Μαζί με τις ευχές μου, θα ήθελα χρονιάρες μέρες να ξεφύγω από την αμείλικτη και δυσοίωνη επικαιρότητα και να αναφερθώ σε ένα απίθανο περιστατικό που συνέβη την εποχή της χούντας, το οποίο θα μπορούσε ίσως να συμβεί και σήμερα χάρη κυρίως στην ακατανίκητη δημοσιοϋπαλληλική μονιμότητα.
Περνώντας με ΙΧ από την Ιταλία (1970) μου έκλεψαν από το αυτοκίνητο μια τσάντα, κάτι διόλου ασυνήθιστο στη χώρα αυτή. Δυστυχώς είχα μέσα και την ταυτότητά μου. Ετσι ξεκίνησα να βγάλω άλλη. Πρώτο απαραίτητο χαρτί το πιστοποιητικό γεννήσεως. Υποβάλλω στο υπουργείο Εσωτερικών αίτηση και ο υπάλληλος κοιτώντας με βλοσυρά μού ζητεί: «Την ταυτότητά σας». Δυσκολεύθηκα να βρω λόγια από την κατάπληξη για να παρατηρήσω ευσεβάστως ότι το πιστοποιητικό το ζητούσα για να βγάλω νέα ταυτότητα, επειδή μου έκλεψαν την παλαιά. Εκείνος όμως ήταν κατηγορηματικός: «Χωρίς να μου δείξετε ταυτότητα εγώ δεν μπορώ να σας δώσω το πιστοποιητικό. Ετσι λέει ο νόμος!».
Μην τολμώντας να αμφισβητήσω (είχαμε και δικτατορία), του πρότεινα να του επιδείξω το διαβατήριό μου, που καλού-κακού είχα πάρει μαζί μου. «Για να δω» συγκατένευσε. Αλλά όταν διαπίστωσε την προέλευσή του, μου το επέστρεψε με την περιφρονητική παρατήρηση: «Δεν κάνει. Είναι ελληνικό. Αν ήταν ξένο…». Και καταδέχθηκε, βλέποντάς με με ανοιχτό το στόμα, να μου διευκρινίσει ότι ως αποδεικτικό ταυτότητας θεωρούνται αποδεκτά μόνο τα διαβατήρια ξένων χωρών, είτε Ελληνες τα έχουν είτε ξένοι. Οσοι έχουν ελληνικό δεν πιάνει. Δηλαδή το υπουργείο Εσωτερικών δεν αναγνώριζε αποδεικτική αξία ταυτότητας στα ελληνικά διαβατήρια που εξέδιδε αυτό το ίδιο, ενώ δεχόταν π.χ. της Ουγκάντας ή της Χιλής. «Τι θέλετε να σας κάνω» πρόσθεσε με ασυγκράτητη δυσφορία. «Ετσι λέει ο νόμος». Και απευθυνόμενος στην ουρά, που με ακολουθούσε υπομονετικά, φώναξε: «Ο επόμενος, παρακαλώ».
Δεν έχει σημασία ότι αυτό συνέβη επί χούντας και νομίζω πως αυτό δεν ισχύει πια. Ούτε επίσης έχει σημασία ότι εγώ τελικά πήρα το πιστοποιητικό. Και αυτό γιατί είμαι δημοσιογράφος, έτσι βρήκα το κουράγιο να βάλω τις φωνές, απευθύνθηκα στον προϊστάμενό του αγανακτισμένος, απείλησα ότι θα γράψω στην εφημερίδα πως ή οι υπάλληλοι του υπουργείου είναι παράφρονες ή οι νομοθέτες, ή και οι δύο μαζί.
Δυστυχώς οι επαρκώς εγγράμματοι Ελληνες, που μπορούν να υπερασπιστούν αποτελεσματικά μόνοι την υπόθεσή τους, είναι σχετικά λίγοι. Και γιατί ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που έχουν την τόλμη να υψώσουν κεφάλι στις δημόσιες αρχές για να υπερασπιστούν αποτελεσματικά το δίκιο τους και να δικαιωθούν. Χιλιάδες είναι οι επιστολές διαμαρτυρίας στις εφημερίδες για τέτοια γραφειοκρατικά εμπόδια και παραλογισμούς. Πάρα πολλοί προσφεύγουν σε βουλευτές και δικηγόρους για να τους βοηθήσουν. Τώρα πολλοί ζητούν και τη βοήθεια των δημοσιογράφων, της τηλεόρασης κυρίως. Πολλές φορές η διεκδίκηση του δίκιου στην Ελλάδα αναγκάζει πολλούς να παραμελούν τη δουλειά τους, την οικογένειά τους και μερικοί να βγάζουν στο τέλος και το όνομα του βλαμμένου, περιφερόμενοι και καταγγέλλοντες δεξιά και αριστερά το πρόβλημά τους χωρίς να βρίσκουν πάντα και κατανόηση. Αφθονα τέτοια βέβαια δεν συνέβαιναν μόνο επί χούντας. Συμβαίνουν δυστυχώς και σήμερα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ