Ηταν θέμα χρόνου η αποχώρηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης από την προανακριτική επιτροπή για την υπόθεση Novartis. Οσο η πλειοψηφία αρνούνταν να μπει στην ουσία της διερεύνησης με την κλήτευση των προστατευόμενων μαρτύρων και άλλων εμπλεκόμενων προσώπων, την εξέταση των στοιχείων κ.λπ., εμμένοντας στη θέση περί αναρμοδιότητας της επιτροπής, τόσο τα κόμματα ωθούνταν προς την έξοδο. Το πρώτο βήμα έκανε το ΚΚΕ, δηλώνοντας ότι δεν είναι διατεθειμένο να νομιμοποιήσει με την παρουσία του την «παρελκυστική τακτική» και τις «εκφυλιστικές διαδικασίες και λογικές» της πλειοψηφίας.
Το «μπαράζ» Βενιζέλου
Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο ήταν η ακρόαση του Ευ. Βενιζέλου, ο οποίος με νομικά επιχειρήματα έθεσε σε αμφισβήτηση το σκεπτικό της πλειοψηφίας περί αναρμοδιότητας της επιτροπής να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, κάτι που συνιστά προάγγελο αναπομπής του θέματος στη Δικαιοσύνη, ενώ ο τρίτος παράγοντας που έκρινε την τελική στάση των κομμάτων ήταν ο «ελιγμός» που επιχειρήθηκε με την πρόταση να κληθούν τα εννέα πολιτικά πρόσωπα –πέραν του κ. Βενιζέλου –που παραπέμφθηκαν προκειμένου να διατυπώσουν γνώμη περί της αρμοδιότητάς της! Ηταν μια κίνηση που δεν μπορούσε να σταθεί και προφανώς το αντιλαμβάνονταν αυτό οι νομομαθείς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που συμμετέχουν στην επιτροπή.
«Δεν μπορείς να εγκαλείς κάποιον και μετά να ζητείς την άποψή του για το αν είσαι… αρμόδιος να διερευνήσεις την υπόθεση για την οποία τον εγκαλείς» λένε βουλευτές της αντιπολίτευσης, υπενθυμίζοντας ότι τα ίδια αυτά πολιτικά πρόσωπα έχουν ταχθεί υπέρ της πλήρους διερεύνησης της υπόθεσης. Το αμείλικτο ερώτημα που πλανάται είναι γιατί έπρεπε η Βουλή να αυτοδιασυρθεί παραπέμποντας δέκα πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων δύο πρώην πρωθυπουργοί, ο κοινοτικός επίτροπος και ο κεντρικός τραπεζίτης, για να καταλήξει ότι είναι αναρμόδια να διερευνήσει τυχόν εμπλοκή τους στο σκάνδαλο Novartis.
Η απάντηση από την πλευρά της πλειοψηφίας είναι ότι από τη στιγμή που διαβιβάστηκε ο φάκελος από τη Δικαιοσύνη στη Βουλή, ήταν αναγκασμένη να προχωρήσει στη σύσταση προανακριτικής επιτροπής. Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται γιατί δεν ζητήθηκε προηγουμένως η άποψη του τριμελούς γνωμοδοτικού συμβουλίου που προβλέπει ο Κανονισμός της Βουλής και το οποίο θα προέβαινε σε έλεγχο των στοιχείων κατηγορίας και σε αξιολόγηση της ουσιαστικής βασιμότητάς τους, προκειμένου να αποφευχθεί το «φιάσκο».
Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αποδίδουν την ευθύνη στην αντιπολίτευση η οποία δεν ζήτησε την ενεργοποίηση του τριμελούς συμβουλίου. Η ουσία είναι ότι εξ αρχής η πλειοψηφία προσανατολιζόταν στο να πάει η υπόθεση στη Δικαιοσύνη. Οπως είπε άλλωστε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Παρασκευόπουλος μετά την αποχώρηση της αντιπολίτευσης, «Δικαιοσύνη σημαίνει δίκη, Βουλή σημαίνει εξάλειψη». Και αυτό καθώς στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι αν η επιτροπή αποφασίσει ότι είναι αρμόδια να μπει στην ουσία, τότε θα καταλήξει αναπόφευκτα στο ότι είναι παραγεγραμμένο το αδίκημα της δωροδοκίας-δωροληψίας, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα το στείλει στη Δικαιοσύνη, η οποία και θα το ερευνήσει, όπως και το αδίκημα του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, το οποίο η πλειοψηφία πρόσθεσε στο «κατηγορητήριο» ενώ γνώριζε ότι ούτως ή άλλως είναι αρμοδιότητας της Δικαιοσύνης, βάσει και της υπάρχουσας νομολογίας (υπόθεση Παπαντωνίου).
«Συγκάλυψη και σκευωρία»
Γιατί λοιπόν έγιναν όλα αυτά; «Προκειμένου να σπιλωθούν και να διασυρθούν τα δέκα πολιτικά πρόσωπα» δηλώνουν στη ΝΔ και στη ΔΗΣΥ κάνοντας λόγο για «διαδικασίες-παρωδία με στόχο τη συγκάλυψη και τη σκευωρία».
Τι θα γίνει από εδώ και πέρα; Η Προανακριτική ουσιαστικά έχει ολοκληρώσει το έργο της. Το μόνο που απομένει είναι να συνταχθεί το πόρισμα που η πλειοψηφία θα παρουσιάσει στην Ολομέλεια της Βουλής και βάσει του οποίου, όπως αναμένεται, η υπόθεση θα παραπέμπεται στον φυσικό δικαστή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ