Την αποζημίωση – από το ίδιο το Δημόσιο – ιδιοκτητών οικοπέδων και ακινήτων, σε βάρος των οποίων η Πολιτεία θεσπίζει περιορισμούς, αλλοιώνοντας σημαντικά τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας τους, αποφάσισε το Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Το ζήτημα παραπέμφθηκε λόγω σπουδαιότητας για οριστική κρίση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, από την οποία παράλληλα θα κριθούν και οι προϋποθέσεις για την καταβολή της αποζημίωσης, αν δηλαδή θα απαιτείται προηγουμένως υποβολή σχετικής αίτησης από τον ιδιοκτήτη ή θα γίνεται αυτομάτως.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας, ερμηνεύοντας το Σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία, αποφάνθηκαν μεταξύ άλλων ότι εφόσον οι περιορισμοί στην ιδιοκτησία «έχουν ως αποτέλεσμα ουσιώδη στέρηση της χρήσης της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της, είτε η ιδιοκτησία αυτή βρίσκεται σε περιοχή προστασίας της φύσης είτε σε ζώνη προστασίας της, η αποζημίωση του ιδιοκτήτη δεν ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, αλλά γεννάται αξίωσή του προς αποζημίωση, η οποία θεμελιώνεται ευθέως ανάλογα με την έκταση, την ένταση και τη χρονική διάρκεια της ζημίας».
Η αρχή του νήματος
Τους συμβούλους Επικρατείας απασχόλησε υπόθεση δύο τουριστικών-ξενοδοχειακών εταιρειών με μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή του Λαγανά Ζακύνθου, περιοχή που το 1999 ανακηρύχθηκε με Προεδρικό Διάταγμα σε θαλάσσιο πάρκο λόγω της ωοτοκίας της χελώνας Caretta – Caretta.
Οι δύο εταιρείες προσέφυγαν στα Διοικητικά Δικαστήρια και ζήτησαν να τους καταβληθεί από το Ελληνικό Δημόσιο αποζημίωση (σύμφωνα με το άρθρο 105 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα) για τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην ιδιοκτησία τους και ειδικά για τους κατασκευαστικούς περιορισμούς (επιτρεπόμενες χρήσεις γης). Το ύψος της αποζημίωσης άγγιζε τα 3,5 εκατ. ευρώ και τα 3 εκ. ευρώ, αντιστοίχως.
Στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών οι εταιρείες έχασαν τη μάχη, ωστόσο στην πορεία δικαιώθηκαν από το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο επιδίκασε στη μια αποζημίωση 100.000 ευρώ και στην άλλη 90.000 ευρώ.