Οι συνομιλίες των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας – Αλβανίας για διμερή θέματα στα Τίρανα στις 29 Μαρτίου και οι διαπραγματεύσεις για το μακεδονικό «ονοματολογικό» ζήτημα με τη συμμετοχή του ΟΗΕ στη Βιέννη στις 30 Μαρτίου δείχνουν ότι έπειτα από μακρά περίοδο εσωστρέφειας και λαθών η Ελλάδα θέλει να έχει θετικό ρόλο στα Βαλκάνια. Από την οπτική γωνία ορισμένων βαλκάνιων γειτόνων μας, από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 η Ελλάδα είχε μετατραπεί από αρωγό της οικονομικής ανάπτυξης και της ευρωπαϊκής πορείας τους σε πηγή αστάθμητων κινδύνων.
Οι τρεις κίνδυνοι
Πρώτος κίνδυνος υπήρξε το Ελληνικό Σχέδιο Οικονομικής Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ, 2002-2011), ένα πρόγραμμα ύψους 550 εκατ. ευρώ για την ενίσχυση των βαλκανικών οικονομιών. Ηταν ένα πρόγραμμα γεμάτο υποσχέσεις, το οποίο εξέπνευσε πρόωρα λόγω της οικονομικής κρίσης. Στο μεταξύ, αντί να ενισχύσει χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, διοχέτευσε κονδύλια κυρίως στη Βουλγαρία και στη Ρουμανία, οι οποίες ήδη είχαν μεγάλες ευρωπαϊκές πηγές χρηματοδότησης.
Δεύτερος κίνδυνος υπήρξε η ελληνική κρίση. Η ουσιαστική χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας το 2010, οι πολιτικο-οικονομικοί αυτοσχεδιασμοί του 2015 και η συνεχιζόμενη έως σήμερα οικονομική στασιμότητα συνέβαλαν στη δημιουργία ρευστού περιβάλλοντος στα Βαλκάνια. Παρ’ όλα αυτά, οι οικονομίες των Δυτικών Βαλκανίων έχουν ήδη ξεπεράσει τη δική τους ύφεση και κατά μέσο όρο μεγεθύνθηκαν κατά 2,9% το 2016 και 2,6% το 2017 (στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας). Τους είναι δύσκολο ωστόσο να προσβλέπουν στην Ελλάδα ως οικονομικό εταίρο, όταν η μεγέθυνσή της περιορίζεται στο 1,4% το 2017. Ταυτόχρονα οι πιέσεις των δανειστών για περαιτέρω απόσυρση των ελληνικών τραπεζών από τα Βαλκάνια υπονομεύουν τον οικονομικό ρόλο της χώρας μας στην περιοχή.
Τρίτη εστία κινδύνων για τους βαλκάνιους γείτονές μας υπήρξε ο γνωστός χειρισμός των εισροών προσφύγων και μεταναστών. Σε ό,τι αφορά τις εισροές, η ελληνική πολιτική του «ανοίξαμε και σας περιμένουμε», από το 2015, οδήγησε στη διεθνή απομόνωση της χώρας. Το 2016 ήταν συμβολική όσο και αποτελεσματική η παράταξη –στην άλλη πλευρά των βόρειων συνόρων μας –αστυνομικών από χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Σκοπός τους ήταν να προστατεύσουν την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) και βαλκανικές χώρες που δεν ανήκουν στην ΕΕ από ανεξέλεγκτες εξελίξεις σε χώρα-μέλος της ΕΕ.
Οι τέσσερις προκλήσεις
Εν όψει όλων αυτών, η πρώτη πρόκληση για τη χώρα είναι να πάψει να αποτελεί αστάθμητο παράγοντα για τα Βαλκάνια, ιδίως σήμερα που η ίδια απειλείται από την Τουρκία. Η συχνή διενέργεια εθνικών εκλογών (τέσσερις εκλογές και ένα δημοψήφισμα το 2012-2015) και η προοπτική επαναλαμβανόμενων εκλογών το 2018-2020 κατέστησαν και θα καταστήσουν ξανά την Ελλάδα μια απρόβλεπτη χώρα που εξάγει προβλήματα στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη.
Αν αντιμετωπιστεί αυτό, τότε η δεύτερη πρόκληση θα ήταν η Ελλάδα να ανακτήσει τον ρόλο του οιονεί εκπροσώπου της ΕΕ που παλαιότερα είχε στα Βαλκάνια, όπως π.χ. στη Διάσκεψη Κορυφής της Θεσσαλονίκης το 2003. Ο ρόλος της άλλαξε και έκτοτε, όταν αντιμετωπίζει προβλήματα, καταφεύγει στην Ευρώπη για να εκπροσωπηθεί μέσω αυτής έναντι των γειτόνων της. Θα πρέπει η Ελλάδα να αποκτήσει λόγο και για τα προβλήματα των γειτόνων της έναντι τρίτων.
Η τρίτη πρόκληση θα ήταν η Ελλάδα να έχει διαμορφωμένη πολιτική για τα Βαλκάνια τουλάχιστον έως το 2025, έτος κατά το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε επίσημα ότι αναμένεται να ενταχθούν στην ΕΕ η Σερβία και το Μαυροβούνιο. Οι στόχοι της ελληνικής πολιτικής, εκτός από την επίλυση διμερών θεμάτων με τους βαλκάνιους γείτονες, θα έπρεπε να είναι ένα βήμα μπροστά από τις τρέχουσες προτεραιότητες της ΕΕ. Αυτές συνοψίζονται στη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας στην περιοχή και στην οικονομική ανάπτυξη εν όψει της σταδιακής ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ. Εχουν υποβαθμιστεί δηλαδή ο στόχος του περαιτέρω εκδημοκρατισμού τους, παρότι ο αυταρχικός λαϊκισμός ανθεί, και ο στόχος της κοινωνικής συνοχής, παρότι τα επίπεδα ανεργίας στα Δυτικά Βαλκάνια είναι υψηλά (μέσος όρος, 21%). Η εξισορρόπηση τέτοιων διαφορετικών στόχων βαλκανικής πολιτικής είναι η τρίτη πρόκληση για τη χώρα.
H πρόκληση
Tέλος, σε ό,τι αφορά γενικότερα την εξωτερική πολιτική, τίθεται για την κυβέρνηση η πρόκληση συγκερασμού της αποτελεσματικότητας με τη συμμετοχή και τη διαφάνεια. Γύρω από κάθε τομέα δημόσιας πολιτικής υπάρχει μια «κοινότητα πολιτικής» αποτελούμενη από άτομα ή συλλογικούς φορείς με εμπειρία, γνώση ή άποψη. Τα επιτυχή μέτρα οποιασδήποτε δημόσιας πολιτικής προϋποθέτουν εκμετάλλευση της πείρας υπηρεσιακών παραγόντων και συνεργασία με εξειδικευμένους φορείς. Η εξ ολοκλήρου εκχώρηση ενός τομέα δημόσιας πολιτικής σε ένα μόνο άτομο, όσο έμπειρο και εργατικό και αν είναι αυτό, πέραν του γεγονότος ότι δεν συνηθίζεται στις σύγχρονες δημοκρατίες, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Ο προφανέστερος είναι το μοιραίο προσωπικό λάθος, όταν κάποιος, εντελώς μόνος του, χειρίζεται τις τύχες πολλών.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ