Σε μια προσπάθεια διάγνωσης των προβλημάτων της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας προστίθεται και το ότι οι εκλογές πραγματοποιούνται συχνότερα από τετραετία –με αποκορύφωμα τις εκλογές του 2015. Οι προτάσεις για την απάλειψη της παθογένειας περιλαμβάνουν συνήθως τον καθορισμό του χρόνου των εκλογών από το Σύνταγμα (ανά τετραετία, όπως οι αμερικανικές εκλογές). Πρόσφατα το Κίνημα Αλλαγής πρότεινε μια πιο μετριοπαθή εκδοχή, όπου δεν θα είναι αδύνατες οι έκτακτες εκλογές (όπως στις προηγούμενες προτάσεις), ούτε στη δικαιοδοσία του πρωθυπουργού (όπως σχεδόν σε όλες τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες), αλλά θα μπορούν να αποφασιστούν από μια ενισχυμένη πλειοψηφία της Βουλής. Το φάρμακο σε αυτές τις προτάσεις μοιάζει να γιατρεύει το πρόβλημα (μάλιστα υιοθετήθηκε στην Αγγλία από την κυβέρνηση συνασπισμού το 2011, κατόπιν επιμονής των Φιλελευθέρων).
Αυτό που παραβλέπουν οι παραπάνω προτάσεις είναι ότι οι θεσμοί δεν έχουν μόνο άμεσες, αλλά και έμμεσες συνέπειες. Χρειάζεται ενδελεχής μελέτη για να εντοπίσουμε τις μεν και τις δε, και σοβαρή αποτίμηση για να καταλάβουμε ποιες είναι σημαντικότερες.
Ας αρχίσουμε από το θέμα των εκλογών σε τακτά χρονικά διαστήματα που εφαρμόζεται στις προεδρικές δημοκρατίες. Ο τυπικός ορισμός της προεδρικής δημοκρατίας είναι ότι ο Πρόεδρος εκλέγεται από τον λαό ξεχωριστά και η εκτελεστική εξουσία είναι πολιτικά ανεξάρτητη από τη νομοθετική –έτσι ο Πρόεδρος δεν μπορεί να διαλύσει τη Βουλή, ούτε η Βουλή να αντικαταστήσει τον Πρόεδρο (πλην παραβιάσεων του ποινικού νόμου). Αντίθετα, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, η εκτελεστική εξουσία προέρχεται από τη Βουλή (δεν υπάρχει ανεξάρτητη εκλογή) ενώ εκτελεστική και νομοθετική εξουσία συμπλέουν πολιτικά, γιατί σε περίπτωση διαφωνίας η μία μπορεί να ανακαλέσει την άλλη (είτε η κυβέρνηση να διαλύσει τη Βουλή είτε η Βουλή να καταψηφίσει την κυβέρνηση) και ο λαός να κληθεί να την επιλύσει (εκλογές). Ο σταθερός χρόνος διαφορετικών εκλογών είναι ταυτόσημος (προέρχεται από και καθορίζει) την πολιτική ανεξαρτησία των δύο κλάδων (εκτελεστικού και νομοθετικού). Αντίθετα, η πολιτική σύμπλευση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στον κοινοβουλευτισμό εξασφαλίζεται με την προκήρυξη εκλογών, όποτε υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες μεταξύ τους*.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση, το κύριο πλεονέκτημα του προεδρικού συστήματος είναι οι εκλογές σε τακτά διαστήματα, ενώ το κύριο πλεονέκτημα του κοινοβουλευτικού είναι η εξασφάλιση σύμπνοιας μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, διά των εκλογών. Τα δύο πλεονεκτήματα είναι λογικά ασυμβίβαστα. Με άλλα λόγια, η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία ή θα συνεργάζονται (κοινοβουλευτισμός) ή θα είναι ανεξάρτητες (προεδρικό σύστημα). Δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα που να έχει και τα δύο πλεονεκτήματα.
Υπάρχουν όμως και άλλες συνέπειες αυτού του διαχωρισμού. Για να λειτουργήσει το προεδρικό σύστημα ακόμα και στην περίπτωση που ο Πρόεδρος προέρχεται από ένα κόμμα διαφορετικό από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πρέπει να βρεθούν σημεία σύγκλισης και να δημιουργηθούν συμμαχίες (διαφορετικές, ανάλογα με το επικείμενο πρόβλημα). Οταν αυτές οι συμμαχίες είναι αδύνατες, το προεδρικό σύστημα παραμένει νομοθετικά αδρανές. Αυτό σημαίνει ότι τα προεδρικά συστήματα έχουν κόμματα χωρίς πειθαρχία, που μπορούν να υποστηρίζουν προεδρικές πρωτοβουλίες, ανεξάρτητα από την πολιτική ταυτότητα του Προέδρου.
Από την άλλη πλευρά, στο κοινοβουλευτικό σύστημα, η σύμπνοια εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας είναι δεδομένη, πράγμα που εγγυάται την υπερψήφιση των πολιτικών που επιθυμεί η κυβέρνηση (και η κυβερνητική πλειοψηφία, μια και οι δύο ταυτίζονται πολιτικά). Η κυβέρνηση, για να μπορεί να εφαρμόσει την πολιτική της συνολικά, πρέπει να γνωρίζει πως στηρίζεται σε μια σταθερή πλειοψηφία, και βασικός τρόπος εξασφάλισης αυτής της πεποίθησης είναι η δυνατότητα του πρωθυπουργού να θέτει θέμα εμπιστοσύνης και να καταναγκάζει τους βουλευτές που υποστηρίζουν την κυβέρνηση (ανεξαρτήτως εάν ανήκουν στο δικό του κόμμα ή όχι) να ψηφίζουν τα νομοθετήματα που εισηγείται στη Βουλή. Αυτό σημαίνει ισχυρά και πειθαρχημένα κόμματα.
Ο διαχωρισμός πειθαρχημένων κομμάτων στον κοινοβουλευτισμό και ασθενών κομμάτων σε προεδρικά καθεστώτα επιβεβαιώνεται από εμπειρικές αναλύσεις. Εχει ενδιαφέρον ότι η πολιτική επιστήμη αποδίδει αυτή τη διαφορά στην ψήφο εμπιστοσύνης, δηλαδή τη δυνατότητα του πρωθυπουργού να διαλύει τη Βουλή, αν δεν μπορεί να υλοποιήσει τη νομοθετική του ατζέντα. Αυτή η δυνατότητα διάλυσης είναι η αιτία τόσο της χρονικής αστάθειας των εκλογών όσο και της κομματικής πειθαρχίας των κομμάτων. Δεν μπορεί κανείς να καταργήσει τη μία χωρίς την άλλη. Τι θα γινόταν αν ο πρωθυπουργός αδυνατούσε να εκβιάσει την πειθαρχία του κυβερνητικού συνασπισμού σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία; Θα βρισκόμασταν σε μια κατάσταση παραλυσίας, όπου η κυβέρνηση ούτε κυβερνά (γιατί πρακτικά ο πρωθυπουργός δεν υποστηρίζεται από μια πλειοψηφία) ούτε αλλάζει (γιατί δεν μπορεί να διαλύσει τη Βουλή).
Το παράδειγμα της Δυτικής Γερμανίας το 1972 είναι διδακτικό. Ο Βίλι Μπραντ βρισκόταν μπροστά σε ένα διχασμένο Κοινοβούλιο (αποσκιρτήσεις από την πλευρά των Φιλελευθέρων τον άφησαν με 248 ψήφους σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση), όπου δεν υπερψηφιζόταν ούτε προϋπολογισμός ούτε Οστπολιτίκ. Ο Μπραντ ζήτησε ψήφο εμπιστοσύνης και για να σιγουρευτεί πως θα τη χάσει ζήτησε από όσους υπουργούς ήταν μέλη του Κοινοβουλίου να μη συμμετάσχουν στην ψηφοφορία. Μόλις έχασε, ζήτησε από τον Πρόεδρο προκήρυξη εκλογών που τις κέρδισε πανηγυρικά (η μόνη φορά στην ιστορία της Γερμανίας που το SPD βγήκε πρώτο κόμμα).
Γυρίζω στην αρχική τοποθέτηση: οι προτάσεις για θεσμικές αλλαγές στο Σύνταγμα χρειάζονται ενδελεχή ανάλυση, όχι συναισθηματισμούς. Διότι μπορεί να επιθυμούμε να αραιώσουμε τη συχνότητα των εκλογών, αλλά αν εξασθενίσουμε τη δύναμη του πρωθυπουργού να διαλύει τη Βουλή η συνέπεια θα είναι ένα αναποτελεσματικό πολιτικό σύστημα.
κ. Γιώργος Τσεμπελής είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν (ΗΠΑ).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ