«Oταν βλέπεις τις πρώτες προσωπογραφίες των αγωνιστών που έκανε ο Ανταμ Φρίντελ το 1824 απογοητεύεσαι. Λες «όχι», δεν μπορεί να ήταν έτσι ο Κολοκοτρώνης!»» λέει γελώντας η Δήμητρα Κουκίου, ιστορικός και προϊσταμένη της Βιβλιοθήκης και της Συλλογής Χαρακτικών του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Εχοντας μελετήσει εξαντλητικά τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώθηκαν οι οπλαρχηγοί και γενικότερα οι ηγέτες του 1821, καθώς και τα σημαντικότερα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, έχει ακριβή εικόνα όλων των φίλτρων ωραιοποίησης, εξιδανίκευσης των αγωνιστών προκειμένου οι μορφές τους να υπηρετήσουν καλύτερα, πιο πειστικά, τα μηνύματα που ήταν επιτακτική ανάγκη να περάσουν εκείνο τον καιρό στον ελληνικό λαό αλλά και στην Ευρώπη.
Το ζήτημα της αναπαράστασης των ηρώων του 1821, συχνά με φαντασιακά στοιχεία, με ένδοξο τρόπο που αγγίζει σχεδόν το θείο, με συνεχείς αναφορές στους αρχαίους Ελληνες, με ανεκδοτολογικές κορυφώσεις, δεν εκκίνησε από ελληνικά κίνητρα. Τροφοδοτήθηκε από τους φιλέλληνες και κυρίως από την ανάγκη της Ευρώπης εκείνη την εποχή να δώσει εικόνα, να σαρκώσει το ιδανικό της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας και κυρίως της αποτίναξης του ζυγού των αλλοθρήσκων. Η Επανάσταση του 1821, με λειασμένες τις αιχμηρές γωνίες της, τις εσωτερικές αναφλέξεις και πολιτικές ίντριγκες, ήταν το ιδανικό μοντέλο. Σώματα σχεδόν γιγάντων, περικεφαλαίες, αρχαιοελληνικά προφίλ, μάτια διαπεραστικά, φρύδια καλοσχηματισμένα (σχεδόν γυναικεία, όπως σχολιάζεται συχνά), κώμες πλούσιες, στολές περίτεχνα κεντημένες, φουστανέλες πάλλευκες, είναι μερικά από τα πιο συνηθισμένα ευρήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι ουσιαστικά σημαντικότεροι δημιουργοί στη διαμόρφωση της εικόνας των αγωνιστών με τα πιο πειστικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά ήταν ο Δανός Ανταμ Φρίντελ και ο Γερμανός Καρλ Κρατσάιζεν του οποίου οι προσωπογραφίες, σύμφωνα με τον Παντελή Πρεβελάκη, «είναι αρκετές για να συνθέσουν την αρχέτυπη εικόνα του Εθνικού Αγωνιστή που αναζητεί το ομαδικό υποσυνείδητο». Η Προσωπογραφία του Αγώνα λοιπόν, όπως εδραιώθηκε από τον Φρίντελ και τον Κρατσάιζεν και στη συνέχεια αποτέλεσε τη βάση για τα έργα των ελλήνων δημιουργών που πέρασαν από τη σχολή του Μονάχου κυρίως, όπως ο Θεόδωρος Βρυζάκης, έπρεπε να ξεπεράσει τη λογική της αποτύπωσης. Ηταν κάτι περισσότερο από φωτογραφία της στιγμής, από ντοκουμέντο. Ηταν υλικό εμψύχωσης και διάδοσης της Μεγάλης Ιδέας.
Η πλάτη του Κολοκοτρώνη
«Οι ευρωπαίοι ζωγράφοι ήταν υποστηρικτές των ιδεών του Διαφωτισμού, ένθερμοι θαυμαστές του αρχαιοελληνικού κάλλους και συμπορεύτηκαν με το ευρύ κοινό για να ερμηνεύσουν τον αγώνα των Ελλήνων ως αγώνα του δυτικού πολιτισμού εναντίον της βαρβαρότητας, της χριστιανοσύνης εναντίον του ισλαμισμού. Φιλοτέχνησαν έργα που εξάπτουν τη φαντασία της κοινής γνώμης, διαμορφώνουν πολιτική ιδεολογία, αφυπνίζουν συνειδήσεις» σημειώνει η κυρία Κουκίου.
Αυτά τα πρότυπα αυτοθυσίας, πρότυπα θάρρους και πατριωτισμού, έπρεπε να εικονίζονται φωτεινά και ρωμαλέα, όπως οι αρχαίοι θεοί. Ετσι, έχουμε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο μυαλό μας ως έναν γίγαντα, έχουμε την εικόνα του αγάλματος του Λάζαρου Σώχου στην οδό Σταδίου έξω από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αν όμως μπούμε μέσα στο μουσείο, προχωρήσουμε στην τελευταία του αίθουσα και φτάσουμε στις προθήκες με τα αντικείμενα του Κολοκοτρώνη θα δούμε το γιλέκο του και μπορεί να μπερδευτούμε και να θεωρήσουμε ότι είναι παιδικό: αν μη τι άλλο, οι ώμοι ήταν εξαιρετικά στενοί και η σωματική διάπλαση δεν παραπέμπει σε αυτό που έχουμε ως κυρίαρχη εικόνα στο μυαλό.
Η εικονοποιία των αγωνιστών έρχεται να απαντήσει κυρίως στα ιδεώδη της Ευρώπης εκείνη την εποχή. «Το όλο κλίμα διαμορφώνεται μέσα από τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής, τον νεοκλασικισμό, τον ρομαντισμό και τον φιλελληνισμό» παρατηρεί η ιστορικός Τέχνης Χάρις Κανελλοπούλου. «Η Ελλάδα έχει ένα ιδανικό πακέτο: αναφορά στην αρχαιότητα που είναι σημαντική μέσα από τα κινήματα του κλασικισμού και του νεοκλασικισμού με διαχρονικές αξίες που βλέπουμε ακόμη και στην εικόνα των πόλεων της Ευρώπης. Παράλληλα, υπάρχει το ενδιαφέρον για ανατολίζοντα ζητήματα, για τον εξωτισμό που φέρει η Ελλάδα που βρισκόταν υπό τον τουρκικό ζυγό. Ενας συγκερασμός που ενδιέφερε πολύ. Και ο απόηχος του αγώνα βέβαια, που έπρεπε να δικαιωθεί».
Ζαν ντ’ Αρκ ή Μπουμπουλίνα;
Ωστόσο αυτές οι προσδοκίες δεν επιβεβαιώθηκαν αυτομάτως όταν έφτασαν οι πρώτοι περιηγητές και ευρωπαίοι εθελοντές στην Ελλάδα. Επρεπε λοιπόν να αγγίξουν τα πρόσωπα τις αρχικές προσδοκίες. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Μπουμπουλίνας, όπως την περιγράφει ο γάλλος λοχαγός του στρατού του Ναπολέοντα Μορίς Περζά, που είχε πολεμήσει και στην Ελλάδα, στα Απομνημονεύματά του που εκδόθηκαν το 1910. «Στο Παρίσι την παρουσίαζαν σαν την Ζαν ντ’ Αρκ. Ομως από κοντά έμοιαζε με τις ρυπαρές εμπόρισσες που πωλούν τυριά στην αγορά του Παρισιού. Σαστίσαμε βλέποντάς την. Απόρησε όταν έμαθε πώς την φαντάζονταν στο Παρίσι. Ξέσπασε σε γέλια. Και εμείς μαζί». Σε πολλές απεικονίσεις στη συνέχεια, όπως αυτές διαδόθηκαν και αναπαράχθηκαν και μέσω των λιθογραφιών στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη βλέπουμε μια εύσωμη φροντισμένη γυναίκα ντυμένη στα δυτικά πρότυπα. Μια αστή…
«Ανατρέχοντας στις περιγραφές και στα απομνημονεύματα των ευρωπαίων εθελοντών καταφέραμε να ταυτίσουμε τις εικόνες στην πρώτη τους μορφή με την πρώτη εντύπωση που δημιουργούν οι έλληνες αγωνιστές στους Ευρωπαίους.
Κοινή άποψη είναι ότι αρχικά οι Ελληνες τους προξενούν δέος, περιέργεια. Περίμεναν τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων όπως τους είχαν πλάσει στο μυαλό τους την περίοδο της αρχαιολατρίας και διαπιστώνουν ότι είναι κάποιοι που δεν ξέρουν πολλά γράμματα. Θέλουν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, κάποιοι πιστεύουν στον Αγώνα, κάποιοι άλλοι όμως έχουν πολιτικές σκοπιμότητες» εξηγεί η κυρία Κουκίου. «Αυτοί οι πρώτοι Ευρωπαίοι, επειδή δεν αντέχουν τις κακουχίες και τις συνθήκες πολέμου, γυρίζουν στην πατρίδα τους και οι πρώτες τους εντυπώσεις δεν είναι φιλελληνικές. Οταν επιστρέφουν δεύτερη φορά γίνονται οι πιο ένθερμοι φιλέλληνες. Συμπίπτει αυτό με τις σφαγές της Χίου που ξεσήκωσαν το κοινό αίσθημα της Ευρώπης. Εχει προχωρήσει η Επανάσταση, ήταν πιο μονιασμένοι οι Ελληνες μετά τους δύο εμφυλίους και αγωνίζονται για το κοινό καλό. Ετσι, δημιουργείται μια άλλη εικόνα».
Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του Αρχιμανδρίτη Παπαφλέσσα, του Γρηγορίου Δικαίου, όπως αποτυπώνεται από τον Φρίντελ: αν και ιερέας, φορά περικεφαλαία, ενώ είναι όμορφος σαν αρχαίος θεός. Πυκνά γένια, αρχαιοελληνική μύτη, μεγάλα διαπεραστικά μάτια, καλοσχηματισμένα πυκνά φρύδια, γαλήνια έκφραση. Εγραφε ο ιρλανδός αριστοκράτης Τζέιμς Εμερσον το 1826: «Η όλη εμφάνισή του έδειχνε άνθρωπο εντελώς διεφθαρμένο. Είχε ένα παράξενο βλέμμα που φανέρωνε καχυποψία. Κατά τα άλλα, τα χαρακτηριστικά του ήταν κανονικά και ευχάριστα». Πλήθος μαρτυριών από περιηγητές και φιλέλληνες που βρέθηκαν κοντά στον Αγώνα και γνώρισαν τους αγωνιστές περιλαμβάνονται στην έκδοση «Οι Ελληνες του Adam Friedel. Προσωπογραφίες Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης» της Δήμητρας Κουκίου που εκδόθηκε από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ελλάδος.
Ελληνες, οι ατσαλάκωτοι
Οι ευρωπαίοι καλλιτέχνες εξιδανίκευσαν τα άτομα και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους για να πάρουν με το μέρος τους στην υπόθεση του ελληνικού ζητήματος, όχι μόνο τα φιλελεύθερα πνεύματα, αλλά κυρίως τα μεγάλα αστικά στρώματα. Σημειώνει η κυρία Κουκίου: «Οι έλληνες ήρωες, με ατσαλάκωτες στολές και πολυποίκιλτο οπλισμό, αποπνέουν ευγένεια και δυναμισμό. Ηρωες στη μάχη, κληρονόμοι μεγάλου πολιτισμού, ανώτεροι των αλλόθρησκων». Σε αυτόν τον ιδεολογικό προσανατολισμό κινήθηκαν στη συνέχεια και οι έλληνες ζωγράφοι και κυρίως τα υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών που από το 1850 και μετά παρήγγειλαν μια σειρά έργων που αγγίζουν την Ιστορική Ζωγραφική και την Προσωπογραφία του Αγώνα και τα οποία είχαν στόχο να σφυρηλατήσουν την εθνική συνείδηση.
«Με τη σύσταση του Νέου Ελληνικού Κράτους και την έλευση του Οθωνα ενεργοποιήθηκε το όραμα του πατέρα του, του Λουδοβίκου, που ήθελε να ενώσει Μόναχο και Αθήνα εξαιτίας της αγάπης του για την αρχαία Ελλάδα» λέει η Χάρις Κανελλοπούλου. «Ετσι, φτάνοντας ο Οθωνας στην Αθήνα συνέταξε ένα πολιτιστικό περιβάλλον γύρω από βασιλική διοίκηση ώστε οι δομές να δημιουργήσουν την εικόνα μέσα από την οποία το Νέο Ελληνικό Κράτος θα αποκτούσε μια νέα κοσμική ταυτότητα με βλέμμα προς τη Δύση και με αναφορά στην αρχαιότητα. Δηλαδή, με έναν τρόπο επιχειρήθηκε να σβήσει το οθωμανικό στοιχείο. Αυτή ήταν η επιδίωξη. Το 1836 ιδρύθηκε το Σχολείο Τεχνών, επανδρώθηκε με δασκάλους Γερμανούς ή Ελληνες που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Εκεί φοίτησαν οι πρώτοι καλλιτέχνες που στη συνέχεια πήγαν στη Σχολή του Μονάχου και επέστρεψαν για να διαδώσουν τις γνώσεις τους. Η πρώτη μεγάλη θεματολογία τους ήταν η Ιστορική Ζωγραφική».
Καθώς ο πόλεμος έχει τελειώσει, υπάρχει και μια μετακίνηση στην απόδοση στα βασικά χαρακτηριστικά. «Η κομψότητα, η καθαρότητα των στολών και η πολυτέλειά τους που βλέπουμε σε πίνακες και χαρακτικά δεν υπήρχαν κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Αυτό οφείλεται στο Φιλελληνικό Κίνημα στην Ευρώπη που ήθελε να τονίσει αυτό που συνέβη στην Ελλάδα και να παρουσιάσει ατσαλάκωτους τους αγωνιστές» διευκρινίζει η κυρία Κουκίου. «Οταν έχει τελειώσει ο πόλεμος, αρχίζουν να υπάρχουν συνθέσεις που αποδίδουν τη σκληρότητα της μάχης, αν εστιάσει κανείς στα πρόσωπα βλέπει τον πόνο, την απόγνωση, τα ρούχα είναι πιο ατημέλητα, σκισμένα. Οταν τελειώνουν τα πολεμικά γεγονότα, έρχεται ο Βρυζάκης και δίνει μεγαλύτερη έμφαση στον ηρωισμό, δίνει μεγαλύτερο βάρος στην προσπάθεια και λιγότερο στη μορφή. Μετά το 1850 είναι η περίοδος που ηρωοποιούνται τα πάντα στο πλαίσιο και της Μεγάλης Ιδέας για την απελευθέρωση περιοχών που ήταν ακόμη υπό τον οθωμανικό ζυγό. Βασίζονται σε αυτά για να ξυπνήσουν συνειδήσεις, να περάσουν το μήνυμα της προηγούμενης επαναστατικής περιόδου και όλα αυτά οδηγούν προς τα εκεί».
Η περικεφαλαία ορίζει τον ήρωα
Αναζητώντας ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό ηρωισμού, ένα σύμβολο όσων συμπύκνωναν φαντασιακά και ιδανικά στο πρόσωπο του έλληνα ήρωα, τόσο η κυρία Κουκίου όσο και η κυρία Κανελλοπούλου συμφωνούν στην περίπτωση της περικεφαλαίας. Ο Παπαφλέσσας, ένας ιερέας με περικεφαλαία, είναι σαφής παραπομπή στην αρχαία Ελλάδα. Ομως αυτό ήταν και κάτι που γνώριζαν και συνειδητά έκαναν οι ηγέτες της Επανάστασης. Ο Τρικούπης περιγράφει κάποια στιγμή τον Παπαφλέσσα να φτάνει με περικεφαλαία, προφανώς γνωρίζοντας ότι ως σύμβολο θα επιβάλει διαφορετικά την παρουσία του.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει όμως η ιστορία της περικεφαλαίας που φέρει το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου. Ηταν το 1884 όταν οι Ναυπλιώτες κατόπιν διαγωνισμού επέλεξαν τον Λάζαρο Σώχο για να δημιουργήσει το άγαλμα του Κολοκοτρώνη έφιππου. Ο Σώχος ήθελε να τον παρουσιάσει ως απλό αγωνιστή, όμως οι Ναυπλιώτες τον ήθελαν ένδοξο, αρχαιοπρεπή με περικεφαλαία. Ο γλύπτης το δέχθηκε, όμως έγραψε μέσα από την περικεφαλαία «Παρά τη θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την περικεφαλαία». Η αποκάλυψη της επιγραφής έγινε κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης του ανδριάντα, το 2002. Ακόμα και ο Λόρδος Βύρωνας αποτυπώνεται συχνά να φορά ή να έχει ακουμπισμένη πλάι του μια περικεφαλαία.
Οσο για το πώς πραγματικά ήταν ο Κολοκοτρώνης, ανατρέχουμε στην μαρτυρία του πρώσου φιλέλληνα Ντάνιελ Γιόχαν Ελστερ το 1828: «Καφεκίτρινο το χρώμα του προσώπου του. Ενα δόντι του που ξεφύτρωνε από κάτω και έφτανε στο πάνω χείλος τού έδινε άγριο παρουσιαστικό. Τα μικρά μαύρα μάτια του, βυθισμένα στις κόγχες, πάνω στα εξογκωμένα μήλα του προσώπου έδειχναν κακία και πείσμα. Κι ενώ οι καπεταναίοι ήταν ντυμένοι με πανάκριβες φορεσιές, ο Κολοκοτρώνης, ο αρχηγός, φορούσε τα πιο ευτελή ρούχα».
Info
Ολες οι εικόνες προέρχονται από την έκδοση «Οι Ελληνες του Αdam Friedel. Προσωπογραφίες Αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης» της Δήμητρας Κουκίου από την Ιστορική Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ