής παράταξης. Δική μου πολιτική και ηθική υποχρέωση είναι να εκφράσω τη βούληση αυτή και να υπερασπιστώ αφενός το ιστορικό κεκτημένο της περιόδου 2010-2015, αφετέρου δε την ολοκληρωμένη στρατηγική που οδηγεί στην «Ελλάδα μετά»».
Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί, όπως έχετε πει, μια κατ’ εξοχήν διαδικασία αναζήτησης ευρύτερων συναινέσεων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να ξεκινήσει η αναθεωρητική διαδικασία από αυτή τη Βουλή για να μη χαθεί η ευκαιρία σημαντικών αλλαγών για άλλα πέντε χρόνια. Εσείς διαφωνείτε;
«Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι συνταγματικό αλλά κοινωνικό, αναπτυξιακό, νοοτροπιακό, ηθικό, πολιτικό. Κάποιοι μιλούν ανιστόρητα για «καλό» και κακό» Σύνταγμα και θεωρούν ότι με μια αναθεώρηση του Συντάγματος μπορείς να πετύχεις ανάπτυξη, ανασυγκρότηση, απασχόληση, ευημερία, πολιτικό πολιτισμό. Τα Συντάγματα δεν είναι εργαστηριακά ακαδημαϊκά προϊόντα αλλά ιστορικές καταστάσεις. Αν υπό τις παρούσες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα, θα έχουν έντονη τη σφραγίδα του συνταγματικού λαϊκισμού. Τώρα το ζητούμενο είναι η απόκρουση της συστηματικής προσβολής του Συντάγματος από μια κυβέρνηση που σφετερίζεται την ιδιότητά της για να αλλοιώσει θεμελιώδεις θεσμούς του πολιτεύματος, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Οταν προτείνεις στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συναίνεση για να γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα που περιλαμβάνουν ακόμη και τα ίδια τα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια της αναθεώρησης, καθιστάς κεντρικό ζήτημα όχι την παραβίαση του Συντάγματος από την κυβέρνηση και τους εταίρους της, αλλά την αλλαγή του Συντάγματος σε συνεργασία με τον παραβάτη του Συντάγματος. Αντί να ενοχοποιείται η κυβέρνηση ενοχοποιείται το ισχύον Σύνταγμα! Εξίσου εσφαλμένο είναι να λες «ελάτε να συμφωνήσουμε τώρα με 180 ψήφους στην ανάγκη αναθεώρησης όποιων διατάξεων θέλουν ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ, το Κίνημα Αλλαγής κ.ο.κ. και η επόμενη Βουλή ας συντελέσει την αναθεώρηση με απλή πλειοψηφία». Ακυρώνονται έτσι οι θεμελιώδεις εγγυήσεις του αυστηρού Συντάγματος και αυτό μετατρέπεται σε καρυδότσουφλο της συγκυρίας. Εχω υποχρέωση να αντισταθώ σε όλες τις εκφάνσεις του συνταγματικού λαϊκισμού».
Τις διαφωνίες σας με βασικές θέσεις και επιλογές της ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής μέχρι πού είστε διατεθειμένος να τις φθάσετε; Ηδη υπάρχουν διαρροές από τη Χαριλάου Τρικούπη για διαγραφή σας.
«Με τη διαδρομή που έκανα και την ευθύνη που οφείλω να έχω έναντι της αλήθειας, του τόπου και της δημοκρατικής παράταξης, λέτε να μπορεί να κλονιστεί από κάτι η στάση μου για το Σύνταγμα, τους θεσμούς, τη δημοκρατία, την εθνική στρατηγική και το μέλλον της πατρίδας; Από τίποτα και από κανέναν. Οι θέσεις που διατυπώνω είναι αυτές για τις οποίες αγωνίστηκε η παράταξη κάνοντας τις δύσκολες και υπεύθυνες επιλογές της περιόδου 2010-2015. Αυτές οι επιλογές δεν είναι ορφανές, ούτε τίθενται υπό τον αναδρομικό έλεγχο των ριψάσπιδων ή αυτών που προσπάθησαν να κάνουν καριέρα πουλώντας το δήθεν νέο και άφθαρτο ή αυτών που προστάτευαν τα νώτα τους την ώρα που εμείς κρατούσαμε τον τόπο όρθιο με τεράστιο παραταξιακό και προσωπικό κόστος. Μέλλον χωρίς μνήμη και γνώση, χωρίς συνείδηση της ιστορίας και χωρίς δύσκολες αλήθειες, δεν υπάρχει».

«Να διαχωρίσουμε τα γεγονότα από τα λόγια»

Η ένταση στο Αιγαίο διατηρείται αμείωτη. Πιστεύετε ότι ευθύνη φέρει μόνο η τουρκική πλευρά, ή και η ελληνική κυβέρνηση με τη στάση που τηρεί ο υπουργός Εθνικής Αμυνας;
«Κατ’ αρχάς υποκλίνομαι στη μνήμη του Σμηναγού Γεωργίου Μπαλταδώρου. Είναι αναγκαίο να διαχωρίσουμε τα γεγονότα από τα λόγια. Οταν υπάρχουν γεγονότα, δηλαδή κυρίως αεροναυτικά περιστατικά, η απάντηση πρέπει να είναι ψύχραιμη και αποφασιστική ταυτοχρόνως, σύμφωνα με καλά επεξεργασμένα πρωτόκολλα ενεργειών. Οταν υπάρχουν λόγια πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε δηλώσεις με βαρύτητα κατά το διεθνές δίκαιο στις οποίες πρέπει να δίδεται άμεση, υπεύθυνη και λιτή απάντηση με συνείδηση της σημασίας κάθε λέξης, και σε σχόλια ή αναφορές που γίνονται για εσωτερική κατανάλωση, με κίνητρα επικοινωνιακά. Σε τέτοιου είδους δημόσιους “διαλόγους” μια ευρωπαϊκή χώρα δεν χρειάζεται να συμμετέχει, διευκολύνοντας ένα παιχνίδι έντασης. Οι δε διπλωματικοί δίαυλοι επικοινωνίας πρέπει να μένουν πάντα ανοικτοί. Τα θερμά επεισόδια της περιόδου 1974-2018 δεν οδήγησαν σε γενίκευση, προκάλεσαν όμως τη μακρά αδρανοποίηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων λόγω της ασυμμετρίας που υπάρχει. Οι μονομερείς τουρκικές αμφισβητήσεις αφορούν την ελληνική επικράτεια και κυριαρχία, τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, τον ελληνικό εναέριο χώρο, τις ελληνικές αρμοδιότητες στο FIR Αθηνών και στην έρευνα και διάσωση κ.ο.κ. Αν ακολουθούμε τις παραπάνω διακρίσεις, μπορούμε να διαφυλάξουμε το περίγραμμα μιας εθνικής στρατηγικής που διαμορφώθηκε την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Πάνω στη στρατηγική αυτή οφείλουμε να στοχαζόμαστε εθνικά, εφόσον βεβαίως είμαστε καλά και σε βάθος ενημερωμένοι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.