Δεν αρκεί να δεις προσχέδια, σχέδια, τυπωμένα βιβλία ή περιοδικά για να κατανοήσεις τον τρόπο με τον οποίο ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας ασχολήθηκε με την εικονογράφηση εκδόσεων. Πρέπει να περιπλανηθείς στο γοητευτικό και δαιδαλώδες σύμπαν που συγκροτούν οι εκατοντάδες επιστολές που αντάλλαξε με εκδότες και συγγραφείς, με λεπτομερείς –σχεδόν εξαντλητικές –οδηγίες, σκέψεις, σημειώσεις, ιδέες για την εικονογράφηση που είχε κατά νου και που δεν αφορούσε μόνο προμετωπίδες και εξώφυλλα αλλά όλες τις σελίδες. Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας σχεδίαζε τις εκδόσεις εξαρχής. Και αυτή είναι μια διάσταση που θα επιχειρηθεί να αναδειχθεί στην έκθεση «Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Ζωγραφίζοντας για τα βιβλία» από τις 19 Απριλίου ως τις 21 Ιουλίου στο Μουσείο Μπενάκη – Πινακοθήκη Γκίκα.
Διαβάζουμε σε μια επιστολή του στον Νίκο Καρύδη των εκδόσεων Ικαρος το 1963, στην οποία αναφέρεται στον σχεδιασμό της έκδοσης για τα Ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη: «…Εάν τελικά αποφασίσουμε υπέρ του διαστίχου, το χαρτί θα πρέπει να είναι μεγαλύτερου σχήματος [….]. Το χρώμα της μελάνης θα εξαρτηθεί βέβαια τελικώς από το χρώμα του χαρτιού, αλλά προς το παρόν ένα χρώμα […] (σαγκίνας;) όχι πολύ ζεστό, μάλλον προς το κρύο…». Μια καθολική, ολιστική σχέση με την έκδοση που προσέδιδε τα μοναδικά χαρακτηριστικά της τέχνης του, της αισθητικής αλλά και της προσωπικής του σχέσης με τα βιβλία και δη με την ποίηση που τόσο αγαπούσε. Αξίζει να δει κανείς τη βιβλιοθήκη του στην οικία του όπου πλέον στεγάζεται η Πινακοθήκη Γκίκα, με τους περισσότερους από 7.000 τίτλους βιβλίων.
«Είχε σαφή αισθητική άποψη για το πώς θα τυπώνονταν οι σελίδες, ποια γραμματοσειρά θα χρησιμοποιηθεί, αν τα σχέδια θα είναι ολοσέλιδα, ή στις ποιητικές συλλογές πάνω ή στο πλάι. Και φυσικά τον ενδιέφερε το χρώμα: δεν ήθελε να επισκιάζει το κείμενο, αλλά ούτε και να συμβαίνει το αντίστροφο» εξηγεί η επιμελήτρια της έκθεσης Ιωάννα Μωραΐτη. Αν και για τις σελίδες επέλεγε κάποια από τις υπάρχουσες γραμματοσειρές, σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά για τα εξώφυλλα, σχεδίαζε δικές του γραμματοσειρές. Για παράδειγμα, το βλέπουμε αυτό στο εξώφυλλο του βιβλίου για τον Καβάφη που γράφει επάνω το όνομα του ποιητή «Κωνσταντίνος Π. Καβάφης» και κάτω το δικό του όνομα.
Αλληλογραφούσε εντατικά όχι μόνο με τους εκδότες αλλά και με κάποιους από τους ίδιους τους δημιουργούς, κυρίως με τον Νίκο Καζαντζάκη για την «Οδύσσειά» του, αλλά και με τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Γκάτσο. Ο ίδιος αγαπούσε βαθιά την ποίηση. Ελεγε: «Δεν είμαι ποιητής, με την έννοια ότι γράφω στίχους, αλλά με ενδιαφέρουν οι στίχοι των ποιητών να τους διαβάζω. Πολλές φορές με εμπνέουν στη ζωγραφική μου». Εχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι αν και ο ίδιος έγραψε πολλά βιβλία, διηγήματα, δοκίμια, έκανε πολλές μεταφράσεις, δεν έγραψε ποτέ ποίηση.
Οταν διόρθωνε τους μεταφραστές
Στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη θα παρουσιαστούν περί τα 70 αντικείμενα (βιβλία, επιστολές, σχέδια, προσχέδια, ελάχιστες από τις μακέτες που διασώζονται, τυπογραφικά δοκίμια), χωρισμένα σε τέσσερις ενότητες. Η περιήγηση στην έκθεση αρχίζει από την ποίηση με επιλογή συγκεκριμένων εικονογραφήσεων, συνεχίζει με την πεζογραφία και το θέατρο, περνά στα λογοτεχνικά περιοδικά και ολοκληρώνεται με τις ανέκδοτες εικονογραφήσεις. «Σχέδια που έκανε και ποτέ δεν υλοποιήθηκαν. Ανάμεσά τους αυτά που αφορούν την έκδοση του «Aξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη από τον Ικαρο» εξηγεί η κυρία Μωραΐτη. «Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η αλληλογραφία Γκίκα, Ελύτη και εκδότη με τις περιγραφές για το πώς φανταζόταν τα σχέδια, πού ήθελε χρώμα και πού όχι». Εκτίθενται όμως και τα σχέδια για την έκδοση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάν. «Επρόκειτο να εκδοθούν από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ σε συνεργασία με έναν εκδότη στο Σικάγο. Τελικά η έκδοση δεν προχώρησε επειδή ήταν εξαιρετικά πολυτελής και δεν εγκρίθηκε το απαραίτητο κονδύλι» λέει η κυρία Μωραΐτη.
Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι για τον ίδιο τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα η ενασχόληση με τις εκδόσεις δεν ήταν μια παράπλευρη δράση. Ο ίδιος έλεγε σε συνέντευξη ότι διακρίνει το έργο του στους εξής τομείς: ζωγραφική, αρχιτεκτονική, εικονογράφηση. Η πρώτη έκδοση με την οποία ασχολήθηκε δεν ήταν άλλη από αυτήν του περιοδικού «Τρίτο Μάτι», στο οποίο ήταν συνεκδότης μαζί με τον Πικιώνη και σχεδίαζε όχι μόνο την εικόνα, αλλά και το περιεχόμενο. Με τα βιβλία άρχισε να ασχολείται συστηματικά από το 1937 ως το 1992 και έκανε συνολικά περί τις 40 ολοκληρωμένες εκδόσεις, εκ των οποίων οι 13 ήταν για τον Ικαρο. Σε κάποιες περιπτώσεις, κυρίως στις μεταφράσεις ελληνικών κειμένων σε αγγλικά και γαλλικά, έκανε και σημειώσεις και διορθώσεις επί της ίδιας της μετάφρασης. Το βλέπουμε για παράδειγμα στο Λεύκωμα «Λυρικά».
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τα τελευταία σχέδια για εικονογράφηση βιβλίου με τα οποία ασχολήθηκε αφορούσαν το «Η γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού. «Εκανε δύο προσχέδια μόνο, και αυτά σε πρώιμο στάδιο» λέει η κυρία Μωραΐτη. Λίγο αργότερα πέθανε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ