Με τη μέτρηση δύο νέων ουσιών θα μπορούν σύντομα οι γιατροί να προβλέψουν την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2, έως και δέκα χρόνια πριν την εμφάνιση του, σε άτομα που βρίσκονται σε προδιαβητικό στάδιο.
Πρόκειται για τις ουσίες ασυμμετρική διμεθυλαργινίνη(ADMA) και ενδοθηλιακά προγονικά κύτταρα (EPCs), οι οποίες ανιχνεύονται με εξέταση αίματος.
Προς το παρόν η εξέταση βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο και αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης της ομάδας του Διαβητολογικού Κέντρου του «Τζανείου» Νοσοκομείου Πειραιά, η οποία πήρε το πρώτο βραβείο στο 16ο Πανελλήνιο Διαβητολογικό Συνέδριο που έγινε 14-17 Μαρτίου στην Αθήνα.
Όπως εξήγησε οεπικεφαλής της ομάδας, Παθολόγος – Διαβητολόγος, Συντονιστής – Διευθυντής της Α’ Παθολογικής Κλινικής-Διαβητολογικού Κέντρου του «Τζανείου» Ανδρέας Μελιδώνης, στο Πρακτορείο FM,«στον προδιαβήτη μετράμε μέχρι σήμερα αν υπάρχει κοιλιακή παχυσαρκία, αυξημένη χοληστερόλη, αυξημένη αρτηριακή πίεση, στοιχεία δηλαδή που συμβάλλουν σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, ιδίως σε αυτούς που έχουν προδιαβήτη. Με τη μελέτη μας δείξαμε ότι πλέον υπάρχουν και αυτές οι δύο νέες ουσίες και πιστεύω ότι υπάρχει η προοπτική σε σύντομο χρονικό διάστημα να μπορούμε να τις έχουμε σε καθημερινή κλινική πράξη».
Σύμφωνα με τον κ. Μελιδώνη, στον προδιαβήτη τα άτομα έχουν οριακά αυξημένα σάκχαρα, δηλαδή σάκχαρο νηστείας από 100 έως 126. «Αυτά τα άτομα που έχουν προδιαβήτη έχουν 5-10% πιθανότητες κάθε χρόνο να εμφανίσουν διαβήτη τύπου 2. Και σήμερα όλα τα φώτα της διαβητολογικής κοινότητας στρέφονται σε αυτή την ομάδα των προδιαβητικών, έτσι ώστε όταν έχουμε κάποια προγνωστικά στοιχεία, να μπορούμε με τις κατάλληλες παρεμβάσεις να επιβραδύνουμε την εμφάνιση του διαβήτη, ή να αναστείλουμε την εξέλιξη του προδιαβήτη σε διαβήτη».
Οι παρεμβάσεις αυτές ακουμπούν στη μεσογειακή διατροφή, την έντονη άσκηση και πλέον και στην προληπτική χορήγηση μίας ουσίας, η οποία επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου, και η οποία χορηγείται σε κάποιους ειδικούς πληθυσμούς προδιαβητικών. «Δηλαδή σε άτομα που δεν είναι απλά προδιαβητικοί, αλλά είναι υψηλού κινδύνου για να εμφανίσουν τη νόσο, π.χ. έχουν κληρονομικότητα από την οικογένεια, είναι παχύσαρκοι κ.λπ», εξήγησε ο κ. Μελιδώνης.
Ωστόσο, το Διαβητολογικό Κέντρο του «Τζανείου» Νοσοκομείου πήρε και βραβείο αναρτημένων ανακοινώσεων για μία ακόμη εργασία που καταδεικνύει τη σοβαρότητα και την έκταση της νόσου.
«Είδαμε σε ένα μεγάλο δείγμα πληθυσμού, σε 1.500 νοσηλευθέντες σε παθολογικές κλινικές του νοσοκομείου μας τον τελευταίο χρόνο, ότι το 35% είχαν διαβήτη τύπου 2. Σχεδόν το 45-50% των νοσηλειών των διαβητικών τύπου 2 στις παθολογικές κλινικές, οφείλονταν στις χρόνιες επιπλοκές της νόσου, όπως νεφροπάθεια, καρδιοπάθεια, περιφερική αγγειοπάθεια, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Και το υπόλοιπο μισό από τις νοσηλείες των ατόμων με διαβήτη, 45-50%, οφειλόταν σε λοιμώξεις, καρκίνο και άλλα συμβάματα, που μπορεί να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε άτομο και όχι απαραίτητα σε διαβητικό», είπε ο κ. Μελιδώνης.
Και πρόσθεσε: «Επίσης στη μελέτη μας είδαμε ότι από τους νοσηλευθέντες στις παθολογικές κλινικές, το 25-28% ήταν γνωστοί διαβητικοί και ένα 10% ανακάλυπταν ότι πάσχουν από διαβήτη, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας».
Και κατέληξε υπογραμμίζοντας ότι «σήμερα λέμε ότι περίπου το 12% των Ελλήνων έχουν διαβήτη. Από αυτούς το 30% έχει διαβήτη, αλλά δεν το γνωρίζει. Είναι χρέος λοιπόν όλων μας: των θεραπευτών, της ιατρικής κοινότητας, αλλά και της πολιτείας, με τις δυνατότητες που έχει στο πλαίσιο της πρόληψης, να ανακαλύψουμε αυτούς που ανήκουν στο 30% και δεν γνωρίζουν ότι έχουν τη νόσο».