Με αφορμή την επιστολή των 93 καθηγητών της Νομικής για την εγκληματικότητα και τη χρήση ναρκωτικών μέσα και γύρω από τη σχολή, αξίζει να ξανασκεφτούμε μια ολέθρια κληρονομιά. Αυτήν που οδηγεί ένα κομμάτι της διανόησης να «παραλύει» απέναντι στο λούμπεν. Μιλώ εδώ για την κληρονομιά που είδε συχνά στην παραβατικότητα μια μορφή ανυπακοής στις κυρίαρχες νόρμες ή έστω το αποτέλεσμα κοινωνικών αδικιών πάνω σε αδύναμα άτομα. Η χαλαρή και σχεδόν αθωωτική προσέγγιση στη λούμπεν «μικρή» παραβατικότητα έρχεται μέσα από τα βάθη του χρόνου και με αυτή τη θεωρητικά κατασκευασμένη συμπάθεια.
Από παλιά χτίστηκε άλλωστε ένας ανθεκτικός ρομαντικός μύθος: ο μύθος πως ο υπόκοσμος και η «αλητεία» των μεγαλουπόλεων βρίσκονται πιο κοντά στον προοδευτικό διανοούμενο και στις αξίες του. Πιο κοντά στον εγκληματία απ’ όσο στον «φιλισταίο» αστό. Διαφορετικές στιγμές της Ιστορίας κέντησαν αυτόν το παραπλανητικό μύθο στους σύγχρονους καιρούς. Η εξιδανίκευση του κλέφτη στη λογοτεχνία, η ηρωοποίηση του ληστή ή ακόμα και του δολοφόνου στην ποπ κουλτούρα, ακόμα και ο χαρακτηρισμός των ποινικών ως «κοινωνικά συγγενών στοιχείων» στα σταλινικά στρατόπεδα συγκέντρωσης (η χρησιμοποίηση των λούμπεν που εξόργιζε τους αντικαθεστωτικούς κρατουμένους).
Μπορεί φυσικά να πει κανείς ότι το πρόβλημα σήμερα είναι ένα απλό θέμα δημόσιας τάξης και ασύλου. Δεν είναι όμως τόσο απλό. Για πολλούς μέσα στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, το νέο μητροπολιτικό λούμπεν είναι ο καρπός της διάλυσης του κοινωνικού ιστού από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Ξεκινώντας λοιπόν από αυτή τη συλλογιστική βγαίνει ένα περίεργο συμπέρασμα: το συμπέρασμα ότι η πυκνή παρουσία στο κέντρο των πόλεων και στα πανεπιστήμια της «οικονομίας του εγκλήματος» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με θεραπεία των κοινωνικών του αιτίων, με αλλαγή παραδείγματος οικονομίας και πολιτισμού. Μέχρι να συμβεί αυτό, κάθε διαμαρτυρία πολιτών, καθηγητών ή φοιτητών για το θέμα στιγματίζεται ως συντηρητικός, καθωσπρεπικός και κατασταλτικός λόγος.
Από τη μια έχουμε λοιπόν τον ρομαντικό μύθο που προτιμά διαχρονικά τον κλέφτη από τον αστυνόμο, το αντι-κράτος από το κράτος, την τάχα απελευθερωτική παρανομία από τη νομιμότητα. Από την άλλη βγαίνει στον αφρό η γνωστή ρητορεία για τα αποτελέσματα του συστήματος για τα οποία, πρακτικά, δεν μπορείς να κάνεις κάτι αν δεν πας στα περίφημα «βαθύτερα αίτια». Τέλος, υπάρχει και μια ακόμα ιδέα που ζυμώνεται σε ορισμένους κύκλους κάθε φορά που υψώνονται φωνές διαμαρτυρίας για τις καταστάσεις αυτές: η άποψη πως δεν μπορεί κανείς να προβάλλει ζητήματα αισθητικής, καθαριότητας ή ευπρέπειας γιατί υπάρχουν ανταγωνιστικές λογικές αξιοποίησης του χώρου. Αν έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές αισθητικές χειρονομίες και πρακτικές «οικειοποίησης του χώρου», η επιβολή κάποιου Κανόνα καταδικάζεται ως αυθαίρετη. Πλάι λοιπόν στον κοινωνιολογικό ανθρωπισμό προστρέχει και η εστέτ ελευθεριακή ιδέα που έχει οπαδούς μέσα στο Πανεπιστήμιο και επηρεάζει έναν αριθμό νέων διανοουμένων και καλλιτεχνών. Μαζί με την κλασική μετάθεση του προβλήματος στις απώτερες δομές εξουσίας, υπάρχει μια αγορά εξωτισμού και πολιτιστικής ακρότητας που δεν έχει πρόβλημα με το «βρώμικο».
Από διαφορετικές διαδρομές φτάνουμε εν τέλει σε κάτι θλιβερό: στην αδυναμία να αρθρώσει κανείς τη διαμαρτυρία του για την επέκταση του λούμπεν συμμοριτισμού, για το ναρκο-εμπόριο ή τις άλλες λαθρεμπορικές πρακτικές μέσα και έξω από την αυλή των πανεπιστημίων. Εχει προκύψει επιπλέον μια αυτολογοκρισία για πολλούς ανθρώπους στο πανεπιστήμιο που φοβούνται μήπως τους χαρακτηρίσουν «οπαδούς της καταστολής» ή, όπως είπε και ο υπουργός Παιδείας, «ασόβαρους». Αν κάποιος υπερασπιστεί την μπανάλ ευπρέπεια, κινδυνεύει να χρεωθεί αυτομάτως όλα τα αμαρτήματα της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής.
Η ανοχή στον εκτεταμένο λούμπεν εποικισμό των αστικών χώρων (πάρκων, πλατειών, παιδικών χαρών) πάει εν τέλει μαζί με ένα επικίνδυνο αίσθημα αβοηθησίας: αφού τα «αίτια είναι συστημικά», δεν μπορούμε να βελτιώσουμε τους όρους ζωής μας, ούτε να αποκλείσουμε τους ιδιόμορφους αυτούς εξουσιαστές του δημόσιου χώρου.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι λοιπόν η μοιρολατρική αποδοχή των άθλιων εικόνων μαζί με τις «ιδεολογικές» υπεκφυγές και τα τεχνάσματα με τα οποία απωθείται το πρόβλημα. Ο ρητορικός ευφημισμός περί φτωχοδιάβολων –όταν μιλάμε για κυκλώματα νοθευμένης μεθαμφεταμίνης, τσιγάρων, κινητών κ.λπ. –ενισχύει ακόμα περισσότερο την παραλυτική στάση και τη συνεχή αναβολή.
Στο όνομα μιας ανεύρετης «ριζικής λύσης», η καθημερινότητα αφήνεται στα έλκη της. Επειδή κάποιοι δεν μπορούν να πάνε ένα βήμα πέρα από τη θεωρία των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους, κλείνουν τα μάτια στη λουμπενοποίηση όλο και περισσότερων χώρων. Αν δεν τη δικαιώνουν με πολιτισμικές θεωρίες, υπονομεύουν στην πράξη κάθε προσπάθεια περιστολής της. Αφήνονται έτσι ανενόχλητοι οι συσχετισμοί δύναμης της κάθε πιάτσας (γιατί πιάτσες είναι αυτές) επειδή κάποιες διανοούμενες ελίτ ταυτίζουν την έννομη τάξη της πολιτείας με τους παλιούς, καταπιεστικούς διωκτικούς μηχανισμούς.
Η κραυγή αγωνίας στη Νομική του ΕΚΠΑ, οι εκκλήσεις από την πλευρά διδασκόντων και φοιτητών του Αριστοτελείου, οι αντίστοιχες διαμαρτυρίες από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας υπενθυμίζουν το πρόβλημα. Στην πιο απτή, επείγουσα, ορατή του διάσταση. Λένε ουσιαστικά ότι ο χώρος της γνώσης και της έρευνας πρέπει να είναι αξιοβίωτος. Να φιλοξενεί τις ζωντανές αντιφάσεις και τον πολυθεϊσμό των αξιών της σύγχρονης κοινωνίας αλλά να είναι κλειστός στον λούμπεν παρασιτισμό και στον αντικοινωνικό μηδενισμό.
Η ιδέα πως ανοιχτό πανεπιστήμιο είναι αυτό όπου ο βάνδαλος και ο ντίλερ μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους είναι καθαρός κυνισμός. Οπως όλες οι σοφιστείες που υποτιμούν την υποβάθμιση πολλών δημόσιων χώρων στο όνομα μιας φανταστικής κοινότητας του μέλλοντος.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ