Η ελεύθερη πτώση των μισθών του ιδιωτικού τομέα «επετεύχθη» στην ελληνική αγορά εργασίας με τη μείωση του κατώτατου μισθού, την κατάρρευση του συστήματος συλλογικής διαπραγμάτευσης και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την πλήρη κυριαρχία στην αγορά της ευέλικτης απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής εργασία).
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας, ο πραγματικός κατώτατος μισθός την περίοδο 2010 – 2017 μειώθηκε στη χώρα μας κατά 24,7% και κατά 34,4% για τους νέους κάτω των 25 ετών. Η ονομαστική μείωση ήταν 22% και κατά 32% του μισθού για τους νέους. Ετσι σήμερα, πέντε χρόνια μετά την επιβολή των μειώσεων, έχουν επικρατήσει οι ευέλικτες και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις απασχόλησης, με αποτέλεσμα οι καθαρές αμοιβές κυρίως των νεοπροσλαμβανομένων νέων να είναι κάτω από τα 400 ευρώ.
Κατά το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ η δραστική συρρίκνωση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με την αποδόμηση και κατάρρευση των συλλογικών διαπραγματεύσεων λειτούργησε ως «επιταχυντής της γενικευμένης μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας».

Αποεπένδυση

Η έκθεση του ΙΝΕ τονίζει ότι η έμφαση στο μισθολογικό κόστος και στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν είχε τα προσδοκώμενα από τους δανειστές αποτελέσματα. Αντιθέτως η εσωτερική υποτίμηση μέσω της μείωσης των μισθών που επιχειρήθηκε στην Ελλάδα δεν οδήγησε σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, αλλά τροφοδότησε τον φαύλο κύκλο ύφεσης και αποεπένδυσης.
Την ίδια περίοδο (2010 – 2017) που οι Ελληνες υπέστησαν τεράστια μισθολογική αφαίμαξη, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε –σωρευτικά –κατά 23,6% στη Σλοβενία, 11,4% στην Πορτογαλία, 4,4% στην Ιρλανδία, 3% στην Ισπανία και 1,9% στη Μάλτα.

Στις άλλες χώρες

Στις χώρες όπου εφαρμόστηκαν προγράμματα λιτότητας –έπειτα από μια περίοδο παγώματος ή χαμηλών ονομαστικών αυξήσεων –παρατηρούνται την τελευταία τριετία αυξήσεις στον κατώτατο πραγματικό μισθό: Στην Πορτογαλία 3,6% το 2015, 4,3% το 2016 και 3,5% το 2017 και στην Ιρλανδία 6% το 2016 και 0,8% το 2017.
Στην Ελλάδα και στην Ισπανία οι μικρές αυξήσεις σε πραγματικούς όρους το 2015 και το 2016 αντανακλούν κυρίως τον αρνητικό πληθωρισμό, ενώ το 2017 ο κατώτατος πραγματικός μισθός αυξάνεται στην Ισπανία κατά 5,9% και μειώνεται στην Ελλάδα κατά 1,2%.
Επίσης, την τελευταία τριετία (2015 – 2017) καταγράφονται υψηλές αυξήσεις στον πραγματικό κατώτατο μισθό σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο οι μισθοί στις χώρες αυτές παραμένουν χαμηλοί σε απόλυτους αριθμούς.
Σύμφωνα με τη Eurostat μεγάλες ποσοστιαίες αυξήσεις του κατώτατου πραγματικού μισθού σημειώνονται (την τριετία 2015-2017) στη Ρουμανία (16,2%, 12,3% και 16,2%), στη Βουλγαρία (10%, 15% και 8,4%) και στις Βαλτικές Χώρες (Εσθονία 9,7%, 9,4% και 5,4%, Λιθουανία 8,7%, 16% και 0,3%, Λετονία 12,3% και 2,7%).
Σημαντικές πραγματικές αυξήσεις, σε μικρότερη κλίμακα, παρατηρούνται στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης την τελευταία τριετία (Τσεχία 7,9%, 7% και 8,5%, Σλοβακία 8,2%, 7,1% και 6%, Πολωνία 4,9%, 5,9% και 6,4%, Ουγγαρία 3,3%, 5,3% και 12,3%).

«Κρυφός μηχανισμός λιτότητας» οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης

«Κρυφό μηχανισμό λιτότητας» χαρακτηρίζει το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι οποίες τα τέσσερα τελευταία χρόνια σταθεροποιήθηκαν πάνω από το 50% στις προτιμήσεις των εργοδοτών.

«Η εξέλιξη αυτή» σημειώνει «οδήγησε στη δημιουργία φτωχών υποαπασχολούμενων και υποαμειβόμενων μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα». Οι νέες προσλήψεις με ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάστηκαν στη διάρκεια της κρίσης, με αποτέλεσμα ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων να κινείται γύρω ή και κάτω από το όριο της φτώχειας.

Τα επίσημα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ και του ΣΕΠΕ που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Εργασίας δείχνουν ότι οι προσλήψεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, σταθεροποιούνται στις προτιμήσεις των εργοδοτών.

Αντιστοίχως οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά, αφού μειώνεται η ποσοστιαία αναλογία τους από 79% το 2009 σε 45% το 2017. Το ίδιο διάστημα η ποσοστιαία αναλογία των νέων προσλήψεων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάζεται (από 21% σε 54,9%). To 2017 καταγράφονται 113.453 περισσότερες προσλήψεις σε σχέση με το 2016, μεταξύ των οποίων υπερτερούν οι ευέλικτες μορφές εργασίας (55%).

Ο αριθμός των μετατροπών των ατομικών συμβάσεων σε μερική και εκ περιτροπής απασχόληση είναι αυξημένος το 2017 πάνω από 200% σε σχέση με το 2009 (2017: 53.481, 2009: 16.977.

Το 2019 η αύξηση του κατώτατου μισθού

Με υπουργική απόφαση θα γίνει η «αύξηση – βελτίωση» του κατώτατου μισθού, αφού πρώτα θα προηγηθούν οικονομική μελέτη και η τεχνική διαδικασία που απαιτεί ο νόμος 4172 / 2013.

Η υπουργός Εργασίας κυρία Εφη Αχτσιόγλου επανέλαβε την υπόσχεση για «βελτίωση των κατώτατων αμοιβών», προσδιορίζοντας τον χρόνο έναρξης αυτής της διαδικασίας μετά τη λήξη του προγράμματος σταθερότητας της οικονομίας τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους.

Και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν ενστάσεις από τους δανειστές και αφεθεί το πεδίο ελεύθερο για επαναπροσδιορισμό των κατώτατων αποδοχών.

Εκείνο που η υπουργός απέφυγε να ξεκαθαρίσει είναι ότι η διαδικασία είναι αργή και δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί παρά μόνο εντός του πρώτου εξαμήνου του 2019.

Για τον λόγο αυτόν η κυρία Αχτσιόγλου σε πρόσφατη ομιλία της ήταν προσεκτική λέγοντας ότι μετά την έξοδο από το πρόγραμμα «θα είμαστε σε θέση να δρομολογήσουμε» την αύξηση του κατώτατου μισθού. Θα «δρομολογήσει», όχι θα αποφασίσει την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Το νέο καθεστώς που εφαρμόζεται για πρώτη φορά προβλέπει ότι ο κατώτατος μισθός ορίζεται πλέον από την κυβέρνηση ύστερα από διαδικασία διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και τεκμηριωμένη συνεκτίμηση των πραγματικών δεδομένων και δυνατοτήτων της οικονομίας και της απασχόλησης (ύψος ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης).

Την τελική ευθύνη καθορισμού του κατώτατου μισθού με τη νέα διαδικασία έχει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας, ο οποίος το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου κάθε έτους θα καταθέτει πρόταση νόμου με το ύψος του κατώτατου μισθού που θα ισχύσει το επόμενο έτος. Θα έχει προηγηθεί διαβούλευση μεταξύ εργοδοτών, εργαζομένων, αλλά και επιστημονικών φορέων και θα έχει συνταχθεί σχετικό πόρισμα με προτάσεις, οι οποίες ωστόσο δεν θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για την τελική απόφαση του υπουργού Εργασίας.

Τα πρόστιμα για την αδήλωτη εργασία

Τέλος, να αναφέρουμε ότι το υπουργείο Εργασίας επανασχεδιάζει την επιβολή προστίμων για την αδήλωτη εργασία συνδέοντάς τα με την πρόσληψη του αδήλωτου εργαζομένου. Το πρόστιμο των 10.500 ευρώ θα μειώνεται κλιμακωτά, ανάλογα με τη χρονική διάρκεια της σύμβασης που υπογράφει η επιχείρηση με τον αδήλωτο εργαζόμενο. Με σύμβαση τριών μηνών το πρόστιμο θα μειωθεί στα 7.000 ευρώ, έξι μηνών, σε 5.000 ευρώ, ενός έτους στα 3.000 ευρώ, ενώ αν η σύμβαση είναι άνω των 18 μηνών ή αορίστου χρόνου, τότε το πρόστιμο θα πέφτει στα 1.000 ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ