Ενα σχολείο στο Βόρειο Λονδίνο είναι υποχρεωμένο, λόγω οικονομικής στενότητας, να αναστείλει τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών και η Εμα Τόμσον (αυτή με το Οσκαρ) είναι το διασημότερο ανάμεσα στα πρόσωπα που θέλουν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο με τις χρηματικές δωρεές τους. Το επιχείρημα για τη διάσωση το έχουμε ακούσει σε ποικίλες εκδοχές. Ακούστηκε και στην περίπτωση αυτή: η μελέτη των κλασικών γλωσσών και πολιτισμών (Ελλάδα – Ρώμη) διαμορφώνει αναλυτική σκέψη, ιστορική κατανόηση και πολιτισμική εγρήγορση.
Μέγα πλήθος παρακολουθεί μονομαχία σε ένα λονδρέζικο «Ελ Πάσο» ανάμεσα σε μία από τις εμπορικότερες εξπέρ αρχαιογνωσίας, τη Μέρι Μπίαρντ, και τον τωρινό υπουργό Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, τον Μπόρις Τζόνσον. Το θέμα: «Ποια υπήρξε σημαντικότερη για την Ευρώπη, η Ελλάδα ή η Ρώμη;». Ο Μπόρις, ο μόνος υπουργός στον κόσμο που διαβάζει στο πρωτότυπο αρχαία ελληνικά και λατινικά, επιχειρηματολόγησε υπέρ της ελληνικής πλευράς αλλά έχασε επειδή, όπως και στο Brexit, δεν υπολόγισε σωστά κάποιες λεπτομέρειες.
Πιο κοντά μας, στην Ιταλία, από το 2010 μια συλλογική δράση με την επωνυμία «Classici contro» προσελκύει κόσμο σε θεατρικούς χώρους όπου, ανάμεσα σε θεατρικά δρώμενα και μουσικές εκδηλώσεις, ιταλοί και ξένοι εισηγητές διερευνούν τη σημασία των ελλήνων και λατίνων συγγραφέων για ζέοντα ζητήματα της ευρωπαϊκής πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής επικαιρότητας: την οικονομική κρίση, την αγορά, το προσφυγικό δράμα, την εθνική μνήμη και ταυτότητα, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τη θέση της διανόησης (16 από αυτές τις εισηγήσεις κυκλοφόρησαν πρόσφατα μεταφρασμένες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γκόνη με τον τίτλο: «Κλασικοί κατά»). Και μια άλλη Ιταλίδα, ονόματι Αντρέα Μαρκολόνγκο, εξομολογείται διαχυτικά και δημόσια τον έρωτά της για την «υπέροχη ελληνική γλώσσα» που σου μαθαίνει, ανάμεσα σε πολλά άλλα, να βιώνεις διαφορετικά τον χρόνο (το βιβλίο μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, 2017).
Ιστορική νοημοσύνη, όχι ιστορική δικαίωση
Οι ειδότες μεμαρτυρήκασιν. Οι ρέκτες αυτής της υπόθεσης είχαν την ευκαιρία να γευθούν τους κλασικούς στα σχολειά τους πριν, ορισμένοι από αυτούς, στελεχώσουν τμήματα κλασικών σπουδών στο πανεπιστήμιο. Σαν το εμβληματικό καράβι των Παρισίων, οι κλασικές σπουδές, πυρήνας των ανθρωπιστικών, κλυδωνίζονται αλλά δεν βυθίζονται, και όπου η παράδοσή τους παραμένει ακμαία μέσα από ανανεωμένες μορφές στοχασμού και προβληματισμού και μέσα από τη σύνδεση με το ευρύτερο ανθρωπιστικό επιστητό, βρίσκουν τρόπο να επιβεβαιώνουν την επικαιρότητά τους και σήμερα, σε καιρούς τεχνολογικού καλπασμού ή και θετιστικής αλαζονείας, αλλά και σε καιρούς διακινδύνευσης της δημοκρατικής τάξης των πραγμάτων, πολιτισμικού αιωρισμού και ταυτοτικών κρίσεων.
Η ρητορική για την αξία των κλασικών γραμμάτων απηχείται και παρ’ ημίν, πλην πολύ συχνά διαθλασμένη από λανθασμένες εμφάσεις και εμμονές που έχουν να κάνουν με τις καταγωγικές μας αξιώσεις οι οποίες, πολύ μακριά από το να προωθούν την πληροφορημένη και ιστορικά απροκατάληπτη στάση απέναντι σε ένα παιδευτικό αγαθό που εξ αποτελέσματος διαμόρφωσε την πολιτισμική αυτοαντίληψη της Δύσης, τείνουν κάποτε να μετατρέψουν μιαν αποκλειστικά ελληνική Αρχαιότητα σε ηχείο εθνικής και φυλετικής αυταρέσκειας. Στη μελέτη της Αρχαιότητας, που είναι διδακτική όχι μόνο στην πανηγυρική παραδειγματικότητά της αλλά και στις κατάφωρες ασυνέχειές της με το παρόν, χρειάζεται να αναζητήσουμε ιστορική νοημοσύνη και όχι ιστορική δικαίωση, αλλιώς οι συνέπειες αυτής της αστοχίας είναι ο στέρφος διανοητικός επαρχιωτισμός.
Και το ζήτημα αυτό είναι σημαντικό επειδή, για προφανείς λόγους και όπως συχνά ακούγεται, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να γίνει brand name στις κλασικές αρχαιογνωστικές σπουδές. Είναι αλήθεια ότι το πιο δραστικό και άμεσο αντίδοτο στην κατήφεια που γέννησε η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων είναι η προοπτική μιας Ελλάδας με καινοτόμο επιχειρηματικό πνεύμα στους τομείς της τεχνολογίας, της ενέργειας, του αγροτουρισμού και αλλού. Και είναι προφανές ότι η συζήτηση για την Ελλάδα ως κέντρο αρχαιογνωστικής μελέτης και έρευνας δεν μπορεί να γίνει με τους όρους που γίνεται συζήτηση για νεοφυείς επιχειρήσεις και startuppers. Γενικά στον πολιτισμό τα πράγματα ούτε μετριούνται ούτε ποσοτικοποιούνται με τόσο άμεσο και ευθύγραμμο τρόπο. Ωστόσο, αν ο έλληνας αναπληρωτής υπουργός Ερευνας είναι βέβαιος ότι «η Ελλάδα είναι ψηλά στη διεθνή επιστημονική ατζέντα» και διαθέτει «εξαιρετικό ανθρώπινο δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης, κυρίως στους νέους επιστήμονες και ερευνητές» («Το Βήμα», 18/3/2018), μπορεί να είναι εξίσου βέβαιος ότι διαθέτει μελετητές υψηλού προφίλ και διεθνούς προβολής και στον χώρο της κλασικής αρχαιογνωσίας.
Κέντρο Αρχαιογνωστικών Επιστημών
Οπως έγινε γνωστό πριν από λίγες μέρες, σύμφωνα με τη διεθνή κατάταξη της QS (QS World University Rankings) ανά θεματικό πεδίο για το 2018, οι Κλασικές Σπουδές του ΑΠΘ κατέχουν τη 16η θέση σε παγκόσμιο επίπεδο και ανάμεσα σε 4.500 αξιολογημένα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Αυτή η μεγάλη διάκριση αποτελεί και εντολή στους συντελεστές της επιτυχίας να μοχθήσουν για τη συντήρησή της και στο μέλλον, δίνει όμως και μια εξαιρετική αφορμή να τοποθετήσουμε τα πράγματα σε μιαν ευρύτερη προοπτική.
Παρά το γεγονός ότι η κλασική αρχαιογνωσία είναι εξαιρετικά διεθνοποιημένος κλάδος, η Ελλάδα, είτε ως τόπος της ρομαντικής αρχαιολατρικής φαντασίας είτε ως γεωγραφική πραγματικότητα με την ορατή μνημειακή της προίκα, διατηρεί αναπαλλοτρίωτη αίγλη ως ιστορική μητρόπολη της κλασικής Αρχαιότητας όχι μόνο για περισσότερο ή λιγότερο πληροφορημένους περιηγητές της σύγχρονης τουριστικής βιομηχανίας αλλά και για όλες τις βαθμίδες της αρχαιογνωστικής Διεθνούς, από τους φοιτητές και τους μεταπτυχιακούς ερευνητές μέχρι τους πολυμαθείς και πολυδημοσιευμένους κατόχους πανεπιστημιακών εδρών υψηλού κύρους.
Πάνω σ’ αυτό το προνομιακό θεμέλιο θα έπρεπε να έχει ήδη στηθεί ένα Κέντρο ή Ινστιτούτο Αρχαιογνωστικών Επιστημών με ερευνητικές αλλά και εκπαιδευτικές δραστηριότητες στις περιοχές της κλασικής φιλολογίας, της αρχαίας Ιστορίας, της αρχαιολογίας και της μουσειολογίας· με οργανωμένη ερευνητική βιβλιοθήκη, διεθνείς συνεργατικές δράσεις και συνεδριακά κέντρα. Είναι αυτονόητο ότι ένα τέτοιο ίδρυμα, που εκ των πραγμάτων θα μιλάει και αγγλικά, θα έχει ευρύ πεδίο συνεργασίας με το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών (που βρίσκεται υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ) στο Ναύπλιο καθώς και με την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τιμώντας τη δική του παράδοση στις κλασικές σπουδές, είναι αποφασισμένο να στηρίξει το εγχείρημα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, αλλά, βέβαια, ουσιαστικά βήματα δεν νοούνται χωρίς την έμπρακτη συμπαράσταση της Πολιτείας και, θέλει να ελπίζει κανείς, των ιδρυμάτων που δεν ξεχνούν τον πολιτισμό στον προϋπολογισμό τους.
Ενα Κέντρο Αρχαιογνωστικών Επιστημών με διεθνείς αναφορές και ελληνικές συντεταγμένες μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό – κάποιοι θα έλεγαν, το ισχυρότερο – ελατήριο για την περίφημη εξωστρέφεια που χρειάζεται η χώρα. Και επειδή το πρώτο ΔΣ του αρτιγέννητου Ελληνικού Διαστημικού Οργανισμού είναι ήδη εκεί, να ευχηθούμε: ως εν ουρανώ και επί της (ελληνικής) γης.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ. Ο κ. Περικλής Μήτκας είναι πρύτανης του ΑΠΘ. Ο κ. Αντώνιος Ρεγκάκος είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ