Από τα αζήτητα της Ιστορίας στην ανασύσταση του παρελθόντος

Η ανακάλυψη πριν από έναν χρόνο του σπουδαίου αρχειακού υλικού που βρισκόταν καταχωνιασμένο επί δεκαετίες σε συνθήκες άθλιες σε ένα δωμάτιο του κτιρίου του ελληνικού κοινοβουλίου έφερε στην επιφάνεια με επιτακτικό τρόπο το σοβαρό έλλειμμα που υπήρχε όσον αφορά τη συγκέντρωση, τη συντήρηση και την τεκμηρίωση των αρχείων της Βουλής.

Η ανακάλυψη πριν από έναν χρόνο του σπουδαίου αρχειακού υλικού που βρισκόταν καταχωνιασμένο επί δεκαετίες σε συνθήκες άθλιες σε ένα δωμάτιο του κτιρίου του ελληνικού κοινοβουλίου έφερε στην επιφάνεια με επιτακτικό τρόπο το σοβαρό έλλειμμα που υπήρχε όσον αφορά τη συγκέντρωση, τη συντήρηση και την τεκμηρίωση των αρχείων της Βουλής. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια προσπάθεια ανασύστασης του ιστορικού παρελθόντος και της ιστορικής μνήμης, καθώς οι πλούσιες αρχειακές πηγές και τα τεκμήρια που διαθέτει η Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν είχαν αξιοποιηθεί, παρά τα βήματα προόδου που είχαν σημειωθεί στον τομέα αυτόν.

Σύνθετο έργο

Από μόνο του άλλωστε το έργο αυτό είναι εξαιρετικά σύνθετο και απαιτεί σημαντικούς πόρους –υλικούς και έμψυχους. «Το παρελθόν και η μνήμη που το συνοδεύει παραμένουν δύο πολύπλοκοι παράγοντες στην προσπάθεια που κάνουμε να αναψηλαφήσουμε με στοιχεία και αρχειακό υλικό τα γεγονότα και να καλύψουμε τα όποια κενά. Ακριβώς αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η δημιουργία τού εν λόγω τμήματος» σημειώνει το μέλος του Τμήματος Κοινοβουλευτικών Αρχείων της Διεύθυνσης Βιβλιοθήκης της Βουλής, ιστορικός Στ. Κουτρουβίδης.
Ο σκοπός του νεοσύστατου τμήματος των κοινοβουλευτικών αρχείων είναι, όπως αναφέρει ο ίδιος, «να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα με το αρχειακό υλικό που παράγει η ίδια η λειτουργία της Βουλής, οι υπηρεσίες και τα τμήματά της». Και αυτό διότι, όπως εξηγεί, από την ίδρυση της Βουλής το 1844 έως σήμερα όλος αυτός ο πλούτος βρισκόταν –εκτός από ένα μόλις μικρό διαθέσιμο τμήμα –σχεδόν στα αζήτητα, αν και όλοι αναγνωρίζουν ότι σε αυτό το υλικό υπάρχει ένας «κρυμμένος θησαυρός» που αφορά και άπτεται της πολιτικής λειτουργίας της χώρας.
Τι περιλαμβάνει όμως αυτός ο «θησαυρός»; Εκεί κρύβεται ένα σημαντικό μέρος της πολιτικής Ιστορίας, και μάλιστα αυτό που παραγόταν στο υψηλότερο επίπεδο του κορυφαίου θεσμού της Δημοκρατίας, στη Βουλή, για δύο περίπου αιώνες. Και είναι πράγματι τουλάχιστον αδιανόητο ένας κορυφαίος θεσμός του πολιτικού μας συστήματος να μη διαθέτει μια υπηρεσία που να ασχολείται με το παραγόμενο υλικό του παρελθόντος. «Για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι η σχέση θεσμών με το παρελθόν παραμένει θολή» σχολιάζει ο κ. Κουτρουβίδης, εξηγώντας ότι η συγκρότηση αυτού του τμήματος «έχει ως κεντρική μέριμνα τη συντήρηση, την τεκμηρίωση, την ψηφιακή αναπαραγωγή και επομένως την ανάδειξη και, τέλος, την τοποθέτηση του αρχειακού υλικού στη θέση του», ενώ το Τμήμα θα έχει και ένα διαρκές ενδιαφέρον για το υλικό που παράγεται από εδώ και πέρα, μελλοντικά.
Οι εργασίες του έχουν ξεκινήσει, πλην όμως σχεδιάζεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία αφού πρώτα καλυφθούν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως η τελική εξεύρεση χώρου (ακόμη και μέρος του βιβλιοστασίου της Βιβλιοθήκης της Βουλής καταλαμβάνεται από γραφεία κόμματος), η στελέχωσή του με εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό (συντηρητές, αρχειονόμους, ιστορικούς), η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί το επόμενο διάστημα. Το Τμήμα Κοινοβουλευτικών Αρχείων ασχολείται εξάλλου και με το υλικό που βρέθηκε σε κακή κατάσταση εντελώς τυχαία στην αποθήκη του πρώτου ορόφου του κτιρίου πίσω από τα θεωρεία της αίθουσας της Γερουσίας κατά τη διάρκεια ενός ελέγχου πυρανίχνευσης. Η εικόνα που αντίκρισαν οι υπάλληλοι της Τεχνικής Υπηρεσίας της Βουλής ήταν σοκαριστική: εκατοντάδες φάκελοι στοιβαγμένοι μέσα στη μούχλα και τη βρωμιά με σημαντικά αρχειακά τεκμήρια. Στην αίθουσα αυτή βρέθηκαν 172 κούτες, στις οποίες περιλαμβάνονται περίπου 1.180 φάκελοι. Το υλικό αυτό, σε πολύ άσχημη κατάσταση από την υγρασία και τη σκόνη, απομακρύνθηκε άμεσα από τον χώρο και αποθηκεύτηκε σε ασφαλές σημείο. Ακολούθησε η υποτυπώδης καταγραφή του, βάσει των αναγραφόμενων σε κάθε φάκελο πληροφοριών και έπειτα από μια πρώτη φυλλομέτρηση των περιεχομένων του φαίνεται ότι πρόκειται για μέρος του Αρχείου του Υπουργικού Συμβουλίου.

Μόνο το 85% του υλικού

Εχουν ήδη καταγραφεί 984 φάκελοι, δηλαδή περίπου το 85% του συνολικού όγκου, και έχουν βρεθεί Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου, Πρακτικά των συνεδριάσεών του, Βασιλικά Διατάγματα, έγγραφα με τα συζητούμενα σχέδια νόμων, αποκόμματα εφημερίδων κ.λπ. Το παλαιότερο τεκμήριο χρονολογείται από το 1897 και το νεότερο από το 1977. Μεταξύ αυτών, καλύπτεται και η επτάχρονη δικτατορία με τα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου που λειτουργούσε από το 1967 έως το 1974.

«Οι σύγχρονοι θησαυροί έμοιαζαν αδιάφοροι για τους ανθρώπους»

Τι σημαίνει η αξιοποίηση του τεράστιου αρχειακού υλικού που έχει στη διάθεσή της η Βουλή; Και κυρίως τι δείχνει το έλλειμμα στην αξιοποίησή του; «Αν και ως λαός και χώρα νιώθουμε περήφανοι για την πλούσια και μεγάλη Ιστορία μας, η σχέση μας με τα αρχεία, τις πηγές και επομένως με το παρελθόν μας δεν το αποδεικνύει αυτό, το αντίθετο θα λέγαμε ότι ισχύει. Είναι χαρακτηριστικό γεγονός ότι το 1893 το Ελεγκτικό Συνέδριο αποφάσισε να πολτοποιήσει όλα τα παλαιά του αρχεία για να εξοικονομήσει χώρους! Επομένως ο ρόλος ενός τέτοιου τμήματος παραμένει κομβικός και απαραίτητος» απαντά ο ιστορικός κ. Κουτρουβίδης.

«Υπάρχει, βέβαια, η δικαιολογία ότι η λειτουργία του ελληνικού κράτους – δύο μόλις αιώνων και κάτι – δεν έχει δημιουργήσει ακόμα τη συνείδηση στους ανθρώπους και επομένως στην κοινωνία όσον αφορά τη συνέχειά του και κατά συνέπεια τη διατήρηση της μνήμης του» σπεύδει να διαπιστώσει ο ίδιος, ενώ εστιάζει και σε μια δεύτερη αιτιολογία, μικρότερης ωστόσο αξίας: «Η έντονη προγονοπληξία που χαρακτήρισε την ελληνική σκέψη του 19ου αιώνα δεν επέτρεψε να έρθουμε σε επαφή με πολλούς σύγχρονους θησαυρούς, οι οποίοι στα μάτια των ανθρώπων έμοιαζαν αδιάφοροι» τονίζει.

Το σίγουρο είναι ότι δεν είμαστε σε θέση να ανασυστήσουμε το παρελθόν στην ολότητά του ή όπως ακριβώς συνέβη, αλλά μπορούμε να το προσεγγίσουμε αρκετά, όπως εκτιμά ο ίδιος, υπογραμμίζοντας ότι «σε αυτή τη διαδικασία όλες οι μαρτυρίες, τα έγγραφα, τα στοιχεία που προκύπτουν από το πλούσιο αυτό υλικό και αφορούν το παρελθόν μάς είναι απαραίτητα, χρήσιμα και πολύτιμα, ακόμη και όταν αυτό δεν διακρίνεται από μια πρώτη ματιά». «Οι πηγές και τα έγγραφα παραμένουν μέρος της έρευνας, μέρος ενός συνόλου που μας χρειάζονται ως πολύτιμες ψηφίδες μιας συνολικότερης εικόνας για την ανασύσταση του παρελθόντος. Με αυτόν τον τρόπο αποκαθίσταται η πολύτιμη πληροφορία για την ιστορία και για το παρελθόν» αναφέρει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.