Πρώην δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, του θεματοφύλακα του αμερικανικού Συντάγματος, ζήτησε, παραδόξως, την ακύρωση της δεύτερης τροπολογίας που επιτρέπει την οπλοκατοχή.
Η πρόταση αυτή του Τζον Πολ Στίβενς, 98 ετών σήμερα, σε άρθρο του που δημοσιεύεται στην εφημερίδα New York Times, έγινε τρεις ημέρες μετά τη μεγαλύτερη διαδήλωση κατά της οπλοκατοχής στην ιστορία των ΗΠΑ.
«Πολύ σπάνια στη ζωή μου υπήρξα μάρτυρας μιας τέτοιας πολιτικής κινητοποίησης όπως εκείνης των μαθητών και των υποστηρικτών τους στην Ουάσινγκτον και σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας», γράφει ο δικαστής. Οι διαδηλώσεις αυτές «καταδεικνύουν τη μεγάλη υποστήριξη του πληθυσμού υπέρ μιας νομοθεσίας που θα μείωνε των κίνδυνο δολοφονίας των μαθητών και άλλων» ανθρώπων, προσθέτει ο Στίβενς ο οποίος διορίστηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ το 1975 και υπηρέτησε επί 35 χρόνια, μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2010.
Ο Στίβενς ζητά να απαγορευτούν τα επιθετικά τουφέκια και να ανέβει από τα 18 στα 21 έτη το όριο ηλικίας για την αγορά όπλων. Προχώρησε όμως και ένα βήμα πιο πέρα: «Οι διαδηλωτές θα έπρεπε να επιδιώξουν μια μεταρρύθμιση πιο αποτελεσματική και πιο διαρκή. Θα έπρεπε να απαιτήσουν την ακύρωση της δεύτερης τροπολογίας», τονίζει.
Η δεύτερη τροπολογία του Συντάγματος θεωρείται «ιερή» από τους υποστηρικτές της οπλοκατοχής, μολόνοτι αυτή η σύντομη παράγραφος που συντάχθηκε πριν από δύο αιώνες έχει ερμηνευτεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Το κείμενο αυτό αναφέρει ότι δεδομένου ότι «μια καλά οργανωμένη πολιτοφυλακή είναι αναγκαία για την ασφάλεια ενός ελεύθερου Κράτους, το δικαίωμα των πολιτών να κατέχουν και να φέρουν όπλα δεν μπορεί να καταπατηθεί».
Ωστόσο ο Στίβενς την χαρακτήρισε «απομεινάρι του 18ου αιώνα».
Το 2008 οι υποστηρικτές της οπλοκατοχής πέτυχαν μια ιστορική νίκη στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ακύρωσε την απαγόρευση που ίσχυε στην Περιφέρεια της Κολούμπια να διατηρεί κάποιος όπλα στο σπίτι του. Δέκα χρόνια μετά, ο δικαστής Στίβενς παραμένει «πεπεισμένος ότι αυτή η απόφαση ήταν λανθασμένη» επειδή «προσέφερε στην NRA (το μεγαλύτερο λόμπι υπέρ της οπλοκατοχής) ένα προπαγανδιστικό όπλο τεράστιας ισχύος».