Θέλω να περιγράψω τις προετοιμασίες και τις δυσκολίες μιας αποστολής ορειβατών που θα προσπαθήσουν να φθάσουν στη χιονοσκέπαστη κορυφή της Κανγκτσενγιούνγκα. Την τρίτη σε ύψος κορυφή στον κόσμο, στα 8.586 μέτρα, που όμως είναι πολύ πιο απρόσιτη από το Εβερεστ. Βρίσκεται και αυτή στα Ιμαλάια και είναι γνωστό πως κάθε χρόνο χάνονται ζωές σε τέτοιες προσπάθειες. Και μου έρχεται πολύ πιο βολικό να ξεκινήσω από το άλλο άκρο. Από μια βαθιά θάλασσα και τον πρωταγωνιστή ενός διάσημου μυθιστορήματος.

«…όταν οι υποχονδρίες μου με κυβερνούν τόσο, που χρειάζεται ένας δυνατός ηθικός φραγμός να με εμποδίσει να βγω επίτηδες στο δρόμο και μεθοδικά να ρίξω χάμω τα καπέλα του κόσμου –τότε θεωρώ πως ήρθε πια η ώρα να μπαρκάρω, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Είναι το δικό μου υποκατάστατο του πιστολιού και της σφαίρας. Με μια φιλοσοφική χειρονομία ο Κάτων ρίχνεται πάνω στο σπαθί του, εγώ παίρνω ήσυχα το πλοίο».
Αυτά τα λέει ο Ισμαήλ, στην πρώτη κιόλας σελίδα στο «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ. Για να ακολουθήσουν εκατοντάδες σελίδες με αναρίθμητες περιγραφές για την ακατανόητη(;) εμμονή κάποιων ανθρώπων. Να αναμετριούνται με κάτι που εκ των προτέρων φαίνεται πως και μόνο η προσέγγισή του γίνεται απειλητική για τη ζωή τους.
Για να φθάσουν κάποια από τα μέλη μιας ορειβατικής αποστολής σε κορυφή που ξεπερνάει τα 8.000 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, εκτός από τις προετοιμασίες μηνών στις πατρίδες τους, τις γνώσεις, τη σωματική αντοχή και την επιμονή, απαιτείται και επί τόπου μια υπομονετική ανάβαση. Που θα κρατήσει το ελάχιστο ενάμιση μήνα. Με την πείρα πολλών δεκαετιών ο ελβετός ορειβάτης Εντουάρ Βις-Ντινάντ βάφτισε τις ορεινές περιοχές πάνω από τα 8.000 μέτρα «ζώνες θανάτου».
«Ολον αυτόν τον ενάμιση μήνα που χρειάζεσαι για να φθάσεις στην κορυφή, αν όλα είναι ευνοϊκά, περνάς καλά;» ρωτάω τον συνομιλητή μου. Τον έναν από τους δύο Ελληνες που ετοιμάζονται για την τρίτη υψηλότερη κορυφή, σε μια από τις πιο δύσκολες αναβάσεις στον κόσμο, όπως λένε και οι ειδικοί.
Δεν είναι κανένας καινούργιος. Εκτός από το να έχει κάνει ορειβασία στα υψηλότερα βουνά της Αφρικής και της Ευρώπης, που για αυτά τώρα εκπαιδεύει και άλλους στο πώς να τα ανέβουν, πριν από έναν χρόνο ακριβώς ξεκινούσε για το Εβερεστ. Και πέτυχε να φθάσει μαζί με έναν άλλον Ελληνα, τον Μάικ Ευμορφίδη, στην κορυφή. Αυτή τη χρονιά ο στόχος είναι σαφώς πιο δυσπρόσιτος. Στο Εβερεστ έχουν ανέβει ως τώρα 4.500 άνθρωποι περίπου, ενώ στην Κανγκτσενγιούνγκα μόλις 241.
«Οχι, δεν περνάω καλά, απλώς κάνω υπομονή. Αλλά ίσως πουθενά δεν θα νιώσεις πιο ελεύθερος από εκεί που μπορείς να πεθάνεις» μου λέει ο Αντώνης Συκάρης. Δεν κοιμάται εύκολα και καλά εδώ και μερικές εβδομάδες. Οσο σκέφτεται όχι τις ταλαιπωρίες, τις οποίες γνωρίζει καλά από τις πολυάριθμες προηγούμενες αποστολές, αλλά το ότι προφανώς επιμένει να κυνηγάει και εκείνος μιαν άσπρη και πολύ επικίνδυνη φάλαινα.

Οι αρρώστιες στα μεγάλα ύψη

Θα είναι μέλος μιας πολυεθνικής αποστολής με 21 μέλη και στην κορυφή θα φθάσουν όσοι αντέξουν και θα επιστρέψουν όσοι επιζήσουν! Εννοείται πως πρέπει να είσαι σε εξαιρετικά καλή φυσική κατάσταση ήδη στο ξεκίνημα. Γεροδεμένο σκαρί, ψηλός, λίγο μετά τα πενήντα, έχει πίσω του 13 μαραθωνίους, με την αξιοπρόσεκτη επίδοση «3 ώρες και 3 τέταρτα», πριν από την αναχώρηση πρέπει να κάνει μυϊκή και αερόβια ενδυνάμωση, τρέξιμο με διαλύματα, μονόζυγο, βάρη. Στα μεγάλα ύψη, ο άνθρωπος, όταν δεν ζει εκεί από τότε που γεννήθηκε, κινδυνεύει. Ηδη μετά τα 2.000 μέτρα, με την ελάττωση της ατμοσφαιρικής πίεσης και της περιεκτικότητας του αέρα σε οξυγόνο, άτομα με πνευμονοπάθειες, καρδιοπάθειες, δρεπανοκυτταρική αναιμία θεωρείται ότι διατρέχουν κίνδυνο.
Τέσσερις είναι οι πιο σοβαρές ασθένειες των ορειβατών από τα 3.000 μέτρα και μετά. Η Οξεία Ασθένεια των Βουνών (Acute Mountain Sickness – AMS), το Οξύ Πνευμονικό Οίδημα (Acute High Altitude Pulmonary Edema – HAPE), η Οξεία Εγκεφαλοπάθεια Μεγάλου Υψομέτρου (Acute High Altitude Encefalopathy) και η Υποξία Ασθένεια των Βουνών (Subacute Mountain Sickness).
Μετά τα 2.800 μέτρα, αν κάποιος αρχίσει να ανεβαίνει στο βουνό πολύ πιο απότομα από όσο προλαβαίνει το σώμα του να προσαρμοστεί στις αλλαγές της πίεσης και της μείωσης του οξυγόνου, θα του παρουσιαστούν ζάλη, ατονία, υπνηλία, ναυτία. Θα έχει ακόμα και τάση για εμετό, ανορεξία, πονοκέφαλο, ταχυκαρδία. Συσσωρεύεται υγρό ανάμεσα στα κύτταρα, που διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία, και αυτό κάνει κακό αν δεν αντιμετωπιστεί. Χρειάζεται αμέσως ανάπαυση, χάπια με δραστική ουσία την ακεταζολαμίδη (πιο γνωστό σκεύασμα με αυτήν είναι το Diamox), να πάρει οξυγόνο από φιάλη, ενώ συχνά ο ορειβάτης αναγκάζεται να κατέβει σε χαμηλότερο υψόμετρο για να συνέλθει.
Ακόμα σοβαρότερα γίνονται τα πράγματα αν έχουμε συσσώρευση του υγρού στους πνεύμονες και σε υψόμετρο πέρα από τα 3.000 μέτρα, 6-36 ώρες μετά την ανάβαση. Επίμονος ξερόβηχας, δύσπνοια, ταχυκαρδία, μελάνιασμα είναι μερικά από τα συμπτώματα και εκτός από την άμεση χορήγηση οξυγόνου ο ορειβάτης πρέπει να εγκαταλείψει την προσπάθειά του και να επιστρέψει σε φυσιολογικό για αυτόν υψόμετρο. Το βουνό τον έχει νικήσει.
Οταν υγρό συσσωρεύεται στον εγκέφαλο, εκτός από τα προηγούμενα συμπτώματα αδιαθεσίας εμφανίζονται επίσης διανοητική σύγχυση, αδυναμία ισορροπίας και προσανατολισμού, σπασμοί, κάποιες φορές αιμορραγίες του αμφιβληστροειδούς και στη χειρότερη περίπτωση πέφτεις σε κώμα. Και εδώ η μόνη λύση είναι οξυγόνο επί τόπου και κάτω, το ταχύτερο δυνατόν.
Υποξεία σημαίνει να μην πηγαίνει όσο οξυγόνο χρειάζεται στα ζωτικά όργανα. Φθάνοντας στα 4.500 μέτρα το οξυγόνο στον αέρα που εισπνέει ο ορειβάτης γίνεται ακόμα λιγότερο και αν δεν έχει εγκλιματιστεί καλά ή αν απλώς δεν το αντέξει εμφανίζεται η ασθένεια των βουνών σε πιο βαριά μορφή. Διότι θα υποφέρει επιπλέον και από αφυδάτωση, ξηρότητα δέρματος, φαγούρα. Μόνη λύση η κάθοδος και η επιστροφή.

Ντόπινγκ ή ποιος αντιγράφει ποιον

Οσο το υψόμετρο αυξάνεται, η πίεση που προκαλείται από το βάρος των στρωμάτων του αέρα μικραίνει. Ζούμε κάτω από έναν ωκεανό αέρα. Και όσο ανεβαίνουμε από τον βυθό (δηλαδή εδώ το στέρεο έδαφος) προς την επιφάνεια (δηλαδή τα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας) η πίεση ελαττώνεται. Ετσι, τα μόρια του οξυγόνου, που θα τα φανταζόμαστε σαν μικρές και αεικίνητες ελαστικές σφαίρες, κινούνται λιγότερο κοντά το ένα από το άλλο. Σε κάθε εισπνοή, ο ορειβάτης παίρνει στους πνεύμονές του λιγότερο οξυγόνο. Το σώμα του μόλις αισθανθεί κάτι τέτοιο αυξάνει τον αριθμό των εισπνοών στον ίδιο χρόνο. Αντίστοιχα ελαττώνεται το διοξείδιο του άνθρακα στο αίμα και αυτό ανεβάζει το πε-χά, δηλαδή το αίμα γίνεται πιο αλκαλικό. Το σώμα εδώ, για να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση, αντιδρά με μια τάση να αποβάλει με τα ούρα την επιπλέον ποσότητα των αλκαλικών ενώσεων. Από την άλλη αυξάνει την αιμογλοβίνη, που τα μόριά της είναι τα μεταφορικά μέσα για να υπάρχει οξυγόνο στο αίμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το αίμα να αποκτά μεγαλύτερη πυκνότητα. Αρα η καρδιά, όταν τη φανταστούμε σαν μια μικρή αντλία, υποχρεώνεται να δουλέψει πιο κοπιαστικά για να στείλει το αίμα στα πιο εξωτερικά σημεία του σώματος και έτσι εξηγείται και το ότι ανεβαίνοντας αυξάνονται κάπως η πίεση και οι σφυγμοί. Οι ορειβάτες, για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες προσαρμογής του σώματος στα ύψη, κάνουν ό,τι κι εμείς όταν γυμναζόμαστε με βάρη. Κάνουμε μία άσκηση, πιέζοντας το σώμα, μετά διάλειμμα και μετά πάλι πίεση με λίγο περισσότερα κιλά. Ανεβαίνουν ως τον επόμενο σε ύψος καταυλισμό, μένουν δύο-τρεις ημέρες, συμβαίνουν στον οργανισμό τους όσα έχουν περιγραφεί πριν και κατεβαίνουν πίσω στο προηγούμενο ύψος. Μένουν λίγο και μετά ξεκινούν για το παραπάνω επίπεδο.
Ο εγκλιματισμός για να γίνει σωστά απαιτεί πολύ χρόνο. Αριθμητικά υπολογίζεται αν πολλαπλασιάσεις το ύψος που θέλεις να φθάσεις με το 11,6 και το αποτέλεσμα το εκφράσεις σε ημέρες. Οπότε για τα 6.000 μέτρα, για παράδειγμα, απαιτούνται κανονικά 46 ημέρες. Και εδώ αρχίζουν τα «κλεψίματα».
Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να ανέβουν στην κορυφή μόνο για το αποτέλεσμα και όχι για το ταξίδι ως εκεί. Για να το προσθέσουν στο βιογραφικό τους, να το ποστάρουν στο Facebook, να στολίσουν το Instagram. Από την άλλη όμως η ορειβατική κοινότητα έχει και τους φανατικά προσηλωμένους στην αλήθεια. Από αυτούς λοιπόν αμφισβητείται ακόμα και το αν είναι γνήσια μια προσπάθεια όταν χρησιμοποιείς φιάλες οξυγόνου στο τελευταίο στάδιο ως την κορυφή. Οπως έκανε και το πρώτο ζευγάρι το 1953, ο Εντμουντ Χίλαρι και ο Σέρπα Τενζίνγκ Νοργκάι. Για τους βιαστικούς πάντως έχει φθάσει κάποιες εταιρείες για να σου οργανώσουν την ανάβαση να ζητούν από 50.000 ως και 79.000 δολάρια. Διότι ο χρόνος που παίρνεις άδεια από την (καλοπληρωμένη προφανώς) δουλειά σου ίσως να μην είναι αρκετός για τη φυσιολογική προσαρμογή στο υψόμετρο, οπότε τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα εφέτος βλέπουμε, εκτός από τη χρήση αναβολικών (όπως το dex) να στέλνονται οκτώ εβδομάδες πριν από την αναχώρηση για το Νεπάλ οι «τέντες υποξίας». Ο υποψήφιος αναρριχητής την τοποθετεί επάνω στο κρεβάτι του και κοιμάται πλέον μέσα σε αυτήν. Κάθε εβδομάδα ελαττώνεται η πίεση, άρα και το οξυγόνο μέσα σε αυτήν. Οπως λένε οι διοργανωτές, όταν φθάνουν στην αρχή της ανάβασης είναι σαν να είχαν μείνει τον απαραίτητο χρόνο για προσαρμογή ήδη στα 5.500 μέτρα. Που είναι σημαντικό κέρδος χρόνου. Αυτή τη μέθοδο με τη σκηνή την ακολουθούν και άλλοι αθλητές, επαγγελματίες του ποδοσφαίρου, της ποδηλασίας, του τένις και της κολύμβησης, όπως ο Μαρκ Φελπς. Μετά τις μεταγγίσεις αίματος που απαγορεύθηκαν από τη WADA αυτός είναι ένας τρόπος να παρακάμπτεις τους περιορισμούς. Διότι η μείωση του οξυγόνου αναγκάζει το σώμα να εκκρίνει την ορμόνη ερυθροποιητίνη (ΕΡΟ), που βοηθάει στην παραγωγή επιπλέον ερυθρών αιμοσφαιρίων για τη μεταφορά του οξυγόνου στους μυς.
Και δεν θα σταματήσουν μόνο σε αυτό οι κατασκευαστές αναρριχητών. Εφοδιάζουν τους πελάτες τους ήδη από τον τρίτο καταυλισμό, στα 7.300 μέτρα περίπου, με επιπλέον οξυγόνο. Και στη διάρκεια του ύπνου (θα εξηγήσουμε παρακάτω γιατί), με παροχή μισού λίτρου το λεπτό, και στη διάρκεια της ανάβασης, με ολόκληρα δύο λίτρα το λεπτό.
Η ομάδα στην οποία συμμετέχουν οι δύο έλληνες ορειβάτες όμως κάθε άλλο παρά έχει σκοπό να επιταχύνει την ανάβαση, διότι έχει προσφερθεί στα πολύ δύσκολα σημεία της διαδρομής να περάσει καινούργια σκοινιά, χρήσιμα και για τους επόμενους.

Από την κορφή ως τα νύχια

Οσο ένας ορειβάτης ανεβαίνει ψηλότερα τόσο πιο δύσκολο είναι να προφυλαχθεί από το κρύο. Και ταυτόχρονα οι μεταβολές της θερμοκρασίας, από -25 βαθμούς Κελσίου τη νύχτα σε +35 βαθμόυς μια ηλιόλουστη ημέρα, δηλαδή μια μεταβολή 60 βαθμών, βάζουν σε δοκιμασία τους μηχανισμούς προσαρμογής του σώματος.
Χαμηλά προτιμώνται τα εσώρουχα από συνθετικό υλικό, ώστε να στεγνώνουν πιο εύκολα όταν ιδρώνεις και να πλένονται πιο εύκολα. Ανεβαίνοντας περνάς στα βαμβακερά. Επάνω από αυτά κάποιο μέτριο σε πάχος ρούχο (fleece), παντελόνι φόρμας, μάλλινες κάλτσες. Στην τελική ευθεία προς την κορυφή η προτίμηση είναι για ολόσωμο ρούχο, κάτι σαν σαλοπέτα, που ανεβαίνει και καταλήγει μονοκόμματα και στα μανίκια. Επάνω από αυτά αδιάβροχες αντιανεμικές μεμβράνες που προστατεύουν για θερμοκρασίες ως και -27 βαθμούς Κελσίου και πουπουλένιο μπουφάν. Γάντια με μια θήκη για τα τέσσερα δάχτυλα ώστε να κρατιούνται πιο ζεστά μεταξύ τους. Μερικοί χρησιμοποιούν μέσα από τα γάντια και τα γνωστά φακελάκια θερμότητας. Στο σακίδιο πρέπει να βρίσκονται τρεις τουλάχιστον διαφορετικές μπότες. Μέχρι τον καταυλισμό βάσης χρειάζεσαι μια εύκαμπτη μπότα με προστατευτικό σκληρό τμήμα για τον αστράγαλο. Μετά αλλάζεις περνώντας στην άκαμπτη μπότα ανάβασης ως τα 7.000 μέτρα περίπου, μαζί με γκέτες από πάνω για να μην μπαίνει το χιόνι στο εσωτερικό της μπότας προκαλώντας κρυοπαγήματα και για το τέλος είναι απαραίτητη η περισσότερο μονωμένη άκαμπτη μπότα κορυφής.
Στην μπότα του ένας ορειβάτης όταν πρόκειται να διασχίσει παγωμένο υπόστρωμα προσαρμόζει τα γκραμπόν. Το ζεύγος των μεταλλικών σχαρών που τοποθετούνται κάτω από τη σόλα. Συνήθως έχουν 12-14 αιχμές και αυτές τρυπούν το χιονισμένο ή παγωμένο τερέν για να αποκτάται από τον ορειβάτη πρόσφυση και να μη γλιστρά.
Στις απότομες επιφάνειες απαραίτητο στο χέρι το πιολέ, δηλαδή ηορειβατική σκαπάνη. Ενα απλό αλλά πολύτιμο εργαλείο.Είναι το σημαντικότερο κομμάτι του εξοπλισμού που χρειάζεται για την κίνηση στο χιόνι και στον πάγο.Οι χρήσεις του ποικίλλουν: Χρησιμοποιείται για στήριγμα και ενίσχυση της ισορροπίας αλλά και σαν πιάσιμο για προώθηση ή σαν εργαλείο έρευνας, καθαρισμού, ως σκαπτικό εργαλείο για τη διάνοιξη σκαλοπατιών στην παγωμένη πλαγιά και χιονότρυπας στη χειμερινή διαβίωση. Επίσης χρησιμοποιείται σαν ασφάλεια και σαν φρένο σε περίπτωση πτώσης.Τα τμήματα της σκαπάνηςείναι η κεφαλή, το στέλεχος και η αιχμή.
Το κεφάλι πρέπει να προστατεύεται ως το τελευταίο τετραγωνικό χιλιοστό. Χρειάζεται κράνος επάνω από τον σκούφο και αυτό με τη σειρά του συγκρατείται από την καλά σφιγμένη κουκούλα του μπουφάν, ενώ πριν μπαίνει άλλη μια μάλλινη κουκούλα, που αφήνει μόνο μάτια και στόμα (μπαλακλάβα). Επιπλέον και γυαλιά ή μάσκα. Τα γυαλιά είναι σε τέσσερις διαβαθμίσεις αδιαφάνειας. Τα πιο σκοτεινά για τους παγετώνες. Οταν έχει ήλιο χωρίς θύελλα φοράς γυαλιά, όταν έχει θύελλα βάζεις ολοπρόσωπη μάσκα με σκοτεινή επιφάνεια. Σε πορείες τη νύχτα έχεις φακό κεφαλής και αλλάζεις τη σκοτεινή επιφάνεια με διάφανη.
Τα μάτια υποφέρουν επίσης πολύ, όχι μόνο από τις υπεριώδεις και τις ανακλάσεις των πάγων. Ο κερατοειδής χιτώνας για να είναι εντελώς διάφανος ώστε να περνά το φως χωρίς απορρόφηση δεν διαθέτει καν ένα λεπτό πλέγμα αιμοφόρων αγγείων για να μπορεί να οξυγονώνεται. Αρα παίρνει από τον αέρα οξυγόνο πολλές φορές διαλυμένο μέσα στο υγρό των δακρύων. Στην αραιή όμως ατμόσφαιρα των μεγάλων υψομέτρων η οξυγόνωση δεν είναι άφθονη αφού τα δάκρυα εξατμίζονται ταχύτατα. Ιδιαίτερα όσοι φορούν φακούς επαφής πρέπει τουλάχιστον τη νύχτα να τους αφαιρούν γιατί αλλιώς απειλούνται με οίδημα του κερατοειδούς.

Η ταλαιπωρία με νερό και ύπνο

Δύο πράγματα που δεν τα σκέφτεσαι σχεδόν όταν είσαι σε ένα φυσιολογικά χαμηλό υψόμετρο γίνονται πρόβλημα όταν αρχίζεις να φθάνεις στα μεγάλα ύψη και στις χαμηλές πιέσεις. Οσο αραιώνει ο αέρας μειώνεται και η υγρασία, άρα αυξάνεται η εξάτμιση του σώματος και γι’ αυτό είσαι αναγκασμένος να πίνεις πολύ περισσότερο νερό. Φθάνει να χρειάζεται το σώμα 4 ως και 5 λίτρα νερό την ημέρα. Και επειδή δεν ισχύει το «πάρε χιόνι, δίπλα σου είναι», χρειάζεται ολόκληρη διαδικασία. Διότι το χιόνι πρέπει να υποστεί βρασμό για να αποστειρωθεί. Ωστόσο στις χαμηλές πιέσεις των μεγάλων υψών το νερό μπορεί να φθάσει σε βρασμό πολύ γρήγορα, μόλις στους 75 βαθμούς Κελσίου. Για να είναι κάποιος σίγουρος ότι δεν έχουν μείνει ζωντανοί μικροοργανισμοί, πρέπει να παρατείνει τον βρασμό για αρκετά μεγάλο χρόνο.
Ευτυχώς το φαγητό των ορειβατών περιλαμβάνει ευκολομαγείρευτα πιάτα που θέλουν λίγο βράσιμο και πρέπει να είναι πολύ ελαφρύ. Ειδικά όταν υποφέρεις από αδιαθεσία λόγω ύψους, δεν πρέπει να τρως κρέας. Ούτε γεύματα μεγάλα σε ποσότητα. Διότι αναγκάζεις τον οργανισμό να στείλει πολύ αίμα στο στομάχι για τη λειτουργία της πέψης, που το στερεί από άλλα πιο περιφερειακά αλλά ζωτικά όργανα. Αλλωστε όσο ανεβαίνεις, το σώμα απαιτεί περισσότερα σάκχαρα και δυσκολεύεται με τις πρωτεΐνες. Και είναι και το πώς θα κοιμηθείς μετά.
Ο ύπνος, εκτός από το ότι μπορεί να βρεθείς να κοιμάσαι σε έδαφος με κλίση δύσκολα υποφερτή, δυσκολεύεται και από την προσπάθεια για αναπνοή. Εχει παρατηρηθεί πως στα μεγάλα ύψη δεν μπορείς να φθάσεις σε βαθύ ύπνο εξαιτίας του φαινομένου της «περιοδικής αναπνοής». Σε αυτήν παίρνεις τρεις με πέντε βαθιές αναπνοές, για να ακολουθήσουν δύο πολύ πιο ελαφρές ή και καθόλου (άπνοια). Κάτι που μπορεί να προκαλέσει ακόμα και αφύπνιση. Και το φαινόμενο να επαναλαμβάνεται σε βαθμό που αντίστοιχα να πέφτουν οι σφυγμοί και η πρόσληψη του οξυγόνου. Αιτία είναι το ότι η συσσώρευση διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα, στα ύψη που ζούμε οι περισσότεροι, ρυθμίζει την αναπνοή μας. Οταν μάλιστα κρατηθούμε και δεν αναπνεύσουμε για λίγο αυξάνοντας την ποσότητα του διοξειδίου του άνθρακα, ο εγκέφαλός μας δίνει εντολή να σταματήσουμε να το κάνουμε αυτό και να αναπνεύσουμε. Στα μεγάλα ύψη ο ανθρώπινος οργανισμός παίρνει σήμα ότι το οξυγόνο είναι λίγο και αρχίζει να παίρνει πιο βαθιές αναπνοές. Ετσι όμως διώχνει περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα από το συνηθισμένο και αυτό δίνει σήμα για ελαφρύτερη εισπνοή ή και καθόλου για λίγο.
Το ξύπνημα σε αυτά τα ύψη δεν είναι ό,τι το καλύτερο…

Ο καιρός μπροστά μας

Ο καιρός επάνω από τα 8.000 μέτρα είναι σκέτο λαχείο. Ολες οι ομάδες ψάχνουν εκείνο το παράθυρο των δύο ημερών που θα μπορεί κάποιος να σταθεί κάπως στα πόδια του μέσα στη θύελλα και να συρθεί ως την κορυφή. Πέρυσι ο Αντώνης Συκάρης πήγε αντίθετα από τους πολλούς ακολουθώντας τις προβλέψεις ενός έλληνα μετεωρολόγου και κατάφεραν με τον Μάικ Ευμορφίδη να βρεθούν επάνω στην κατάλληλη στιγμή. Οπως μας είπε, και αυτή τη χρονιά, ανεξάρτητα από τι θα κάνουν οι άλλοι, εκείνος θα εμπιστευθεί και πάλι τον ερασιτέχνη μετεωρολόγο και ορειβάτη Κ. Γαβριήλ, ο οποίος εξετάζοντας διάφορα μοντέλα καιρού τον εφοδιάζει εξ αποστάσεως με τις ιδιαίτερα αξιόπιστες προβλέψεις του. Αλλά ακόμα και αν αυτή η συνταγή επιτύχει, η ανάβαση στην Κανγκτσενγιούνγκα δεν παύει να είναι ένα πολύ επικίνδυνο εγχείρημα.

«Θα ήθελα να μην είχα βρεθεί εκεί» έχει πει επανειλημμένα ο δημοσιογράφος και έμπειρος ορειβάτης Τζον Κρακάουερ, συγγραφέας του βιβλίου «Χωρίς Οξυγόνο», όπου περιγράφεται ο θάνατος τεσσάρων συντρόφων του ορειβατών. Στην προσπάθειά τους για την κορυφή Εβερεστ, στις 10 Μαΐου 1996, την ημέρα που συνολικά οκτώ ορειβάτες έχασαν τη ζωή τους. Και κάθε χρόνο σχεδόν άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους στα Ιμαλάια. Κάποιους δεν καταφέρνουν ούτε καν να τους κατεβάσουν από τις πλαγιές και τις χαράδρες.
Το 1998 ο Αντώνης Συκάρης ήταν πάλι στα Ιμαλάια όταν ένας άλλος έλληνας ορειβάτης, ο Νίκος Παπανδρέου, βρήκε τον θάνατο πέφτοντας σε μια χαράδρα. Τότε συγκλονισμένος σκέφθηκε να σταματήσει για πάντα. Δεν το έκανε όμως, γιατί, όπως λέει και ο ήρωας του Μέλβιλ, έρχεται εκείνη η στιγμή που καταλαβαίνεις πως αν δεν μπαρκάρεις θα αρχίσεις να κάνεις κακό στους γύρω σου. Και έχει γύρω του οικογένεια, σύζυγο και δύο παιδιά, που τον στηρίζουν, και το επάγγελμά του. Ετσι, έναν χρόνο μετά το Εβερεστ φεύγει μαζί με τον Φώτη Θεοχάρη στις 5 Απριλίου για 45 ημέρες και μερικά λεπτά στην κορυφή.

«Μερικοί φαλαινοθήρες γοητευμένοι και δελεασμένοι τρομερά από όλη εκείνη τη γαλήνη είχαν τολμήσει να τη χαλάσουν. Ωστόσο ήταν μοιραίο να ανακαλύψουν πως εκείνη η αταραξία δεν ήταν παρά ο μανδύας τρομερών καταιγίδων. Παρ’ όλα αυτά, για όσους σε βλέπουν για πρώτη φορά, ω φάλαινα, γλιστράς ήρεμη διαρκώς, δελεαστικά ήρεμη, άσχετα αν μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο έχεις εξαπατήσει και καταστρέψει πιο πριν τόσους πολλούς».
Το ΒΗΜΑ-Science εύχεται να γυρίσουν όλοι πίσω και τόσο υγιείς όσο ξεκίνησαν.

Η περίπτωση dex(amethasone)

Η χορήγηση και η χρήση αναβολικών-στεροειδών ξεκίνησε από τον ινδικό στρατό που είχε πρόβλημα με τους ενστόλους στα σύνορα της χώρας με την Κίνα, όπου το υψόμετρο είναι μεγάλο. Ενας αμερικανός γιατρός διάβασε για αυτό σε ιατρικό περιοδικό και σκέφθηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να το δίνουν στους ορειβάτες όταν προσβάλλονται από την ασθένεια του υψομέτρου.

Η δεξαμεθαζόνη, πιο γνωστή στον κόσμο των ορειβατών ως dex, είναι μια απαγορευμένη ουσία από τη WADA για όλους τους αθλητές. Χρησιμοποιείται όμως από τους γιατρούς που καλούνται να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες σε ορειβάτες που κινδυνεύουν όταν παρουσιάζουν εγκεφαλικό ή πνευμονικό οίδημα. Διότι προσφέρει κορτιζόλη στον οργανισμό, καταστέλλει τις μολύνσεις και εμποδίζει τη διαρροή υγρού από τα αιμοφόρα αγγεία ενισχύοντας τις κυτταρικές μεμβράνες. Οπως λένε οι γιατροί, είναι κάτι σαν σκοινί που μπορούν να πετάξουν σε έναν ορειβάτη τη στιγμή που κινδυνεύει.

Αυτό ακριβώς το σκοινί το καίνε όσοι αρχίζουν να παίρνουν το dex ακόμα και προτού ξεκινήσουν γιατί τους φέρνει ευφορία και θέληση να αψηφήσουν τις δυσκολίες στην τελική ευθεία προς την κορυφή. Αν όμως πάρεις για 10 ημέρες περίπου αυτό το κορτικοστεροειδές, ο οργανισμός σταματά τη δική του παραγωγή κορτιζόλης και αρχίζουν άλλες επιπλοκές. Από πληγές που δεν κλείνουν και ευπάθεια σε μολύνσεις έως ψυχωτικές συμπεριφορές.
Πέρα όμως από αυτό, όταν ακούς ότι κάποιος ορειβάτης έμεινε 50 ώρες άγρυπνος στην τελική ευθεία, και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν έγινε χωρίς φαρμακευτική υπερδιέγερση.

Μια εθνότητα «κορυφής»

«Σάρβα» είναι η πιο σωστή προφορά για την εθνότητα των ανθρώπων που βοηθούν κάθε ορειβάτη να ανέβει στα Ιμαλάια και είναι πιο γνωστοί με το όνομα «Σέρπα». Σάρβα σημαίνει οι άνθρωποι που ήλθαν από την Ανατολή. Και έφθασαν στο Νεπάλ αναζητώντας τη Σάνγκρι Λα, τον παράδεισό τους.

Σήμερα τουλάχιστον έχουν βρει το επάγγελμά τους. Αν και για αυτούς οι κορυφές των βουνών είναι ιερές και δεν πρέπει να τις προσεγγίζει ο άνθρωπος, μπορούν να προσεγγίζουν σε σημεία με μεγάλο υψόμετρο χωρίς να προσβάλλονται από την ασθένεια του ύψους χάρη στην ιδιαίτερη διαχείριση που κάνουν τα δικά τους κύτταρα στο οξυγόνο. Μια έρευνα που έγινε το 2013 με 116 ανθρώπους από χαμηλό υψόμετρο και 64 Σέρπα που ανέβηκαν ως τα 5.300 μέτρα αποκάλυψε ότι τα μιτοχόνδρια των Σέρπα, τα εργοστάσια αυτά του κυττάρου, ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά δίνοντας περισσότερη ενέργεια με λιγότερο οξυγόνο, ακριβώς σαν να πρόκειται για έναν πολύ καλύτερα σχεδιασμένο κινητήρα αυτοκινήτου.

Επιπλέον στο μεγάλο ύψος διαπιστώθηκε ότι η αποκαλούμενη «μικροκυκλοφορία», που αιματώνει μυς, ιστούς και όργανα, στα πιο λεπτά αγγεία επιβραδυνόταν ενώ στους Σέρπα συνέχιζε στον ίδιο ρυθμό. Εκεί που οι άλλοι «γήινοι» με δυσκολία μπορούν να βαδίσουν οι Σέρπα ανεβαίνουν σηκώνοντας στην πλάτη τους 30 με 50 κιλά.

Ρωτώντας πας στα Ιμαλάια;

Πόσο κοστίζει μια προσπάθεια ανάβασης στο Εβερεστ;
Ο δαιμόνιος διοργανωτής, που δίνει και υποξική σκηνή και φιάλες οξυγόνου ακόμα και για τον ύπνο, σου χρεώνει τουλάχιστον 79.000 δολάρια για το Εβερεστ. Μια συνηθισμένη τιμή πάντως είναι γύρω στα 50.000 δολάρια. Ενώ για τις υπόλοιπες οκτάρες (= 8.000 μέτρα και πάνω) κορυφές (υπάρχουν 14) το κόστος είναι μικρότερο και φθάνει ως και τις 20.000 δολάρια. Οι δύο Ελληνες, οι οποίοι δεν πηγαίνουν εκεί ως τουρίστες και για καλύτερο βιογραφικό, θα χρειαστεί να βρουν ευγενικές χορηγίες, που ακόμη τις αναζητούν.

Ποια είναι τα βασικά στάδια για την ανάβαση στη δυσπρόσιτη κορυφή Κανγκτσενγιούνγκα (8.586 μέτρα);
Ο καταυλισμός βάσης είναι στα 5.500 μέτρα. Για να φθάσεις εκεί, χρειάζονται 8 ημέρες τρέκινγκ. Και ακολουθούν τέσσερις ακόμα: α) 6.200 μέτρα, β) 6.400 μέτρα, γ) 7.200 μέτρα, δ) 7.500 μέτρα.

Πίνουν οινοπνευματώδη όσοι ανεβαίνουν στο βουνό για να ζεσταίνονται;
Κανονικά ο ορειβάτης δεν πρέπει να βρέχει καν τα χείλη του ούτε και με λίγες σταγόνες ποτού! Διότι το αλκοόλ αυξάνει την έκκριση της αδρεναλίνης με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των αιμοφόρων αγγείων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αύξηση στη ροή του αίματος προς την περιφέρεια του σώματος, ενώ στο μεγάλο ψύχος επιζητείται το αντίθετο, για να μην πέφτει η σωματική θερμοκρασία.

Πώς ξέρουμε ότι κάποιος έφθασε στην κορυφή;
Συνήθως δεν φθάνει κάποιος μόνος του στην κορυφή. Αλλά τώρα πλέον με τα συστήματα GPS αρκεί ίσως και η φωτογράφιση των ρολογιών που δείχνουν το υψόμετρο και των ενδείξεων θέσης.

Πώς διαπιστώνεται η περιεκτικότητα του οξυγόνου στο αίμα των ορειβατών;
Υπάρχουν πολύ μικρές φορητές συσκευές για τη στιγμιαία μέτρηση κορεσμού οξυγόνου στο αίμα (SpO2). Συγκεκριμένα, μετρούν το ποσοστό της αιμοσφαιρίνης, εκείνης δηλαδή της πρωτεΐνης στο αίμα που μεταφέρει οξυγόνο. Αυτό γίνεται με το να φωτίζεται το δάχτυλο και ειδικοί αισθητήρες να ανιχνεύουν πόσο οξυγόνο βρίσκεται στο αίμα με βάση τον τρόπο που το φως περνά μέσα από το δάχτυλο.

Τι μπορούμε να πούμε για τις ράβδους (sticks) ανάβασης;
Είναι απολύτως απαραίτητες. Πρέπει να χρησιμοποιούνται, ανεξάρτητα από την κλίση του εδάφους, με τον πήχη και τον βραχίονα του χεριού να σχηματίζουν πάντα ορθή γωνία. Βοηθούν στο να αποφεύγονται οι τενοντίτιδες στα πόδια, μεταφέροντας και ένα μέρος του βάρους από τα πόδια στα χέρια. Ακόμα πιο χρήσιμα γίνονται αυτά τα bâtons, όπως λέγονται, αν έχουν ρυθμιζόμενο μήκος.

Πώς λειτουργούν εκείνα τα φακελάκια που δημιουργούν χημική θέρμανση;
Περιέχουν ένα υπέρκορο υγρό διάλυμα οξικού νατρίου μαζί με ένα μικρό κομμάτι μετάλλου. Μόλις συστρέψεις λίγο το μέταλλο, άτομα του μετάλλου μπαίνουν στο διάλυμα και προκαλούν κρυστάλλωση. Αυτή είναι εξώθερμη, δίνει δηλαδή θερμότητα και η θερμοκρασία φθάνει και τους 54 βαθμούς Κελσίου. Αυτή η διαδικασία είναι αναστρέψιμη και όταν θερμάνεις το φακελάκι οι κρύσταλλοι διαλύονται ξανά.

Με τις τουαλέτες και τα σκουπίδια τι γίνεται;
Με τα σκουπίδια υπάρχει μεγάλο πρόβλημα πλέον στην περιοχή. Γι’ αυτό και οι τουαλέτες τουλάχιστον είναι βαρέλια που τοποθετούνται μέσα σε μια ξεχωριστή σκηνή και μετά το περιεχόμενό τους διευθετείται όσο γίνεται καλύτερα για το περιβάλλον.

Γιατί στο τέλος ξεκινούν νύχτα για την κορυφή;
Υπάρχουν φορές που ο καιρός εκεί επάνω γίνεται λίγο πιο υποφερτός τη νύχτα. Επίσης το χιόνι παγώνει και είναι πιο εύκολο να βαδίσεις. Είσαι πιο ξεκούραστος και δεν έχεις την ανάκλαση του ηλιακού φωτός από τις λευκές επιφάνειες.

Γιατί οι σκηνές στους καταυλισμούς μεγάλου ύψους έχουν συνήθως χρώμα κίτρινο και πορτοκαλί;
Το κίτρινο είναι από τα πιο ευδιάκριτα χρώματα για το ανθρώπινο μάτι και οι πιλότοι των ελικοπτέρων μπορούν πολύ πιο εύκολα να διακρίνουν έναν καταυλισμό. Κάποιος θα σκεφτόταν ότι ίσως το μαύρο χρώμα θα έφερνε περισσότερη θερμότητα στο εσωτερικό. Ωστόσο θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι φθάνοντας αρκετά ψηλά, όπου η πορεία κάθε ημέρα εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες, οι ορειβάτες μπορεί να υποχρεωθούν να μείνουν μέσα στη σκηνή (αφού έξω δεν μπορούν καν να σταθούν) ακόμα και δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα. Θα πρέπει λοιπόν όσο υπάρχει ήλιος το φως του να φθάνει όσο γίνεται περισσότερο στο εσωτερικό της σκηνής. Και αυτό δεν θα ήταν δυνατόν αν το χρώμα της σκηνής ήταν σκούρο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ