Αύξηση της οργανικής της κερδοφορίας πέτυχε ο όμιλος της Εθνικής Τράπεζας το 2017, ενώ εφαρμόζοντας συντηρητική πολιτική προβλέψεων θωράκισε τον ισολογισμό του και εναρμονίστηκε πλήρως με τις επιταγές του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφορήσεως (ΔΠΧΠ) 9.
Σε επίπεδο καθαρών αποτελεσμάτων το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό, λόγω του υψηλού επιπέδου των προβλέψεων, αλλά και των έκτακτων ζημιών που καταγράφηκαν λόγω πώλησης θυγατρικών του ομίλου.
Σε γραπτή του δήλωση ο Λεωνίδας Φραγκιαδάκης, διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας σημείωσε ότι «σε μία χρονιά ανάπτυξης, αν και χαμηλότερης της αρχικά αναμενόμενης, για την ελληνική οικονομία, η ΕΤΕ κατάφερε να ισχυροποιήσει τα αποτελέσματά της στους βασικούς τομείς των εγχώριων δραστηριοτήτων της, ενδυναμώνοντας περαιτέρω τον ισολογισμό της».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «από πλευράς ρευστότητας, η ΕΤΕ είναι η πρώτη ελληνική τράπεζα που αποδεσμεύτηκε από τον ELA στα τέλη Νοεμβρίου, αντανακλώντας την παραδοσιακά ισχυρή καταθετική βάση της Τράπεζας, κυρίως στις καταθέσεις χαμηλού κόστους, καθώς και τη ρευστότητα προερχόμενη από τις αποεπενδύσεις.

Αξίζει να σημειωθεί ότι έχει ήδη δημιουργήσει σημαντικό απόθεμα ρευστότητας, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην ΕΤΕ να αυξήσει τις χρηματοδοτήσεις κατά τη διάρκεια του 2018».

Αναφορικά με την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, ο κ. Φραγκιαδάκης υποστήριξε ότι «η ΕΤΕ κατόρθωσε να διατηρήσει σταθερό ρυθμό μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά την τελευταία διετία, επιτυγχάνοντας συνολική μείωση €4,2 δισ. από το τέλος του 2015, καλύπτοντας 50% του στόχου για το 2019».
Το αποτέλεσμα αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, «υπερβαίνει τον στόχο που τέθηκε για το 2017 κατά €0,8 δισ., με την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να ανέρχεται σε 56% ή 61% μετά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9, στα υψηλότερα επίπεδα του εγχώριου τραπεζικού κλάδου.

Αυτό αντανακλά τη συντηρητική πολιτική προβλέψεων της ΕΤΕ, θέτοντας τις βάσεις για την επίτευξη του στόχου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για το 2018».

Ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας υποστήριξε ότι από πλευράς κεφαλαιακής επάρκειας, ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 17,0%, μη ενσωματώνοντας τη θετική επίπτωση από τις εναπομείνασες ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης του σχεδίου αναδιάρθρωσης της Τράπεζας.
«Ως εκ τούτου, η ΕΤΕ εισέρχεται στην άσκηση προσομοίωσης της ΕΚΤ για το 2018 με ενισχυμένα ποσοστά κεφαλαιακής επάρκειας και κάλυψης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων» ανέφερε σχετικά.
Αναφορικά με τις επιδόσεις της τράπεζας σε επίπεδο κερδοφορίας, τόνισε ότι «η ΕΤΕ ενίσχυσε τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων κατά περίπου 5% σε ετήσια βάση, σημειώνοντας αύξηση καθαρών εσόδων από προμήθειες ενώ ταυτόχρονα μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω της συνεχιζόμενης δανειακής απομόχλευσης. Οι λειτουργικές δαπάνες συνέχισαν να βαίνουν μειούμενες, με μείωση περίπου 7% σε ετήσια βάση».
Αναφερόμενος στο 2018, σημείωσε ότι «το οικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω, όπως διαφαίνεται από τους εκτιμώμενους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, την ανάκαμψη των επενδύσεων και εξαγωγών, καθώς και τη συνεχιζόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας».
Και κατέληξε υπογραμμίζοντας ότι «μέσα σε αυτό το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η στρατηγική της ΕΤΕ θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στην αύξηση της χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας, στην περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων πλέον των στόχων, καθώς και στην επιστροφή σε ουσιώδη οργανική κερδοφορία, κεφαλαιοποιώντας τα πλεονεκτήματα του ισολογισμού της».

Τα βασικά μεγέθη

Τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε 809 εκατ. ευρώ το 2017 (+5% σε ετήσια βάση), αντανακλώντας τη θετική επίδοση των καθαρών εσόδων από προμήθειες (+42% σε ετήσια βάση) και τη περιστολή των λειτουργικών δαπανών (-7% σε ετήσια βάση)
Στην Ελλάδα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο βελτιώθηκε κατά 26 μ.β. σε ετήσια βάση ανερχόμενο σε 305 μ.β. το 2017, παρά την υποχώρηση των καθαρών εσόδων από τόκους σε 1,459 εκατ. ευρώ (-6% σε ετήσια βάση), λόγω της συνεχιζόμενης απομόχλευσης του δανειακού χαρτοφυλακίου και της μεταβολής της παρούσας αξίας των ζημιών απομείωσης (unwind)
Στην Ελλάδα, οι λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 7% σε ετήσια βάση το 2017 σε 868 εκατ. ευρώ, αντικατοπτρίζοντας την περιστολή των δαπανών προσωπικού κατά 11% σε ετήσια βάση. Ο δείκτης κόστους προς οργανικά έσοδα στην διαμορφώθηκε σε 52% από 55% το 2016
Οι εγχώριες προβλέψεις για επισφαλή δάνεια αυξήθηκαν κατά 13% σε ετήσια βάση και διαμορφώθηκαν σε 771 εκατ. ευρώ το 2017, με το κόστος πιστωτικού κινδύνου (CoR) να ανέρχεται σε 250 μ.β. (+38 μ.β. σε ετήσια βάση)
Ανάκαμψη οργανικών κερδών προ προβλέψεων. Το καθαρό αποτέλεσμα επηρεάστηκε αρνητικά από μη οργανικές ζημίες και αυξημένες προβλέψεις
Ζημίες από διακοπείσες δραστηριότητες ύψους 249 εκατ. ευρώ το 2017, ως αποτέλεσμα των αποεπενδύσεων από τις θυγατρικές της ΕΤΕ σε Σερβία, Ρουμανία και Αλβανία

Ρευσότητα ομίλου

Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα ανέρχεται σήμερα σε μόλις 2,8 δισ. από 12,3 δισ. το τέλος του 2016, με μηδενική εξάρτηση από το μηχανισμό ΕLA
Οι εγχώριες καταθέσεις ενισχύθηκαν σημαντικά κατά 1,7 δισ. σε τριμηνιαία βάση, κυρίως λόγω εποχικότητας αλλά και της αύξησης στα υπόλοιπα καταθέσεων των επιχειρήσεων
Η Τράπεζα έχει δημιουργήσει απόθεμα ρευστότητας, το οποίο διασφαλίζει την απεξάρτηση από το μηχανισμό ELA, ενώ παρέχει στην ΕΤΕ τη δυνατότητα να διευρύνει τις χορηγήσεις σε υγιείς επιχειρήσεις κατά το 2018, προς όφελος των καθαρών επιτοκιακών εσόδων

Δείκτης CET1 στο 17,0%


Ο δείκτης CET1 ανέρχεται σε 17,0% και σε 16,7% με πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ
Η συνολική επίπτωση από την εφαρμογή του ΔΠΧΠ 9 ανέρχεται σε περίπου 350 μ.β. και σε περίπου 120 μ.β. για το χρονικό ορίζοντα τριετίας στα πλαίσια της άσκησης προσομοίωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Για το 2018, ο δείκτης CET1 θα επηρεαστεί κατά περίπου 50 μ.β. από την υιοθέτηση του ΔΠΧΠ 9

Τα αποτελέσματα στην Ελλάδα

Τα οργανικά κέρδη προ προβλέψεων διαμορφώθηκαν σε 175 εκατ. ευρώ το Δ΄ τρίμηνο του 2017 από 184 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, αντανακλώντας κυρίως την αύξηση των λειτουργικών δαπανών (+4,4% σε τριμηνιαία βάση) λόγω εποχικότητας.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους διαμορφώθηκαν σε 343 εκατ. ευρώ από 352 εκατ. ευρώ το Γ΄ τρίμηνο του 2017, αντικατοπτρίζοντας τη συνεχιζόμενη απομόχλευση του δανειακού χαρτοφυλακίου, η οποία αντιστάθμισε το όφελος από την περαιτέρω αποκλιμάκωση της χρηματοδότησης μέσω ELA (-2,4 δισ. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, κατά μέσο όρο).

Η επαναγορά ομολόγων Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) και Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) από τον ΕΜΣ στα πλαίσια της ανταλλαγής ομολόγων ΕΤΧΣ/ΕΜΣ των ελληνικών τραπεζών συνέβαλε στη βελτίωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου κατά 6 μ.β. σε τριμηνιαία βάση σε 311 μ.β. το Δ’ τρίμηνο του 2017.

Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες διαμορφώθηκαν σε 60 εκατ. ευρώ το Δ τρίμηνο του 2017 από 51 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, αντανακλώντας την αυξημένη χρήση καρτών και την ανάκαμψη των προμηθειών επιχειρηματικών δανείων και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
Σε επίπεδο έτους, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ανήλθαν σε 218 εκατ. ευρώ, ενισχυμένα κατά 41,7% σε ετήσια βάση. Η αύξηση των καθαρών εσόδων από προμήθειες αντανακλά την εξάλειψη της εξάρτησης της Τράπεζας από τον Πυλώνα ΙΙ &
ΙΙΙ.
Εξαιρώντας τις προμήθειες χρηματοδότησης μέσω ELA, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά 9,6% σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας την ενίσχυση των προμηθειών Λιανικής Τραπεζικής κατά 9,1% σε ετήσια βάση, καθώς και την αύξηση των προμηθειών από παρεπόμενες τραπεζικές εργασίες (διαχείριση κεφαλαίων, προμήθειες από χρηματιστηριακές υπηρεσίες και λοιπές συναλλαγές) κατά 26,9% σε σχέση με το 2016.
Οι λειτουργικές δαπάνες ανήλθαν σε 228 εκατ. ευρώ το Γ’ τρίμηνο του 2017 από 219 εκατ. ευρώ το Γ’ τρίμηνο του 2017, αντικατοπτρίζοντας την αύξηση στα έξοδα προς τρίτους (αμοιβές συμβούλων και ορκωτών λογιστών).
Σε επίπεδο έτους, οι λειτουργικές δαπάνες διαμορφώθηκαν σε 868 εκατ. ευρώ, μειωμένες κατά 7,0% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας την περιστολή των δαπανών προσωπικού (-10,9% σε ετήσια βάση), με τα γενικά και διοικητικά έξοδα να παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα σε ετήσια βάση.
Η σημαντική μείωση στις δαπάνες προσωπικού ενσωματώνει το όφελος από το Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου Προσωπικού, το οποίο ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο του 2016 και αφορούσε σε περίπου 10% του προσωπικού στην Ελλάδα. Ο δείκτης Κόστους προς Οργανικά έσοδα βελτιώθηκε σε 51,8% το 2017 από 54,7% το αντίστοιχο περσινό διάστημα.
Οι ζημίες μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ανήλθαν σε 55 εκατ. ευρώ από 49 εκατ. ευρώ το Γ’ τρίμηνο του 2017, αντικατοπτρίζοντας την αύξηση των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια (+25,6% σε τριμηνιαία βάση).
Σε επίπεδο έτους, ο Όμιλος σημείωσε ζημίες μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους 177 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας κυρίως τις αυξημένες προβλέψεις για επισφαλή δάνεια (κόστος πιστωτικού κινδύνου στις 250 μ.β. το 2017).
Στη ΝΑ Ευρώπη, ο Όμιλος σημείωσε ζημίες μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους 5 εκατ. ευρώ το Δ’ τρίμηνο του 2017 έναντι κερδών 4 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο, αντανακλώντας τις αυξημένες προβλέψεις για επισφαλή δάνεια (11 εκατ. ευρώ το Δ’ τρίμηνο του 2017 από 4 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο).