Ο κ. Τσίπρας αναφέρεται συνεχώς στην ανάγκη μιας «ουσιαστικής και προοδευτικής συνταγματικής αναθεώρησης». Ζητά ένα προοδευτικό Σύνταγμα. Δεν θα ασχοληθώ με συγκεκριμένες προτάσεις που κατατίθενται για τη συνταγματική αναθεώρηση. Δεν είμαι εξάλλου ειδικός. Αρκούμαι στο να πληροφορήσω τον αναγνώστη για δύο εξαιρετικά, επί του θέματος, άρθρα του Θανάση Διαμαντόπουλου και του Ξενοφώντα Κοντιάδη που δημοσιεύθηκαν στα «Νέα» (2.4.2018). Εκεί ο πρώτος κάνει έκκληση «για περισσότερη συνταγματική αυτοσυγκράτηση και λιγότερη συνταγματική ευρεσιτεχνία» και ο δεύτερος αναφέρεται στον κίνδυνο επιλογών «συνταγματικού λαϊκισμού».
Θα μείνω μόνο στις αναφορές του Πρωθυπουργού για προοδευτικό Σύνταγμα. Αν ήταν αυτές οι αναφορές κάποια κουτοπονηριά για να «εγκλωβίσει» το Κίνημα Αλλαγής, θα ήταν συγγνωστή η πράξη του. Ας προσέξουν στο Κίνημα. Επίσης θα ήμουν έτοιμος να τον πιστέψω, αν αντί να μας λέει ότι το κόμμα του σοσιαλδημοκρατικοποιείται και ότι δεν αμφισβητεί την αστική φιλελεύθερη δημοκρατία, μας έλεγε ότι συνεχίζει να αμφισβητεί τη φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως κάνουν πολλοί διανοούμενοι της Νέας Αριστεράς στην Ευρώπη και πολλά ριζοσπαστικά κόμματα στη Λατινική Αμερική. Αν πάλι η άποψη αυτή ήταν έκφραση άγνοιας για το πώς διαμορφώνονται τα συντάγματα στις φιλελεύθερες αστικές δημοκρατίες, πάλι θα έπρεπε να είμαστε επιεικείς στις «λειψές» διανοητικές του αποσκευές. Δυστυχώς, εκτός από καιροσκοπισμό, ψέμα και άγνοια, αυτή του η θέση εκφράζει κάτι πολύ πιο επικίνδυνο.
Η άποψη που θέλει το Σύνταγμα να λαμβάνει θέση υπέρ του ενός ή του άλλου ηθικού, πολιτικού και θρησκευτικού δόγματος αποτελεί κίνηση εχθρική προς τον βαθύτερο αξιακό κόσμο της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Δικαιούται βεβαίως κάποιος να ζητά κάτι τέτοιο, αλλά δεν δικαιούται την ίδια στιγμή να αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλδημοκράτης ή κεντροαριστερός. Αυτή και μόνο η αναφορά του Πρωθυπουργού σε Σύνταγμα με συγκεκριμένο «ιδεολογικό» πρόσημο προδίδει ποιος και τι πραγματικά εξακολουθεί να είναι. Φαντάζεστε τον Μιτεράν να ζητούσε ένα σοσιαλιστικό σύνταγμα, τον Μπραντ ένα σοσιαλδημοκρατικό, τη Θάτσερ ένα νεοφιλελεύθερο και τη Μέρκελ ένα χριστιανοδημοκρατικό; Θα έπρεπε να σβήσουμε από το βιογραφικό τους τη φράση «δημοκρατικοί ηγέτες».
Διαφορετικά γιατί δεν δικαιούται η εκκλησιαστική μας ιεραρχία να ζητά ένα «χριστιανοορθόδοξο» Σύνταγμα; Μόνο ο Στάλιν μιλούσε για σοσιαλιστικό σύνταγμα, αλλά αυτός από ό,τι είναι παγκοίνως παραδεκτό (ή μήπως όχι;) δεν κυβερνούσε σε μια αστική φιλελεύθερη δημοκρατία, αλλά σε ένα καθεστώς που ο ίδιος και οι άνθρωποί του είχαν «και την κυβέρνηση και την εξουσία». Κυβερνούσαν σε μια δικτατορία του προλεταριάτου που λέει και το ΚΚΕ.
Οχι, δεν είμαι αφελής. Σε ταξικές και άνισες κοινωνίες –και μέχρι σήμερα μόνο τέτοιες γνωρίζουμε –δεν υπάρχει ουδετερότητα στη διαχείριση του κοινωνικού ζητήματος. Εδώ ο Πρωθυπουργός έχει δίκιο. Δεν υπάρχουν ουδέτερα συντάγματα. Το ζητούμενο όμως είναι το πώς τα συντάγματα μπορούν να προστατεύουν και να θωρακίζουν τις ελευθερίες όλων των πολιτών –πλειοψηφιών και μειοψηφιών –από την ίδια την εξουσία. Αν αυτά έχουν συγκεκριμένο «ιδεολογικό» ή «θρησκευτικό» πρόσημο, τότε δεν υπάρχουν εγγυήσεις για τα δικαιώματα των μειοψηφιών. Ο Τζον Ρολς υποστήριζε ότι η Δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι διαμορφωμένη με τέτοιον τρόπο ώστε «να μπορεί να κερδίσει την επάλληλη συναίνεση των εύλογων, φιλοσοφικών και ηθικών δογμάτων» («Ο πολιτικός φιλελευθερισμός», μετάφραση Σπύρος Μαρκέτος, Μεταίχμιο, σελ. 317). Κατ’ αναλογία και τα συντάγματα οφείλουν να κερδίζουν την «επάλληλη συναίνεση των εύλογων δογμάτων» που προασπίζουν είτε τις ελευθερίες είτε την ισότητα θέσεων και ευκαιριών είτε και τα δύο.
Τα συντάγματα δεν αξιολογούν όλες τις αξίες που διεκδικούν θέση σε μια κοινωνία αλλά μόνο αυτές που έχουν ενοποιητική σημασία και οι οποίες βασίζονται στις αρχές του πρακτικού λόγου. Τα συντάγματα (τα δημοκρατικά βεβαίως βεβαίως) ενδιαφέρονται για τη διαμόρφωση μιας επάλληλης συναίνεσης, τα χαρακτηριστικά της οποίας συμβάλλουν στην επίτευξη ενός «επιεικούς συστήματος συνεργασίας» (εκ νέου Ρολς). Οι ιδέες της κοινωνικής συνεργασίας, του δημόσιου διαλόγου, της πολιτικής αντίληψης του ατόμου ως πυρήνα της κοινωνίας συνθέτουν το κατάλληλο ψηφιδωτό στο οποίο απεικονίζεται η πραγμάτωση της ελευθερίας και της ισότητας, με άλλα λόγια η ιδέα της «εύτακτης κοινωνίας». Τα συντάγματα στις δημοκρατίες εγγυώνται την εύτακτη και όχι την «προοδευτική» κοινωνία. Καμία πρόοδος δεν μπορεί να υπάρξει εκεί όπου οι κοινωνίες δεν είναι «εύτακτες». Μη εύτακτες κοινωνίες ήταν η τσαρική Ρωσία το 1917 και η δημοκρατία της Βαϊμάρης το 1933. Οι συνέπειες γνωστές.
Οπως η καντιανή σκέψη δεν θεμελιώνει την ηθική στην εμπειρία, αλλά στον Λόγο και στην ελευθερία, έτσι και τα συντάγματα των φιλελεύθερων δημοκρατιών θεμελιώνονται στον λόγο περί ελευθερίας και ισότητας και όχι στα πολιτικά «δόγματα». Υποστηρίζω, μεταφέροντας στο συνταγματικό πλαίσιο, τις απόψεις του Καντ για την ηθική και του Ρολς για τη δικαιοσύνη, ότι καθήκον ενός συντάγματος σε δημοκρατική χώρα είναι η εξασφάλιση της «εύτακτης κοινωνίας». Αυτό συμβαίνει μόνο όταν το σύνταγμα μετατρέπει σε ατομικό-ηθικό και όχι πολιτικό καθήκον τη διεκδίκηση μιας κοινωνίας ίσων και ελεύθερων ανθρώπων. Σε τέτοιες συνθήκες ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι αυτομάτως και ηθικό, αλλά αυτό που είναι ηθικό (ελευθερία και ισότητα) οφείλει να μετατραπεί σε συνταγματικά νόμιμο.
Τα συντάγματα πρέπει να αποτυπώνουν την ιδέα των πολιτών ως ελεύθερων και ίσων ατόμων, ανεξάρτητα από την ένταξή τους σε έθνη, κοινότητες, ενώσεις ή τη στήριξή τους σε συγκεκριμένα δόγματα. Τα συντάγματα στις δημοκρατίες οφείλουν να αναδεικνύουν την ηθική ως ελευθερία και όχι ως αναγκαστική δεσμευτική πράξη. Διαφορετικά μιλάμε για προοδευτικά, συντηρητικά, μαρξιστικά, ορθόδοξα χριστιανικά, καθολικά και εγώ δεν ξέρω πόσα άλλα «δογματικά» συντάγματα, αλλά όχι για συντάγματα «εύτακτων κοινωνιών».
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι πρώην επιστημονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ