Από αντιβασιλέας του Ιράκ… δάσκαλος του σκι

Ο Πολ Μπρέμερ, ο πρώτος διοικητής του Ιράκ μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν και ο άνθρωπος που θεωρείται ότι με τις αποφάσεις του έστρωσε το έδαφος για τη μετέπειτα άνοδο του Ισλαμικού Κράτους, εργάζεται σήμερα ως δάσκαλος του σκι σε θέρετρο του Βερμόντ, στις βορειοανατολικές ΗΠΑ.

Ο Πολ Μπρέμερ, ο πρώτος διοικητής του Ιράκ μετά την πτώση του Σαντάμ Χουσεΐν και ο άνθρωπος που θεωρείται ότι με τις αποφάσεις του έστρωσε το έδαφος για τη μετέπειτα άνοδο του Ισλαμικού Κράτους, εργάζεται σήμερα ως δάσκαλος του σκι σε θέρετρο του Βερμόντ, στις βορειοανατολικές ΗΠΑ. Δύο αποφάσεις του Μπρέμερ ως επικεφαλής της προσωρινής αρχής που διοίκησε το Ιράκ από τον Μάιο του 2003 ως τον Ιούνιο του 2004 –η Διαταγή Νο 1 για την απομπααθοποίηση της χώρας και η Διαταγή Νο 2 για τη διάλυση του ιρακινού στρατού –του χάρισαν τον τίτλο του «ανθρώπου που έχασε το Ιράκ». Σήμερα, στα 76 του χρόνια, είναι ένας από τους 400 δασκάλους του Okemo Ski + Ride School και παραδίδει μαθήματα σε αρχαρίους.
Δημοσιογράφος της ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Task & Purpose, που απευθύνεται σε βετεράνους του αμερικανικού στρατού, συνάντησε πρόσφατα τον Μπρέμερ στο ορεινό θέρετρο Οκέμο –έκανε μάλιστα ένα μάθημα σκι μαζί του –και περιγράφει έναν άνθρωπο συμφιλιωμένο με τη ρετσινιά ότι τα θαλάσσωσε στους 14 μήνες που διοίκησε το Ιράκ, βυθίζοντας τη χώρα στο χάος και κατά προέκταση όλη τη Μέση Ανατολή. Ο σημερινός Μπρέμερ, συνταξιούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, παίρνει πολύ στα σοβαρά το επάγγελμα του δασκάλου του σκι, το οποίο ασκεί με πλήρες ωράριο πέντε ημέρες την εβδομάδα. Στον ελεύθερο χρόνο του ζωγραφίζει τοπία εμπνευσμένα από το χιονισμένο Βερμόντ –όπως ο κάποτε προϊστάμενός του, ο πρώην πρόεδρος Τζορτζ Γ. Μπους, ο οποίος επίσης ζωγραφίζει, πορτρέτα.

Πρόσληψη στα τυφλά

Ο απεσταλμένος του Task & Purpose μίλησε και με τον άνθρωπο που προσέλαβε τον Μπρέμερ πριν από δύο χρόνια, τον διευθυντή της σχολής, Κρις Σέιλορ, ο οποίος τον θεώρησε «φιλικό και υπομονετικό» και του έδωσε τη δουλειά. Μόνο αργότερα, όταν έψαξε το παρελθόν του, συνειδητοποίησε ότι είχε προσλάβει έναν κορυφαίο διπλωμάτη, δεξί χέρι έξι διαφορετικών υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων ο Χένρι Κίσινγκερ, και αναμεμειγμένο σχεδόν σε κάθε σημαντικό γεγονός της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας, από την παραίτηση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον ως το σκάνδαλο Ιράν –Κόντρας.
Μόνο «φιλικό και υπομονετικό» δεν περιγράφουν τον Μπρέμερ όσοι συνεργάστηκαν μαζί του στο Ιράκ: «αντιβασιλέα» τον ανέβαζαν, «αλαζόνα με αποικιοκρατική στάση» τον κατέβαζαν. Η εμφάνισή του δεν βοηθούσε: μπλέιζερ, γραβάτα και μαντιλάκι τσέπης τον έκαναν να μοιάζει σαν τη μύγα μες στο γάλα ανάμεσα στους αμερικανούς στρατιωτικούς και τους ιρακινούς πολιτικούς. Δεν βοήθησε καθόλου ούτε η περίφημη πλέον απάντησή του στον βρετανό αξιωματούχο που αμφισβήτησε τη νομιμότητα της τακτικής του Μπρέμερ για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου πετρελαίου στο Ιράκ: «Ο νόμος είμαι εγώ». Προφανώς ήταν. Από το γραφείο του στο πρώην παλάτι του Σαντάμ ασκούσε «όλες τις εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές λειτουργίες» στο Ιράκ και κρατούσε στα χέρια του τις τύχες των 25 εκατομμυρίων Ιρακινών.

Εκλεκτός του Τσέινι

Προτού αναλάβει διοικητής του Ιράκ, δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στη χώρα, δεν είχε καμία στρατιωτική πείρα και δεν μιλούσε αραβικά. Αλλά σύμφωνα με την εφημερίδα «Boston Globe», ήταν ο εκλεκτός του Ντικ Τσέινι, «του ισχυρότερου αντιπροέδρου στην αμερικανική ιστορία», και του Ντόναλντ Ράμσφελντ, «του ισχυρότερου υπουργού Αμυνας των τελευταίων δεκαετιών», ακριβώς επειδή δεν είχε εμπειρία στο Ιράκ. Αυτοί και ο υφυπουργός Αμυνας Πολ Γούλφοβιτς, όλοι τους «ιέρακες» της νεοσυντηρητικής κυβέρνησης Μπους, πίστευαν πως «υπερβολικά πολλοί «αραβολόγοι» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχαν καταλήξει ότι η δημοκρατία δεν ήταν δυνατή στη Μέση Ανατολή. Ο Μπρέμερ δεν είχε «μολυνθεί» από αυτή την ηττοπαθή λογική».
Δύο λογικές συγκρούονταν εκείνη την εποχή στον Λευκό Οίκο. Η μία συνοψίζεται ως εξής: «Να εισβάλουμε στο Ιράκ, να καταστρέψουμε τα πάντα, να βρούμε έναν ντόπιο συνταγματάρχη, να του δώσουμε ένα μπαστούνι, να επιστρέψουμε σπίτι μας και να τον αφήσουμε να βγάλει το φίδι από την τρύπα». Η άλλη: «Να κάνουμε το Ιράκ φάρο της δημοκρατίας και να εξαπλώσουμε το φως της ελευθερίας σε όλη την περιοχή». Περιττό να πούμε ότι επικράτησε η δεύτερη –χωρίς μεγάλη επιτυχία.

Η «γέννηση» των πρώτων τζιχαντιστών

Αν και ο Μπρέμερ είχε διατελέσει προσωπάρχης του Κίσινγκερ – εκπροσώπου της ρεαλπολιτίκ που θα είχε επιλέξει έναν ντόπιο αυταρχικό αχυράνθρωπο, αρκεί να προωθούσε τα αμερικανικά συμφέροντα στο Ιράκ –, ήταν σε απόλυτη συμφωνία με τη δεύτερη άποψη, εκείνη των νεοσυντηρητικών. Αμέσως μετά την ανατροπή του Σαντάμ στο Ιράκ, ξεκίνησαν οι λεηλασίες και τα αντίποινα των σιιτών προς τους σουνίτες. Πέντε ημέρες αφότου ανέλαβε διοικητής της χώρας ο Μπρέμερ εξέδωσε τη Διαταγή Νο 1, ονόματι «Απομπααθοποίηση της ιρακινής κοινωνίας». Μία εβδομάδα αργότερα εξέδωσε τη Διαταγή Νο 2 για τη διάλυση του ιρακινού στρατού. Η Διαταγή Νο 1 εκκαθάρισε 85.000-100.000 κρατικούς υπαλλήλους, από δασκάλους μέχρι μεσαίους τεχνοκράτες, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στο κόμμα Μπάαθ του Σαντάμ από ανάγκη ή φόβο. Η Διαταγή Νο 2, που χαρακτηρίζεται «η πιο καταστρεπτική απόφαση στο μετά Σαντάμ Ιράκ», διέλυσε με μια μονοκοντυλιά τον στρατό. Αμφότερες γέννησαν την αντίσταση στέλνοντας σπίτι τους εκατοντάδες χιλιάδες δυσαρεστημένους Ιρακινούς που δεν είχαν πλέον ούτε μισθό για να ζήσουν.

Τρεις ημέρες μετά τη Διαταγή Νο 2, στις 26 Μαΐου 2003, πραγματοποιήθηκε η πρώτη βομβιστική επίθεση εναντίον ενός κομβόι του αμερικανικού στρατού προκαλώντας το πρώτο θύμα από την αμερικανική πλευρά στο Ιράκ, τον 25χρονο στρατιώτη Τζερεμάια Σμιθ. Η αντίσταση είχε ξεκινήσει. Εναν χρόνο και κάτι αργότερα, το φθινόπωρο του 2004, είχε πάρει συγκεκριμένη μορφή και αρχηγό: τον τζιχαντιστή Αμπού Μουσάμπ αλ Ζαρκάουι, αρχηγό της Αλ Κάιντα στο Ιράκ. Οταν ο Ζαρκάουι σκοτώθηκε, τα ηνία πήρε ο Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι, ηγέτης πλέον του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και, μετά την επανάσταση κατά του Μπασάρ αλ Ασαντ, και στη Συρία.

Τόσο ο Ζαρκάουι όσο και ο Μπαγκντάντι στρατολόγησαν πρώην αξιωματικούς του ιρακινού στρατού, οι οποίοι δεν ήταν όλοι τζιχαντιστές αλλά μοιράζονταν τη δυσαρέσκεια για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα στη χώρα. Αυτοί παρείχαν στρατιωτική τεχνογνωσία για την κατάληψη της Μοσούλης και των υπόλοιπων εδαφών. Υπολογίζεται ότι το 60% των υψηλόβαθμών στελεχών του Ισλαμικού Κράτους ήταν πρώην μπααθιστές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.