Τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας έκρινε – κατά πλειοψηφία – η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι παραβιάζει η εισαγωγή των διακριθέντων αθλητών σε σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ της προτίμησής τους καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού εισακτέων.
Πρόεδρος ήταν η αντιπρόεδρος Μαρία Καραμανώφ και εισηγητής ο σύμβουλος Επικρατείας Γεώργιος Τσιμέκας.
Με την ίδια απόφαση η Ολομέλεια έκρινε παράλληλα ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Οι σύμβουλοι Επικρατείας με την υπ΄ αριθμ. 686/2018 απόφαση της Ολομέλειας υποχρεώνουν το υπουργείο Παιδείας να εγγράψει ως υπεράριθμο στην Ιατρική Σχολή υποψήφιο των Πανελλαδικών εξετάσεων 2016-2017, ο οποίος δεν εισήχθη, καθώς την θέση του κατέλαβε συνυποψήφιός του αθλητής με λιγότερα μόρια από εκείνον.
Ειδικότερα, η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι η διάκριση που θεσπίζει το άρθρο 34 του νόμου 2009/1992 υπέρ των αθλητών υποψηφίων που έχουν επιτύχει τις προβλεπόμενες από τον νόμο διακρίσεις, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και, συγκεκριμένα, από την ανάγκη παροχής κινήτρων στους ασχολούμενους με τον αθλητισμό, για την ανάπτυξη του οποίου οφείλει να μεριμνά η Πολιτεία κατ’ άρθρο 16 παρ. 9 του Συντάγματος και είναι, κατ’ αρχήν, συνταγματικώς θεμιτή∙ εφόσον μάλιστα, με τη διάταξη αυτή δεν θίγεται ο αριθμός των κανονικώς εισακτέων στα τμήματα και τις Σχολές των Α. Ε. Ι. και Τ. Ε. Ι.
Περαιτέρω, όμως, η διάταξη του άρθρου 34 νόμου 2009/1992 αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχομένης εκπαιδεύσεως, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού, κατά το μέρος που προβλέπουν:
α) την πριμοδότηση αθλητών ακόμα και για επιτυχίες σε αθλητικούς αγώνες ήσσονος σημασίας,
β) την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις Ανώτατες Σχολές στο δυσανάλογα υψηλό ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων, το οποίο παρίσταται αυθαίρετο και
γ) την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε Σχολή της προτίμησής του, εφόσον συγκεντρώσει αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 90% του αριθμού των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στη συγκεκριμένη Σχολή στο ίδιο ακαδημαϊκό έτος, μετά την προσαύξηση του συνόλου των μορίων του από τις αθλητικές του διακρίσεις.
Και είναι αντισυνταγματικές οι ρυθμίσεις αυτές, καθώς υπερακοντίζουν τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό που υπηρετεί η διάταξη (προαγωγή του αθλητισμού) λόγω, αφ’ ενός του επιβαλλόμενου με αυτές σημαντικού περιορισμού πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των λοιπών υποψηφίων φοιτητών που δεν είναι αθλητές και, αφ’ ετέρου, της σημαντικής υποχώρησης των ακαδημαϊκών κριτηρίων πρόσβασης την οποία συνεπάγονται.
Συνεπώς, κατέληξε η Ολομέλεια του ΣτΕ, «επίμαχη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 παραβιάζει τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 16 του Συντάγματος, κατά το μέρος που οι εν λόγω ρυθμίσεις υπερβαίνουν, κατά τα ανωτέρω, τα ακραία όρια πέραν των οποίων το παρεχόμενο από τη διάταξη αυτή προνόμιο εμφανίζεται δικαιολογημένο και επιτρεπτό συνταγματικώς».
Η άποψη της μειοψηφίας
Μειοψηφία 8 συμβούλων εξέφρασε την άποψη ότι η καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών είναι ανεκτή μόνο σε Τμήματα Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού (ΤΕΦΑΑ), όχι όμως στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, στα οποία «παρέχεται εκπαίδευση σε επιστημονικούς τομείς όπου η ιδιότητα του υποψηφίου ως αθλητή δεν ασκεί επίδραση».
Έπίσης, η μειοψηφία των 8 επισημαίνει ότι η επίμαχη διάταξη του άρθρου 34 του ν. 2725/1999, κατά το μέρος που θεσπίζει το ανωτέρω ευεργέτημα υπέρ των υποψηφίων αθλητών προς εισαγωγή στα λοιπά, πλην ΤΕΦΑΑ, Τμήματα και Σχολές των ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας προσκρούει αφ’ ενός μεν στην αρχή της ισότητας των Ελλήνων πολιτών ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), αφ’ ετέρου δε στις απορρέουσες από το Σύνταγμα (άρθρο 5) αρχές της αξιοκρατίας και της σταδιοδρομίας εκάστου κατά λόγο της προσωπικής του αξίας και στο άρθρο 16 του Συντάγματος και επιπρόσθετα είναι αντισυνταγματική κατά το μέρος που προβλέπει την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή αθλητών στις ανώτατες σχολές στο ποσοστό του 4,5% των προβλεφθεισών θέσεων.
Απογοήτευση Βασιλειάδη για το «όχι» του ΣτΕ σε διακριθέντες αθλητές
Προβληματισμένος και απογοητευμένος δήλωσε ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Γιώργος Βασιλειάδης με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την εισαγωγή των διακριθέντων αθλητών σε σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
«Είμαστε προβληματισμένοι και απογοητευμένοι. Θα μελετήσουμε το σκεπτικό της απόφασης για να δούμε ποια θα είναι τα επόμενα βήματα που θα κάνουμε» τόνισε ο κ. Βασιλειάδης σχολιάζοντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Μαθησιακές δυσκολίες
Παράλληλα, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι δεν συνάδουν με την αρχή της αξιοκρατίας οι νομοθετικές διατάξεις (των άρθρων 4 και 42 του ν. 4186/2013, 2 του ν. 2525/1997 και της ΥΑ Φ 253.1/44654/Α5/2016) κατά το μέρος που παραλείπουν να προβλέψουν διακριτές θέσεις κατά την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες.
Σε άλλο σημείο της απόφασης αναφέρεται ότι οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας επιβάλλουν να είναι, κατ’ αρχήν, όμοια και κοινή η διαδικασία των εξετάσεων για εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για όλους όσους λαμβάνουν μέρος στις εξετάσεις αυτές, οι οποίοι αποτελούν ενιαία, κατ’ αρχήν, κατηγορία υποψηφίων προς κατάληψη συγκεκριμένων θέσεων∙ η υποχρέωση, όμως, αυτή δύναται να καμφθεί όταν τη διαφοροποίηση της εξέτασης επιβάλλουν λόγοι γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος ή όταν τούτο επιβάλλεται από λόγους ισότητας μεταξύ των υποψηφίων, υπό τη γενική, πάντως, επιφύλαξη ότι κατά τη επιλογή και θέσπιση των διαφοροποιήσεων τηρούνται τα ακραία όρια της σχετικής ευχέρειας του νομοθέτη και η αρχή της αναλογικότητας.
Στην προκειμένη περίπτωση, συνεχίζει η Ολομέλεια του ΣτΕ, ο επιβαλλόμενος προφορικός τρόπος εξέτασης των υποψηφίων με μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν σχετικής διαγνώσεως από τα αρμόδια προς τούτο όργανα, συνιστά τρόπο εξέτασης προσαρμοσμένο στις ανάγκες της οικείας κατηγορίας υποψηφίων, ώστε να καθίσταται αντικειμενικώς δυνατή η επίδοσή τους στις εξετάσεις με ίσους όρους προς τους λοιπούς υποψηφίους και να τους παρέχεται έτσι ισότιμη δυνατότητα πρόσβασης στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατά τον λόγο της προσωπικής αξίας και ικανότητας εκάστου, ενόψει και όσων ορίζονται ανωτέρω στο άρθρο 16 παρ. 4 του Συντάγματος.