«Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε/ της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι/ σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε/ τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη».
Πάντως οι δικές µου παιδικές αναµνήνεις από το Πάσχα στο νησί καθόλου δεν μοιάζουν με τα όσα περιγράφει ο Διονύσιος Σολωμός στην «Ημέρα της Λαμπρής». Τις περισσότερες φορές στα μέρη τα δικά μας έκανε κρύο. Φυσούσε πολύ, με τον παγωμένο αέρα του Αιγαίου να καθιστά την περιφορά του Επιταφίου αλλά και την αναμονή για την Ανάσταση έξω από την εκκλησία περιπετειώδεις εμπειρίες. Ούτε αυτό το «Κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι / οπού κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι» (πάντα Σολωμός) το πολυθυμάμαι, γιατί τις περισσότερες φορές ο αέρας το έσβηνε το αγιοκέρι.
Αυτός ο επίμονος Βοριάς που, φύσα και ξαναφύσα, πήρε μαζί του χρόνια και ανθρώπους. Φτάνω τώρα να σκέφτομαι πως δεν θα υπάρξει ποτέ Πάσχα όμοιο με εκείνα που έζησα μικρός. Την πιο συναισθηματική, για εμένα, γιορτή της χρονιάς την έκαναν εκείνοι που έφυγαν. Τώρα, τις περισσότερες φορές, τέτοια εποχή λείπω από την Ελλάδα. Oχι επειδή αποφεύγω όσα μπορεί να με στενοχωρήσουν –έθιμα, εικόνες και μυρωδιές –αλλά (και) επειδή δεν υπάρχουν πια εκείνα που μετέτρεπαν τις δικές μου γιορτινές μέρες σε γεγονός ξεχωριστό.
Δεν µιλώ µε λύπη, αλλά με τη συναίσθηση πως αυτή είναι η ζωή. Εξάλλου και στο εξωτερικό θαυμάσια περνάω, απλώς όλα εκεί είναι αλλιώς. Χωρίς Πάσχα. Εδώ τη διαφορά την έκαναν οι γιαγιάδες που ετοίμαζαν τσουρέκια και έφτιαχναν λυχναράκια (αλλού τα λένε σκαλτσούνια ή τυροπιτάκια) και οι φίλοι και τα ξαδέλφια με τα οποία ξαμολιόμασταν στο χωριό και παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ, αξιοποιώντας προς όφελός μας το μεγάλωμα της μέρας. Αίσθηση γιορτής, γιατί όσο και αν εμπεριέχει πένθος, το Πάσχα εγώ εξακολουθώ να το θεωρώ την ωραιότερη γιορτή για τα παιδιά. Ακόμη πιο όμορφη και από τα Χριστούγεννα, γιατί έχει αυτή την ανάταση της ανοιξιάτικης εκδρομής. Γιατί υπόσχεται πως σύντομα θα έρθει το καλοκαίρι.
Θυμάμαι λοιπόν ένα Πάσχα στο νησί, που η άνοιξη προσπαθούσε μάταια να διώξει με τις μυρωδιές της τον χειμώνα που ακόμη λυσσομανούσε και να φέρει ένα καλοκαίρι, που η αλήθεια είναι πως έμοιαζε πολύ μακρινό. Είχαμε πάει κουκουλωμένοι στην εκκλησία, φορώντας περισσότερα ρούχα και από τα όσα φοράει κανείς στην αλλαγή του χρόνου. Και είχαμε βάλει στοίχημα, τα παιδιά, ποιο θα καταφέρει να πάει το Αγιο Φως αναμμένο ως το σπίτι. Δεν τα κατάφερε κανένα. Στη διαδρομή, ανάψαμε ξανά και ξανά από συγχωριανούς που επέστρεφαν στα δικά τους σπίτια προσπαθώντας και αυτοί να προφυλάξουν τη φλογίτσα τους, άναψαν και εκείνοι από εμάς…
Τελικά, φτάσαµε στην εξώπορτα με όλα τα κεριά σβησμένα. Κανένας δεν περνούσε για να μας δανείσει λίγη φλόγα. Hττα. Τότε η γιαγιά που μας συνόδευε έβγαλε από την τσέπη της τον αναπτήρα που είχε πάντα για να ανάβει τις λάμπες πετρελαίου –διότι, ναι, τότε ακόμη άναβε (και) λάμπες πετρελαίου –και άναψε το κερί της προτρέποντάς μας να πάρουμε φωτιά. «Δεν είναι από την εκκλησία!». «Φως είναι και αυτό». Ακολούθως σήκωσε το κερί της και σημάδεψε τον σταυρό πάνω από το κατώφλι. Η ίδια διέπραξε μεν την παρασπονδία της ελαφρά τη καρδία (παρότι δεν της έλειπε η θρησκευτική πίστη), εμάς όμως δεν μας είχε αφήσει τις προηγούμενες ημέρες να αγγίξουμε γλυκό και τσουρέκι «προτού αναστήσουμε, γιατί είναι αμαρτία!». «Αυτό που έκανες εσύ δεν είναι αμαρτία;». «Αυτό είναι δική μου αμαρτία, οι μεγάλοι κάνουμε πότε-πότε καμιά, τα παιδιά απαγορεύεται».
Πάνε λοιπόν εκείνα τα αμαρτωλά Πάσχα. Πάει, γενικώς, το Πάσχα όπως το ξέραμε. Αλλαξε και αυτή η γιορτή, όπως αλλάζουν όλα. Ακόμα και η σούβλα (αν και εμείς, στην οικογένειά μου, ποτέ δεν ψήναμε), κινείται πλέον με μπαταρία και αυτόματο μηχανισμό. Μπορεί σε μερικά χρόνια να είναι εικονική και το αρνί να είναι ολόγραμμα. Μόνο η άνοιξη θα συνεχίσει να έρχεται, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες. Και τα παιδιά που ζουν πλέον το νεωτερικό τους Πάσχα ως αυτόπτες μάρτυρες των θαυμάτων της νέας εποχής, θα έρθουν καιροί που θα το αναπολούν όπως εγώ αναπολώ τα Πάσχα τα δικά μου και θα το διηγούνται στα δικά τους τα παιδιά.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Απριλίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ