Μέσω των μεγάλων ανδρών πραγματοποιούνται οι λογικοί σκοποί της Ιστορίας.
G. Hegel
Αυτό είναι το επιτακτικό αλλά και προκλητικό δίλημμα που σήμερα, ύστερα από όσα έχουμε βιώσει στη διάρκεια της οκτάχρονης κρίσης, απαιτεί μια έντιμη και ειλικρινή απάντηση-απόφαση από τους πολιτικούς και πνευματικούς ταγούς της χώρας. Μια απάντηση που θα είναι ταυτόχρονα και μια μορφή λογοδοσίας για τη συμβολή τους στη διαμόρφωση της πρόσφατης Ιστορίας του τόπου, που ομολογουμένως, κατά τις διάφορες φάσεις της, δεν εκδηλώθηκε και δεν αναπτύχθηκε πάντοτε σύμφωνα με τη λογική και την αλήθεια.
Μια Ιστορία που είχε ξεκινήσει ως «ευημερία με δανεικά» και κατέληξε στη σημερινή τραγωδία της οικονομικής χρεοκοπίας του τόπου. Κανείς βέβαια την εποχή της ευημερίας, πλην ελαχίστων (Κων. Μητσοτάκης, Π. Κονδύλης κ.ά.), δεν είχε αντιληφθεί και, το σπουδαιότερο, δεν είχε προβλέψει ότι ο αχαλίνωτος παρασιτικός καταναλωτισμός, στον οποίον είχαν επιδοθεί με τις ευλογίες του κράτους όλες ανεξαιρέτως οι κοινωνικές ομάδες, απεργαζόταν την εθνική εκποίηση της χώρας. Προς την κατεύθυνση αυτή, δυστυχώς, είχε συντελεστεί μια άτυπη εθνική συμφωνία: όλοι οι πολιτικοί, ανεξάρτητα από την κομματική και ιδεολογική τους θέση, υποστήριζαν αιτήματα για παροχές από οποιονδήποτε και αν προβάλλονταν, αρκεί αυτά να καλύπτονταν κάτω από τη σημαία της «λαϊκής διεκδίκησης» (αυτό δηλαδή που σήμερα συνεχίζει ο ΣΥΡΙΖΑ). Ολα αυτά ελάμβαναν χώρα μέσα σε ένα σκηνικό φαινομενικής αντιδικίας μεταξύ ενός «πτωχοπροδρομικού συντηρητισμού» και ενός «προοδευτικού πιθηκισμού» όπως γλαφυρά περιγράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης.
Οι ανάγκες εν συνεχεία για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, που ξέσπασε εξαιτίας της αδυναμίας της χώρας να συνεχίσει να δανείζεται για να ικανοποιεί καταναλωτικά αιτήματα, επέβαλλαν στον ελληνικό λαό οικονομικές θυσίες, που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούσαν το όριο της αντοχής του και προκαλούσαν και συνεχίζουν να προκαλούν εύλογες διαμαρτυρίες. Το κράτος, ακολουθώντας αναγκαστικά ένα πρόγραμμα προσαρμογής στη δημοσιονομική κανονικότητα, δεν είχε –και εξακολουθεί να μην έχει –πλέον τις δυνατότητες να δώσει στους πολίτες αυτά που τους χορηγούσε στο παρελθόν. Η αγανάκτηση όμως αυτή, εκτός από εκδήλωση κοινωνικής δυσαρέσκειας, εξελίχθηκε σε μια διάχυτη καταφρόνηση του πολιτικού συστήματος, αφού πλέον αυτό δεν ήταν σε θέση να ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες των πολιτών και να παράγει ουσιαστικά αποτελέσματα για τη διασφάλιση της ευημερίας τους. Και αναπόφευκτα κατέληξε να γίνει αιτία κλονισμού της εμπιστοσύνης σημαντικής μερίδας του λαού στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Με αυτόν τον τρόπο η οικονομική κρίση τροφοδότησε και μια κρίση πολιτικής απονομιμοποίησης των αντιπροσωπευτικών θεσμών του πολιτεύματος. Η κρίση αυτή τα τελευταία τρία χρόνια έχει επιβαρυνθεί αθεράπευτα με τις «καθεστωτικές» αντιλήψεις και πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ, που κλήθηκε να κυβερνήσει τον τόπο χωρίς να πιστεύει στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας και στους μηχανισμούς της ανοιχτής αγοράς, παρ’ όλο που οφείλει να τους υπηρετεί. Επί διακυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ η κρίση πολιτικής νομιμότητας πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις και εκδηλώνεται καθημερινά με απίστευτα επεισόδια: η Δικαιοσύνη συχνά βάλλεται και από κυβερνητικά στελέχη για μη αρεστές αποφάσεις, η εκτελεστική εξουσία σφετερίζεται αρμοδιότητες άλλων εξουσιών και Αρχών, έχει καταλυθεί η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η Βουλή «λαθρονομοθετεί» συστηματικά, αφού το κύριο νομοθετικό έργο συντελείται μέσω βουλευτικών και υπουργικών τροπολογιών, που οι περισσότερες κατατίθενται λίγη ώρα πριν από τη ψήφιση άσχετων με αυτές νομοσχεδίων. Οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων επανειλημμένως κατηγορούν κυβερνητικά στελέχη και συνεργάτες του Πρωθυπουργού για απόπειρα χειραγώγησης του δικαστικού φρονήματος και κατάλυση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Το κράτος δικαίου καθημερινά λιγοστεύει και οι θεσμικές εγγυήσεις για την αμερόληπτη λειτουργία των δικαστικών και διοικητικών αρχών υπονομεύονται και σε κάποιες κραυγαλέες περιπτώσεις έχουν εν τοις πράγμασι καταργηθεί. Η ανομία και η εγκληματικότητα θεριεύουν και η ανασφάλεια του πολίτη και η κατατρομοκράτηση της κοινωνίας από ομάδες «ατάκτων» που δρουν ανεξέλεγκτα στις μεγάλες πόλεις καταρρακώνει κάθε έννοια ευταξίας και κοινωνικής συνοχής.
Οι θεμελιώδεις δημοκρατικοί θεσμοί υποβαθμίζονται, απαξιώνονται, ευτελίζονται και τελικά απογυμνώνονται από κάθε στοιχείο κύρους και αυθεντίας, ώστε η πολιτική διαπάλη μεταξύ των κομμάτων να έχει καταντήσει ένα θέαμα αντιπαράθεσης μονομάχων στην αρένα. Επανειλημμένως, τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και τα μέλη της κυβέρνησης έχουν δημοσίως επικριθεί για την αυθαίρετη χρησιμοποίηση του θεσμικού τους ρόλου προς ικανοποίηση ταξικών παθών και την εξυπηρέτηση κομματικών, πελατειακών, συντεχνιακών και προσωπικών συμφερόντων. Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί μια πρωτοφανή κυβερνητική προπαγάνδα, μέσω της οποίας επιχειρεί να μετατρέψει την ορμή για την πολιτική του αυτοσυντήρηση σε διεύρυνση της ισχύος του απέναντι στους πολιτικούς του αντιπάλους.
Μήπως όμως ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με όλες αυτές τις υπερβολές, που αν εξακολουθήσουν να τυραννούν τον τόπο, θα οδηγήσουν τη χώρα σε πλήρη ιστορική κατάρρευση; Να, λοιπόν, γιατί τίθεται επιτακτικά για τον πολιτικό και τον πνευματικό κόσμο το αμείλικτο δίλημμα: υπάλληλοι συμφερόντων ή υπάλληλοι της Ιστορίας; Θα συνεχίσουμε να υπηρετούμε ιδιοτελή συμφέροντα κάθε λογής ή θα ταχθούμε με την πλευρά της Ιστορίας του τόπου, που δεν απαιτεί τίποτα άλλο από την εκπλήρωση και την ικανοποίηση των αληθινών συμφερόντων του λαού; Ηρθε η ώρα, και δεν υπάρχουν άλλα χρονικά περιθώρια καθυστέρησης, να συνειδητοποιήσουμε την αναγκαιότητα της υποταγής του συναισθήματος στη λογική και της υποχώρησης των παθών και των επιθυμιών απέναντι στον απρόσωπο κανόνα. Δεν μπορούμε άλλο να ονειρευόμαστε, ούτε να σχεδιάζουμε υπό την καθοδήγηση σωτήρων τύπου Τσίπρα επιστροφή σε κανονικότητα χωρίς… κανόνες, σε λογική χωρίς αλήθειες. Οσοι πολιτικοί αποφασίσουν να αναλάβουν την ευθύνη του παρόντος και του μέλλοντος αυτού του τόπου οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι η αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης δεν αναφέρεται μόνο στη καθαρή οικονομική έξοδο απ’ αυτήν, αλλά παράλληλα προϋποθέτει και τη διασφάλιση της θεσμικής ακεραιότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Διαφορετικά, κάθε άλλη έξοδος θα είναι νίκη συμφερόντων και ήττα της λογικής και της αλήθειας, δηλαδή ήττα της ίδιας της Ιστορίας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τζαβάρας είναι βουλευτής Ηλείας της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ