«Σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων οι εξαιρετικά κερδοφόροι τεχνολογικοί κολοσσοί εκμεταλλευόμενοι την υψηλή αξιολόγησή τους εκδίδουν χρέος με πολύ χαμηλό επιτόκιο και στη συνέχεια αγοράζουν ομόλογα άλλων εταιρειών με υψηλότερες αποδόσεις, καταλήγουν δηλαδή να λειτουργούν όπως η JP Morgan και η Godlman Sachs» γράφει στους «Financial Times» η Ρανά Φορουχάρ επικαλούμενη στέλεχος του Γραφείου Οικονομικών Ερευνών της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed). Λαμβάνουν, δηλαδή, οι τεχνολογικές εταιρείες δεσπόζουσα θέση σε δημόσιες προσφορές, όπως οι ανάδοχοι τραπεζικοί οργανισμοί.
Ανεξέλεγκτο περιβάλλον
Η οικονομία
«Βρισκόμαστε στα τελευταία στάδια του ανοδικού οικονομικού κύκλου. Τα επόμενα χρόνια ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί. Το χάσμα μεταξύ Wall Street και πραγματικής οικονομίας θα διευρυνθεί. Και η φορολογική μεταρρύθμιση των Ρεπουμπλικανών θα ανοίξει περισσότερο την ψαλίδα. Επιπλέον, σε ένα περιβάλλον προστατευτισμού και αντιμεταναστευτικής πολιτικής η διαδικασία αυτή θα κάνει τον κόσμο ακόμα πιο επιφυλακτικό απέναντι στην παγκοσμιοποίηση» σημειώνει ο Πόζαρ στην ανάλυσή του. Και καταλήγει: «Αν ο κόσμος συνεχίσει να έχει την εντύπωση ότι η παγκοσμιοποίηση βλάπτει τον απλό πολίτη, ο λαϊκισμός θα θεριέψει ακόμα περισσότερο».
$185.000 το «μέσο» μπόνους στη Wall Street
Στα προ κρίσεως επίπεδα έφθασαν πέρυσι τα περιβόητα μπόνους που χορήγησαν στα στελέχη τους οι επενδυτικές τράπεζες και οι μεγάλες χρηματιστηριακές εταιρείες της Wall Street. Ενώ το 2016 το μπόνους που έλαβε κατά μέσον όρο ένας τραπεζίτης αυξήθηκε κατά 15% συγκριτικά με το 2015 και έφθασε στα 157.660 δολάρια, το 2017 η αύξηση ήταν 17% και έφθασε στα 184.220 δολάρια.
Ετσι, αν τα μπόνους που θα εισπράξουν στο τέλος της εφετινής χρονιάς οι νεοϋορκέζοι τραπεζίτες είναι αυξημένα μόλις κατά 3,9% συγκριτικά με τα περυσινά, τότε θα καταρριφθεί το ρεκόρ των 191.360 δολαρίων που είχαν ενθυλακώσει κατά μέσον όρο τα golden boys το αλησμόνητο για τη Wall Street έτος 2006.
Πέρυσι, άλλωστε, η δεξαμενή των μπόνους αυξήθηκε κατά 17% στη μητρόπολη του τραπεζικού και χρηματιστηριακού καπιταλισμού και έφθασε στα 31,4 δισ. δολάρια, πλησιάζοντας αρκετά τα επίπεδα-ρεκόρ των 33-34 δισ. δολαρίων που είχαν καταγραφεί τα έτη 2006 και 2007, λίγο προτού δηλαδή καταρρεύσει η Lehman Brothers και ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Τα στοιχεία αυτά ανακοίνωσαν την περασμένη Δευτέρα οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Κινητήρια δύναμη για τις τράπεζες της Wall Street ήταν πέρυσι η αύξηση της αξίας των συμφωνιών εξαγορών και συγχωνεύσεων κατά 22% συγκριτικά με το 2016, που έφθασε στα 39 δισ. δολάρια, σύμφωνα με στοιχεία της Thomson Reuters. Επίσης αυξήθηκαν κατά 14%, στα 29 δισ. δολάρια, τα έσοδα που είχαν από τις εκδόσεις χρέους – παρά τον ανταγωνισμό από τις τεχνολογικές εταιρείες, που επηρέασαν πάντως αισθητά τις αγοραπωλησίες ομολόγων.
Ειδικοί επισημαίνουν ως έναν από τους λόγους αύξησης των μπόνους την ανανέωση της Wall Street σε ανθρώπινο δυναμικό. Οι τράπεζες προσλαμβάνουν νέα στελέχη που συνήθως πληρώνονται περισσότερο με μετρητά παρά με μετοχές. Μεγάλη δραστηριότητα παρατηρήθηκε, τέλος, στον τομέα της μόχλευσης των δανείων – πρόκειται για μια αγορά με τζίρο 940 δισ. δολ. «Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για κάθε τύπο… χαρτιού» δήλωσε στο Bloomberg ο Τζόρνταν Σαπίρο της νεοϋορκέζικης εταιρείας ερευνών Bachrach Group.
«Η μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας των εταιρειών της Wall Street την τελευταία διετία δείχνει ότι ο κλάδος μπορεί να ευημερήσει παρά τις ρυθμίσεις και τα μέτρα προστασίας του καταναλωτή που έχουν τεθεί σε εφαρμογή μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση» δήλωσε ο πολιτειακός ελεγκτής της Νέας Υόρκης Τόμας Ντινάπολι. «Οταν η Wall Street πηγαίνει καλά, ολόκληρη η πόλη και η Πολιτεία επωφελούνται» πρόσθεσε ο ελεγκτής. Μία στις 10 θέσεις εργασίας στη μεγαλύτερη πόλη των ΗΠΑ συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τον χρηματοοικονομικό κλάδο, εξηγεί το Bloomberg.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ