Η έξοδος του Πάσχα στάθηκε πάλι αφορμή για τον σχολιασμό των «ηθών του Ελληνα» και κάποιες συγκρίσεις με παλιότερα χρόνια. Η μαζικότητα των εορτασμών, η ταξιδιωτική συμπεριφορά, το διάστημα της απουσίας, το στυλ της κατανάλωσης, όλα περνούν από έλεγχο. Μην ξεχνάμε πως και το 2012 και τις επόμενες χρονιές έτσι μετρούσαν πολλοί την «κρίση»: πόσο κόπηκε το κύμα εξόδου των εκδρομέων, αν άδειασαν οι πόλεις ή γιατί στα μαγαζιά επικρατεί το αδιαχώρητο. Αυτές οι απλές κουβέντες έφτιαξαν ένα στόρι για την κρίση, για τις αντοχές των Ελλήνων και κυρίως για την κατάσταση της μεσαίας τάξης.
Πριν από λίγα χρόνια η παραμικρή αραίωση στην κίνηση ενός καφέ ή μιας ταβέρνας γινόταν απόδειξη του «καθεστώτος της λιτότητας» και της τροϊκανής επιβολής. Αλλοτε πάλι ένα μεγάλο μποτιλιάρισμα στα διόδια ή το καταναλωτικό ξεσάλωμα κάποιου γνωστού ή γείτονα έδωσε αφορμές για τον ισχυρισμό ότι υπάρχει κρυφός πλούτος και ότι πολλοί ψεύδονται για την οικτρή τους κατάσταση. Από διαφορετικές φέτες και εικόνες ζωής κατασκευάζει κανείς τη δική του ιστορία, μια δική του εκδοχή. Το θέμα όμως δεν είναι οι πολιτικές χρήσεις της μίας ή άλλης εικόνας. Ούτε καν το πόσο χειρίζεται ο αριστερός ή ο δεξιός τα κοινωνιολογικά στερεότυπα για να στηρίξει μια ιδέα, ένα πολιτικό σχέδιο ή τον αρχηγό του. Αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι η κριτική μας στα ήθη και στις πρακτικές της μεσαίας τάξης. Ο τρόπος και η στόχευσή της. Μπορεί ποτέ μια τέτοια κριτική να είναι πολιτικά χρήσιμη και υποβοηθητική μιας νέας αυτεπίγνωσης ή θα ντύνεται πάντα με το ρούχο της αγανάκτησης και της προσωπικής δυσθυμίας;
Ενα ερώτημα φαίνεται να στοιχειώνει όλα αυτά τα χρόνια: αλλάζει η κοινωνική συνείδηση μέσα από τις εμπειρίες μιας οικονομικής κρίσης; Ή παραμείναμε ίδιοι και απαράλλακτοι παρά τα «μαθήματα» των καιρών;
Πολλές από τις εικόνες μιας πασχαλιάτικης εξόδου, μιας πολυήμερης απεργίας των απορριμματοφόρων ή κάποιας έκτακτης περίστασης δίνουν την εντύπωση ότι το ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί: όχι, δεν αλλάξαμε, δεν μπορούμε να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό το περίφημο και χιλιοσυζητημένο «μοντέλο της μεταπολιτευτικής ευημερίας». Συρρικνωθήκαμε, μικρύναμε τις απαιτήσεις μας και σχεδόν χρεοκοπήσαμε, αλλά εμμένουμε στην ίδια πάνω-κάτω τροχιά. Αυτό είναι το μαστίγωμα στα ήθη που κυριεύει συχνά την αρθρογραφία, το σχόλιο των κοινωνικών μέσων, τις καθημερινές μας συζητήσεις.
Νομίζω όμως ότι κάπου εδώ περισσεύει η σύγχυση. Μπερδεύουμε τη μεταρρύθμιση των ηθών με κάποιες ορατές και θορυβώδεις «αποδείξεις»: να φθάσει, ας πούμε, Μεγάλη Παρασκευή και να έχουν φύγει μόνο λίγες χιλιάδες αυτοκίνητα από τις πόλεις. Να μην υπάρχουν απόντες στις υπηρεσίες στο ενδιάμεσο δύο αργιών. Πολλά αυτοκίνητα να ακινητοποιηθούν ως συνειδητή απόφαση του πολίτη να μην κατέβει στο κέντρο με το ΙΧ του. Τέτοιου τύπου αποδεικτικά στοιχεία της αλλαγής νοοτροπίας.
Αυτή όμως η προσδοκία για τομές στις ρουτίνες του έθνους έχει κάτι το αφελές. Γιατί δεν προχωρούν έτσι τα πράγματα, αλλά με πιο έμμεσες και αφανείς διεργασίες. Η μεσαία τάξη (για να μείνω στο παράδειγμα) δεν είναι ένας αμαρτωλός που θα εξομολογηθεί και έπειτα θα μεταμορφωθεί σε συνετό ον ενός νουνεχούς πλέον συστήματος. Οι αλλαγές πάντα θέλουν χρόνο, σωστό πολιτικό πλαίσιο και αίσθηση της πραγματικότητας: όχι κηρύγματα και αφορισμούς.
Η άλλη αντίφαση: από τη μία στιγματίζουμε τις συνέπειες της κρίσης στην κοινωνία (λιτότητα) και από την άλλη δεν κρύβουμε την ενόχλησή μας όταν οι πολίτες, ακόμα και οι φτωχότεροι, βρίσκουν τρύπες και ξεφεύγουν από τον κλοιό. Αλλοι –πιο ριζοσπάστες αυτοί –συνηθίζουν να περιγράφουν την κοινωνία σαν στρατόπεδο καταπιεσμένων, μα όταν τυχαίνει οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται διαφορετικά, όταν δείχνουν χαλαροί και ευδιάθετοι, τότε κατακεραυνώνονται ως αλλοτριωμένα και παθητικά ανθρωπάκια.
Θέλω να πω ότι η κριτική των ηθών μπορεί να είναι χρήσιμη και να έχει νόημα για την πολιτική σκέψη. Υπό όρους όμως: να μη γλιστράει στη γεροντίστικη κατήφεια (όλοι το παθαίνουμε και πολλοί νεότεροι) για την «κοινωνία που ξέφυγε». Να μη θεωρεί πως το κακό γούστο των ανθρώπων (ή αυτό που μας φαίνεται κακό) είναι απόδειξη ότι δεν αλλάζουν ποτέ οι νοοτροπίες. Και, φυσικά, να μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπέρασμα από ένα Σαββατοκύριακο, από μια γιορτή, από μια πασχαλινή έξοδο. Ούτε καν από την αποθέωση ενός ριάλιτι.
Το λάθος κάποιων αριστερών είναι ότι βιάζονται να δουν ξοφλημένη τη μεσαία τάξη για να επιβεβαιωθεί η θεωρία της μεγάλης πόλωσης ανάμεσα στους «από κάτω» και στη μειοψηφία των ολιγαρχών.
Η αυταπάτη κάποιων φιλελεύθερων και μεταρρυθμιστών είναι ότι περιμένουν να δουν μια μεσαία τάξη και μια Ελλάδα πλήρως θεραπευμένη από τους «μεταπολιτευτικούς ιούς». Οι άνθρωποι γύρω μας όμως απειθαρχούν στα εκατέρωθεν μοντέλα και φέρονται με «ακάθαρτο» τρόπο. Ζουν συγχρόνως τη σύγχυση και τη διαύγεια και είναι αστόχαστο να περιμένεις πως θα αλλάξει η συνείδησή τους σαν να πρόκειται για αλλαγή μιας άποψης, μιας απλής γνώμης.
Ο παρασιτικός μικρομεγαλισμός που υπονόμευσε τη δημοκρατία μας για δεκαετίες είχε στον πυρήνα του μια έγκυρη αξίωση: την αξίωση για μια καλύτερη ζωή, με περισσότερες ανέσεις και λιγότερη μιζέρια. Αν μαραθεί αυτή η επιθυμία και συνηθίσει κανείς την αναδίπλωση και το σκύψιμο της ήττας, δεν θα ηττηθεί βεβαίως ο παρασιτισμός: θα γιγαντωθεί απλώς μέσα μας σαν καταθλιπτική ματαίωση και μοιρολατρία.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι να περάσουμε από την έλλειψη μέτρου στον μαζοχισμό μιας ψεύτικης μεταμέλειας. Χρειάζεται μια άλλη κίνηση με ορίζοντα: η ανάκτηση της χαράς μαζί με την ανάληψη της ευθύνης για νέα παραδείγματα στην παραγωγική και πολιτική ζωή. Που πάντως δεν θα έρθουν περιφρονώντας όσους επέμειναν, για άλλη μια φορά, να πάρουν τους δρόμους και τα βουνά. Και καλά έκαναν.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ