Η κλιματική αλλαγή έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της και στο μέλλον οι μεταβολές που θα βιώσουμε θα είναι ακόμα πιο έντονες. Ολες οι μελέτες που γίνονται σε παγκόσμιο επίπεδο επισημαίνουν έξι βασικές περιοχές «υψηλής ευπάθειας» και η Μεσόγειος είναι μία από αυτές. Ακόμη και με το «καλό» σενάριο, τα μεσογειακά κράτη –της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης –αναμένεται ως το τέλος του αιώνα να δουν τη στάθμη της θάλασσας να ανεβαίνει και το κλίμα τους να γίνεται πιο θερμό και πιο ξηρό, με ολοένα και συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα. Σε αυτό το κάθε άλλο παρά ρόδινο μέλλον η χώρα μας φαίνεται ωστόσο να είναι σχετικά τυχερή. Μελέτη που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα από τον καθηγητή Χρήστο Ζερεφό, ακαδημαϊκό και επόπτη του Κέντρου Ερεύνης Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακιαδημίας Αθηνών, διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο, οι συνθήκες θα είναι πιο ευχάριστες σε σχέση με τις άλλες μεσογειακές χώρες. Αυτό δεν θα είναι καλό μόνο για εμάς που ζούμε εδώ αλλά και για τον τουρισμό μας, αφού, όπως τονίζει ο καθηγητής, θα μας προσφέρει ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών μας σε όλον τον μεσογειακό χώρο.
Προγνωστικά μοντέλα
«Η Ελλάδα είναι μια χώρα με εξαιρετικά μεγάλο μήκος ακτογραμμής, περίπου 16.300 χιλιόμετρα, σχεδόν όσο το ένα τρίτο της περιφέρειας του πλανήτη» λέει ο κ. Ζερεφός στο «Βήμα». «Από αυτά περίπου τα 1.000 χιλιόμετρα αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιματική αλλαγή και οι αναμενόμενες, βάσει των εκτιμήσεων, περιβαλλοντικές εξελίξεις λόγω της ανθρωπογενούς παρέμβασης θα έχουν συνέπειες για πολλούς κλάδους της οικονομίας, μεταξύ αυτών και για τον τουρισμό». Τις επιπτώσεις ακριβώς σε αυτόν τον τελευταίο τομέα θέλησε να διερευνήσει η μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από τον καθηγητή και τους Παναγιώτη Νάστο, Ιωάννη Καψωμενάκη, Κώστα Ελευθεράτο, Θεοδώρα Αντωνακάκη και Ηλιάνα Πολυχρόνη από το Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών, το Εργαστήριο Κλιματολογίας και Ατμοσφαιρικού Περιβάλλοντος και το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων. Για να το επιτύχει, εξέτασε τις συνθήκες «τουριστικής ευφορίας» των ελληνικών προορισμών σε σχέση με εκείνους της υπόλοιπης Μεσογείου. Οι επιστήμονες εφήρμοσαν περιοχικά κλιματικά μοντέλα ενώ επίσης εκτίμησαν τη λεγόμενη φυσιολογικά ισοδύναμη θερμοκρασία, η οποία αντανακλά το αίσθημα ευφορίας ή δυσφορίας που προκαλούν στον άνθρωπο οι καιρικές συνθήκες. Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι αν και οι θερμοκρασίες στην Ελλάδα θα ανέβουν με τον ίδιο ρυθμό που προβλέπεται για την υπόλοιπη Μεσόγειο, οι συνθήκες στις ελληνικές πόλεις και στα νησιά θα είναι καλύτερες.
«Σε όλους τους υπολογισμούς που γίνονται διεθνώς φαίνεται η θερμοκρασία των πόλεων της Ελλάδας να αυξάνεται μέσα στις προσεχείς δεκαετίες» εξηγεί ο κ. Ζερεφός. «Η Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, σε 40-50 χρόνια θα μοιάζει με την Αλεξάνδρεια. Ηδη έχει πλησιάσει. Οποιος και να δει τα μοντέλα εκ πρώτης όψεως θεωρεί ότι η Μεσόγειος θα είναι ένα «hot spot», μια περιοχή υψηλής ευπάθειας. Και έτσι μας βάζουν όλους στο ίδιο καζάνι. Αν όμως υπολογίσει κάποιος τη φυσιολογικά ισοδύναμη θερμοκρασία, θα δει ότι δεν είναι παντού ίδια τα πράγματα». Η φυσιολογικά ισοδύναμη θερμοκρασία ή PET είναι, όπως αναφέρει, ο βαθμός της θερμοδυναμικής φυαιολογικής επιβάρυνσης που δέχεται ο ανθρώπινος οργανισμός από το περιβάλλον –κάτι ανάλογο με την αισθητή θερμοκρασία που δίνουν πλέον τα μετεωρολογικά δελτία αλλά λαμβάνοντας υπόψη πολύ περισσότερες παραμέτρους –ουσιαστικά όλες τις ακτινοβολίες που δέχεται και εκπέμπει το ανθρώπινο σώμα. «Σκεφθείτε έναν άνθρωπο ο οποίος ιδρώνει, τον φυσάει ο αέρας και δέχεται ακτινοβολίες από το περιβάλλον, από τον ήλιο, από τους τοίχους, από το έδαφος, ενώ παράλληλα ακτινοβολεί και ο ίδιος προς το περιβάλλον γιατί το σώμα του έχει θερμοκρασία 36,5 βαθμούς. Μαζί με την εφίδρωση το μοντέλο μας υπολογίζει όλες αυτές τις ακτινοβολίες για να εξαγάγει τον δείκτη PET».
Φύσα αεράκι…
Με βάση τον δείκτη PET, για παράδειγμα, τόσο κατά το παρόν όσο και ως το τέλος του αιώνα η Αθήνα θα έχει καλύτερη φυσιολογικά ισοδύναμη θερμοκρασία από τη Μαδρίτη, η Νάξος από την Πάλμα της Μαγιόρκα, η Μεθώνη από τη Μάλτα και η Νάξος από την Αττάλεια! Αιτία αυτής της διαφοροποίησης είναι οι ιδιαίτερες,τοπικές κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα μας, κυρίως στο Αιγαίο. «Οφείλεται στο ότι εμείς έχουμε σχετικά χαμηλή υγρασία και ανέμους. Τα μελτέμια δηλαδή, το καλοκαίρι, που είναι και η πλέον θερμή περίοδος, μετριάζουν τους καύσωνες. Και η αισθητή θερμοκρασία είναι καλύτερη, αισθανόμαστε πιο ωραία αλλά και είμαστε πιο ωραία» εξηγεί ο κ. Ζερεφός. «Τα μελτέμια, οι ετήσιοι άνεμοι, είναι τοπικής σημασίας. Μπορεί να δημιουργούνται από δύο μεγάλα κέντρα, από το θερμικό στο Ιράν και τις μεγάλες πιέσεις στα Βαλκάνια, αλλά δεν παύουν να αφορούν κυρίως το Αιγαίο και την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Και όπως διαπιστώσαμε, μειώνουν το αποτέλεσμα της θέρμανσης του πλανήτη».
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι στο Αιγαίο τα μελτέμια θα αυξηθούν κατά 10% ως το τέλος του αιώνα, κάτι το οποίο, όπως σημειώνει ο κ. Ζερεφός, θα είναι πολύ σημαντικό για την αιολική ενέργεια. Παράλληλα αναμένεται να αυξηθεί και η ηλιακή ακτινοβολία, καθώς από τον Μάιο μέχρι και τον Οκτώβριο η νέφωση, η οποία ούτως ή άλλως είναι χαμηλή στη χώρα μας, θα μειωθεί ακόμα περισσότερο λόγω της αλλαγής της κυκλοφορίας του αέρα. «Και όταν η νέφωση πέφτει, η ηλιακή ενέργεια αυξάνεται» λέει ο καθηγητής. «Σε μια παλαιότερη εργασία που έχω κάνει μάλιστα φαίνεται ότι το Αιγαίο είναι το μοναδικό μέρος στη Γη όπου η ηλιακή ενέργεια και η αιολική ενέργεια τον Ιούλιο και τον Αύγουστο είναι ίσες. Είναι δηλαδή σαν να έχουμε δύο ήλιους». Αυτό, όπως εξηγεί, συμβαίνει επειδή τα μελτέμια είναι πολύ σταθεροί άνεμοι. «Εχουν σταθερότητα της τάξεως του 80%-85% όταν οι αληγείς άνεμοι στη Χαβάη, που θεωρούνται οι σταθερότεροι στον κόσμο και τους χρησιμοποιούσαν οι θαλασσοπόροι για να κάνουν τα ταξίδια τους, έχουν σταθερότητα 75%» επισημαίνει.
Οσον αφορά το Ιόνιο, οι ερευνητές είδαν ότι στην καρδιά του καλοκαιριού οι συνθήκες δεν θα είναι τόσο καλές όσο στο Αιγαίο, το οποίο «σώζεται» από τα μελτέμια. Ωστόσο τα νησιά του Ιονίου θα δουν την τουριστική σεζόν τους να παρατείνεται, καθώς την άνοιξη και το φθινόπωρο οι συνθήκες εκεί θα είναι ιδανικές. «Ναι, το Ιόνιο έχει ένα μικρό πρόβλημα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο» λέει ο κ. Ζερεφός. «Αλλά νομίζω ότι αυτό αντισταθμίζεται πλήρως από την επέκταση της τουριστικής περιόδου».
Μεγάλη τουριστική περίοδος
Γενικότερα όλες οι θερινές τουριστικές περιοχές της χώρας θα πρέπει να προετοιμάζονται για μεγάλη τουριστική περίοδο. Παράλληλα όμως θα πρέπει να προετοιμάζονται και για τα χειρότερα που αναπόφευκτα θα έρθουν. Οι τελευταίες μελέτες προβλέπουν για την Ελλάδα ως το 2100 αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας κατά 3 ως 4,5 βαθμούς, μείωση των βροχοπτώσεων κατά 5% ως 18%, αύξηση του αριθμού των ημερών με μέγιστη θερμοκρασία άνω των 35 βαθμών Κελσίου (κατά 35-40 ημέρες στα ηπειρωτικά το 2071-2100 σε σχέση με σήμερα) και των τροπικών νυχτών με ελάχιστη θερμοκρασία άνω των 20 βαθμών (περίπου 50 ημέρες σε όλη την επικράτεια το 2071-2100 σε σχέση με σήμερα). Οι μεταβολές αυτές σημαίνουν ότι, ιδιαίτερα στα ηπειρωτικά της Ελλάδας, θα υπάρχει ανάγκη κλιματισμού για ψύξη ως και 40 επιπλέον ημέρες τον χρόνο. Οι τουριστικές περιοχές –και όχι μόνο –θα πρέπει λοιπόν να προσαρμόσουν τις υποδομές τους στα νέα δεδομένα.
Αλλαγές αναμένονται παράλληλα και στις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και στη Βορειοδυτική Μακεδονία εκτιμάται ότι η μέγιστη ποσότητα νερού που πέφτει με τη βροχή σε διάστημα μέχρι και 3 ημερών θα αυξηθεί έως 30%, ενώ στη Δυτική Ελλάδα θα μειωθεί έως 20%. Οσον αφορά τις ξηρές περιόδους, η μεγαλύτερη αύξηση της διάρκειάς τους θα σημειωθεί στη Βόρεια Κρήτη, όπου προβλέπονται 20 επιπλέον ημέρες ξηρασίας ως το 2021-2050 και ως 40 επιπλέον ημέρες το 2071-2100. Η μεταβολή των κλιματικών συνθηκών θεωρείται επίσης ότι θα αυξήσει σημαντικά τον αριθμό των ημερών με εξαιρετικά αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς: κατά 40 ημέρες το 2071-2100 σε όλη την Ανατολική Ελλάδα από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο, ενώ μικρότερες αυξήσεις αναμένονται στη Δυτική Ελλάδα.
Αλλη συνέπεια που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η οποία στη χώρα μας εκτιμάται ότι ως το 2100 θα είναι από 0,2 ως 2 μέτρα. Οπως μας λέει ο κ. Ζερεφός, οι μελέτες που έχει κάνει με τους συνεργάτες του έχουν δείξει ότι ο ρυθμός της ανόδου έχει ήδη επιταχυνθεί. «Πριν από 50 χρόνια ανέβαινε με έναν ρυθμό ένα ως δύο χιλιοστά τον χρόνο» αναφέρει. «Τώρα ανεβαίνει πάνω από τρία χιλιοστά τον χρόνο στην περιοχή μας και οκτώ χιλιοστά στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη, κοντά στους πόλους». Ο καθηγητής θεωρεί ότι ο ελληνικός τουρισμός θα πρέπει να προετοιμαστεί για τις νέες συνθήκες λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις εκτιμήσεις. «Οι τουριστικές δραστηριότητες και τα τουριστικά θέρετρα θα πρέπει να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή» τονίζει. «Διότι θα πρέπει και να ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν, για παράδειγμα, ακραία καιρικά φαινόμενα αλλά και να γνωρίζουν ότι θα πρέπει να προστατεύσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία από τυχόν άνοδο της θαλάσσιας στάθμης ή από τυχόν απώλεια αμμουδιάς ή διείσδυση υφάλμυρου νερού σε παράκτιες περιοχές που είναι δέλτα ποταμών». Αυτά, όπως προσθέτει, είναι φαινόμενα τα οποία παρατηρούνται ολοένα και πιο συχνά και θα συνεχιστούν. «Θα πρέπει αυτές οι περιοχές να προστατευθούν περισσότερο» τονίζει. «Για παράδειγμα, στο δέλτα του Αξιού, το Καλοχώρι είναι ήδη κάτω από τη θάλασσα. Περιοχές καλλιεργήσιμες του Καλοχωρίου είναι στο όριο ακριβώς κάτω από τη θαλάσσια στάθμη».
Αρωματική βιοποικιλότητα
Ιδιαίτερη προστασία, όπως εισημαίνει, θα πρέπει επίσης να παράσχουμε και στη μοναδική βιοποικιλότητα που διαθέτει η Ελλάδα, ιδιαίτερα στις παράκτιες περιοχές. «Η χώρα μας έχει από τις μεγαλύτερες βιοποικιλότητες στον κόσμο –ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο φυσικά» λέει. «Είναι μια πολύ μικρή χώρα με μεγάλη βιοποικιλότητα και πολύ μεγάλη ακτογραμμή. Επομένως η βιοποικιλότητά μας κινδυνεύει από ακραία φαινόμενα. Τόσο από απόπλυση από ραγδαία βροχή όσο και από ξηρασία, καθώς και από την αύξηση των ακραίων ανέμων». Ο καθηγητής θεωρεί την ελληνική βιοποικιλότητα πολύτιμη και για τον τουρισμό. «Οι μυρωδιές που έχει η Ελλάδα οφείλονται σε αυτήν» υπογραμμίζει. «Τα δικά μας τα φυτά, τα θυμάρια, τα πεύκα και τα άλλα δέντρα, μοσχοβολούν γιατί εκπνέουν αρωματικές ενώσεις που ονομάζονται τερπένια. Και αυτά τα τερπένια μοσχοβολούν τον κόσμο. Τα ίδια πεύκα, αν τα δείτε στις Κουκουναριές στη Σκιάθο μοσχομυρίζουν, ενώ στη Ρώμη δεν μυρίζουν καθόλου». Και αυτή η ευωδιά, τονίζει, επιδρά καταλυτικά στον επισκέπτη: «Δεν είναι μόνο το γαστρονομικό που εκθειάζεται, όπως νομίζουν όλοι. Απλώς οι άνθρωποι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, μυρίζουν ένα περιβάλλον που είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό στο οποίο ζουν. Επίσης τα τερπένια είναι μεγαλομόρια, σκεδάζουν το μπλε φως, γι’ αυτό το απολλώνιο φως που έχουμε είναι μοναδικό. Ο συνδυασμός αυτός δημιουργεί ένα πολύ ιδιαίτερο συναίσθημα στον επισκέπτη. Γι’ αυτό όλοι φεύγουν πανευτυχείς».
Ετσι λοιπόν, καθώς χάρη στα μελτέμια και στη χαμηλότερη υγρασία τα δύσκολα που έρχονται θα είναι για εμάς κατά τι λιγότερο επώδυνα, ο κ. Ζερεφός ευελπιστεί ότι, αν προετοιμαστούμε σωστά, μπορούμε να βγούμε κερδισμένοι σε σχέση με τους γείτονές μας.
«Σε σχέση με την υπόλοιπη Μεσόγειο είμαστε πολύ προνομιούχοι» καταλήγει.
«Και η αιολική και η ηλιακή ενέργεια είναι υπέρ ημών και οι δείκτες ευφορίας ή δυσφορίας είναι καλύτεροι από τους αντίστοιχους των ανταγωνιστών μας. Δηλαδή αυξάνεται μεν η θερμοκρασία, αυξάνονται τα ακραία φαινόμενα, το ίδιο όπως στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά το αποτέλεσμα είναι πιο ήπιο σε εμάς».
Δείκτης ευφορίας
Ο δείκτης PET, ο οποίος έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται περισσότερο την τελευταία δεκαετία στα κλιματολογικά μοντέλα, έχει διαβαθμίσεις θερμικής αίσθησης προς τα πάνω και προς τα κάτω, αντίστοιχα για τη ζέστη και για το κρύο. Φθάνει τις ακραίες τιμές του όταν πέφτει κάτω από τους 4 βαθμούς, που σημαίνει ότι το περιβάλλον είναι πολύ ψυχρό, ή όταν ανεβαίνει πάνω τους από 41 βαθμούς, σε ένα πολύ θερμό περιβάλλον. Οι ιδανικές τιμές του βρίσκονται κάπου στη μέση: όταν είναι στους 13-18 βαθμούς το περιβάλλον γίνεται αισθητό ως λίγο δροσερό (υπάρχει ελαφρά ψυχρή επιβάρυνση), όταν είναι στους 18-23 βαθμούς το περιβάλλον γίνεται αισθητό ως θερμικά ουδέτερο (υπάρχει άνεση χωρίς καμία θερμική επιβάρυνση) και όταν είναι στους 23-29 βαθμούς το περιβάλλον γίνεται αισθητό ως λίγο θερμό (υπάρχει ελαφρά θερμή επιβάρυνση). «Γενικώς όταν η φυσιολογικά ισοδύναμη θερμοκρασία είναι ανάμεσα στα όρια 10 ως 30 είναι πολύ καλή. Πάνω από 30 είναι πολλή ζέστη, κάτω από 10 είναι πολύ κρύο» λέει ο κ. Ζερεφός. «Αν λοιπόν δείτε όλη τη Μεσόγειο με βάση αυτόν τον δείκτη, ο οποίος είναι διεθνώς αποδεκτός, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που ακόμα και στο τέλος του αιώνα ο δείκτης PET είναι κάτω από 30».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ