Από την κρίση στην ανάπτυξη με ελληνικές επενδύσεις

Η χώρα βρίσκεται σε περίοδο αναιμικής και μη χρηματοδοτούμενης ανάπτυξης. Αν την οικονομική μεγέθυνση οδηγήσει η αυξημένη κατανάλωση, η οποία τροφοδοτείται από τις εισαγωγές, τότε σύντομα θα έχουμε διεύρυνση του ισοζυγίου πληρωμών και δυσκολίες χρηματοδότησής του. Για να διατηρηθεί η ανάπτυξη, θα πρέπει να στηριχθεί σε επενδύσεις.

Η χώρα βρίσκεται σε περίοδο αναιμικής και μη χρηματοδοτούμενης ανάπτυξης. Αν την οικονομική μεγέθυνση οδηγήσει η αυξημένη κατανάλωση, η οποία τροφοδοτείται από τις εισαγωγές, τότε σύντομα θα έχουμε διεύρυνση του ισοζυγίου πληρωμών και δυσκολίες χρηματοδότησής του. Για να διατηρηθεί η ανάπτυξη, θα πρέπει να στηριχθεί σε επενδύσεις.
Η κρίση δημιούργησε ένα γιγαντιαίο επενδυτικό έλλειμμα, της τάξης των 10-12 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ (δηλαδή περίπου €17 δισ. – €20 δισ.) ετησίως. Μέσα σε αυτό το έλλειμμα καταποντίστηκαν:
˜ Η τεχνολογική αναβάθμιση των επιχειρήσεων, απολύτως αναγκαία για τη διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας.
˜
Η βελτίωση και η επέκταση των υποδομών, και ιδιαίτερα των μεγάλων που αφορούν τη διασύνδεση της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο (λιμάνια, αγωγοί, ηλεκτρικά δίκτυα, δρόμοι).
˜
Η αγορά κατοικιών, η οποία για δεκαετίες αποτελούσε την ατμομηχανή της ανάπτυξης της χώρας.
Για να ξαναγυρίσουμε σε σταθερή, έστω και χαμηλή, προβλέψιμη ανάπτυξη, απαιτείται η άνοδος του ετήσιου επιπέδου επενδύσεων. Οι επενδυτικές ανάγκες της Ελλάδας μέχρι το 2022 εκτιμώνται σε €230 δισ., αλλά οι ορατοί, σήμερα, πόροι χρηματοδότησης δεν ξεπερνούν τα €100 δισ. Το θεσμικό αλλά και οικονομικό περιβάλλον δεν ευνοεί τη χρηματοδότηση επενδύσεων στην απαιτούμενη κλίμακα. Η αγορά της κατοικίας είναι πρακτικά σε ύπνωση, οι ξένες επενδύσεις δεν ξεπερνούν τα €3 δισ. τον χρόνο, η συνολική πιστωτική επέκταση είναι μηδενική και δεν υπάρχουν ίδια κεφάλαια για τις επιχειρήσεις.
Για να αποκατασταθεί ένας διατηρήσιμος ρυθμός επενδύσεων, πρέπει να κινητοποιηθούν κατά κύριο λόγο ελληνικά κεφάλαια με δύο διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, να επιστρέψουν καταθέσεις στις τράπεζες, ώστε μέρος από αυτές να χρηματοδοτήσει επενδύσεις. Δεύτερον, ο ευρύς επιχειρηματικός κόσμος να πιστέψει στην ανάκαμψη και να χρηματοδοτήσει με ίδια κεφάλαια τις εταιρείες του.
Υπάρχουν περιοχές οικονομικής ανταγωνιστικότητας οι οποίες αν βρίσκονταν σε άλλη χώρα θα είχαν άμεση πρόσβαση σε χρηματοδότηση μεγάλης κλίμακας. Τα ξενοδοχεία, η βιομηχανία τροφίμων και ποτών, τα μεταλλεία, η ενέργεια, αλλά και πολλές ανταγωνιστικές επιχειρήσεις σε βεβαρημένους κλάδους αξίζουν εμπιστοσύνης. Αλλά η χαμηλή ορατότητα και η πολιτική αβεβαιότητα μειώνουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Για την ελάχιστη εμπιστοσύνη, που θα τροφοδοτήσει τον κύκλο της αρετής των επενδύσεων και της ανάπτυξης, θα πρέπει να ικανοποιούνται τρεις βασικές συνθήκες:
˜
Ταχεία αναδιάταξη θεσμικού πλαισίου ώστε να μειωθεί το κόστος επένδυσης και λειτουργίας και να αυξηθεί η απόδοση των επιχειρήσεων (φορολογικό, ασφαλιστικό, αδειοδοτήσεις).
˜
Γρήγορη αλλαγή της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να επανενεργοποιηθούν περιουσιακά στοιχεία και να ενισχυθούν η κερδοφορία και η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.
˜
Διαμόρφωση πολιτικών ανάπτυξης για τη βιομηχανία, τον τουρισμό, την ενέργεια και τις υποδομές, οι οποίες θα δώσουν κίνητρο στους επενδυτές, θα βοηθήσουν την αύξηση του μεγέθους και θα διευκολύνουν την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Αυτά δεν αποτελούν μια ενιαία και εσωτερικά συνεπή αναπτυξιακή στρατηγική. Υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας, μέχρι τα μέσα του 2019, για να διαμορφωθεί μια ελάχιστη βάση κοινής αντίληψης για αυτά τα θέματα που θα τροφοδοτεί και θα συντηρεί την αναιμική ανάπτυξη ανεξάρτητα από το επίπεδο πολιτικής αβεβαιότητας. Και αυτή η ελάχιστη βάση προϋποθέτει συναίνεση έτσι ώστε να παραμένει ευσταθής, και με τον χρόνο να εξελιχθεί.
* Ο κ. Μάριος Ψάλτης είναι διευθύνων σύμβουλος της PwC Ελλάδας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.