Το project «Νemo», η πώληση δηλαδή των Νηρέα και Σελόντα, εστέφθη με επιτυχία, αλλά οι τράπεζες θα αργήσουν ακόμη να απεμπλακούν από τις δύο εταιρείες, αφού το οικονομικό κλείσιμο της συμφωνίας δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν από το τέλος του 2018.
Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: πρώτον, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τις δύο εταιρείες και, δεύτερον, θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των μετοχών τους στο σχήμα που πλειοδότησε (την αμερικανική Amerra και το fund Mubadala από το Αμπου Ντάμπι) δεν θα αλλάξει επί τα χείρω η περιουσιακή τους κατάσταση.
Η χρηματοδότηση των εταιρειών, ιδίως της Σελόντα, κρίνεται απαραίτητη αφού, σύμφωνα με παράγοντες των τραπεζών, οι ταμειακές ροές εξακολουθούν να είναι προβληματικές και αν δεν ληφθούν μέτρα άμεσα υπάρχει κίνδυνος η έλλειψη ρευστότητας να επηρεάσει την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης. Επίσης, οι ίδιες πηγές αναφέρουν πως επειδή οι σημερινές διοικήσεις των εταιρειών, εν όψει της αλλαγής σκυτάλης στο τιμόνι τους, υπάρχει ενδεχόμενο να «χαλαρώσουν», έχει ζητηθεί από τους εκπροσώπους των τραπεζών στα Διοικητικά Συμβούλια των Σελόντα και Νηρέα να είναι σε επαγρύπνηση και να ενημερώνουν τις τράπεζες για όλες τις αποφάσεις των ΔΣ, ακόμη και για θέματα ήσσονος σημασίας. Ουσιαστικά οι τραπεζίτες ζητούν την απαρέγκλιτη τήρηση του προγράμματος αναδιάρθρωσης των δύο εταιρειών.

Χρονοβόρος διαδικασία

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η συμφωνία αγοραπωλησίας (SPA) μεταξύ των τεσσάρων τραπεζών (Πειραιώς, Αlpha, Εθνική και Eurobank) και των αγοραστών Amerra και Mubadala θα υπογραφεί τέλος Απριλίου. Μετά θα πρέπει να ληφθούν οι απαραίτητες εγκρίσεις από όλες τις αρμόδιες αρχές, με πιο σημαντική αυτή της Επιτροπής Ανταγωνισμού που είναι μια ιδιαίτερα χρονοβόρος διαδικασία.
Για παράδειγμα, έχουν περάσει πέντε μήνες από τη συμφωνία της Attica Συμμετοχών με τις Μινωικές για να αποκτήσει η πρώτη το 99% της Hellenic Seaways και ακόμα δεν έχει βγει η απόφαση. Σε ό,τι αφορά την ουσία της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού για τα ψάρια, οι εμπλεκόμενοι με το deal δεν ανησυχούν και αυτό γιατί, όπως υποστηρίζουν, η σύμπραξη Νηρέα, Σελόντα και Ανδρομέδας (ανήκει ήδη στην Amerra) ναι μεν δημιουργεί έναν εθνικό πρωταθλητή με ετήσιο τζίρο 400 εκατ. ευρώ και ετήσια παραγωγή 70.000 τόνων επί συνόλου 120.000 τόνων που είναι η ελληνική παραγωγή, αλλά το 80% των προϊόντων των τριών εταιρειών εξάγεται και υπολογίζεται ότι το μερίδιο αγοράς τους στην Ελλάδα σε αξία δεν ξεπερνά το 40%. Μετά τη μεταβίβαση των μετοχών (τέλος 2018 – αρχές 2019) οι νέοι ιδιοκτήτες θα πρέπει να υποβάλουν υποχρεωτικά δημόσιες προτάσεις στους μετόχους μειοψηφίας των εταιρειών Νηρέα, Σελόντα και Περσέα (θυγατρική της Σελόντα).

Μια νέα συγκέντρωση

Υπενθυμίζεται πως η πρόταση των Amerra –Mubadala που προκρίθηκε προβλέπει την up-front καταβολή περίπου 50 εκατ. ευρώ για τη μείωση του δανεισμού των δύο εταιρειών –συνολικά ξεπερνούν τα 300 εκατ. ευρώ –και την πλήρη ανάληψη του υπολοίπου.
Επίσης, το σχήμα των αγοραστών θα τοποθετήσει στις δύο εταιρείες μερικές δεκάδες εκατομμύρια για κεφάλαιο κίνησης και επενδύσεις.
Είναι εμφανές ότι η εξαγορά αυτή θα αλλάξει τη φυσιογνωμία του κλάδου, αφού θα υπάρξει εκ των πραγμάτων μια νέα συγκέντρωση, με πρωταγωνιστές μάλιστα τις τρεις μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου (μαζί με την Ανδρομέδα). Θα προκαλέσει όμως και καραμπόλες, αφού ο «χαμένος» του διαγωνισμού, το fund Diorasis του εφοπλιστή κ. Νικόλα Λυκιαρδόπουλου, εκτός από την εταιρεία ιχθυοκαλλιεργειών Μπιτσιάκος που ήδη ελέγχει, θα ενδιαφερθεί για άλλες μικρότερες επιχειρήσεις του κλάδου. Σύμμαχο στην προσπάθεια αυτή θα έχει την Deca Investments του κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου με την οποία είχε κατέβει μαζί στον διαγωνισμό για την απόκτηση των Νηρέα – Σελόντα. Γενικότερα, αναμένεται μικρές εταιρείες να ενεργοποιήσουν συμμαχίες ώστε να αποκτήσουν κρίσιμη μάζα για να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα.
Και η Mubadala Development Company PJSC, όμως, εκτιμάται ότι θα αναπτύξει περαιτέρω τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα στην πρωτογενή παραγωγή. Η εταιρεία αποτελεί το επενδυτικό όχημα του Αμπου Ντάμπι και έχει ως αποστολή τη «διαφοροποίηση» της οικονομίας του Αμπου Ντάμπι και την απεξάρτησή της από το πετρέλαιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ