Κάθε μέρα που περνάει ο τούρκος πρόεδρος εκδηλώνει με όλο και πιο σαφή τρόπο την επιθετικότητα του, εντείνοντας το κλίμα ανησυχίας για τις προθέσεις του στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Προχθές απειλούσε την Ευρώπη ότι θα την κατακλύσει με ένα νέο κύμα μεταναστών, χθες μετά την κατάληψη του Αφρίν απειλεί ότι θα εισβάλλει και στο Ιράκ, αύριο δεν ξέρει κανείς ποιον και γιατί θα στοχοποιήσει ο απρόβλεπτος τούρκος ηγέτης, για να ικανοποιήσει τη μεγαλομανία του.
Οι δύο έλληνες στρατιωτικοί παραμένουν εγκλωβισμένοι,χωρίς κανείς να ξέρει γιατί κατηγορούνται ακριβώς,αν και πότε θα δικαστούν.Η ελληνική κυβέρνηση παρατηρεί αμήχανη και ανήσυχη την εξελισσόμενη τουρκική επιθετικότητα, ελπίζοντας όπως είπε χθες ο υπουργός των Εξωτερικών ότι θα αποδώσει καρπούς η παρέμβαση της Άνγκελα Μέρκελ.

Αν σκεφτεί κανείς όμως ότι ο κ.Ερντογάν παρά τις συνεχείς γερμανικές πιέσεις κρατούσε επί ένα χρόνο φυλακισμένο, χωρίς κατηγορίες τον γερμανό δημοσιογράφο, θα αντιληφθεί ότι οι ελπίδες να αποδώσει η όποια παρέμβαση Μέρκελ, είναι εξαιρετικά περιορισμένες.

Δεν είναι καθόλου σαφές ποια ακριβώς είναι η τακτική της Αθήνας,μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Με τον υπουργό Άμυνας και αναγκαίο κυβερνητικό εταίρο να έχει τη δική του ατζέντα στα εθνικά θέματα,η κυβέρνηση μοιάζει να μην ξέρει ή να μην μπορεί να διαμορφώσει μια ενιαία εθνική στρατηγική.
Η Ελλάδα δεν έχει όμως την πολυτέλεια να βρεθεί διχασμένη απέναντι σε μια νέα – και μάλιστα απρόβλεπτη – κρίση. Είναι επιτακτική ανάγκη να χαραχτεί και να συμφωνηθεί μια ενιαία εθνική γραμμή, που θα υπερβαίνει τις όποιες μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Είναι παράλογο σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία να είναι ουσιαστικά κομμένες οι γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Είναι ευθύνη και υποχρέωση της κυβέρνησης, να επιδιώξει και να αναζητήσει ένα μίνιμουμ έστω συνεννόησης και συναίνεσης. Οι προσωπικοί εγωισμοί και οι καιροσκοπικές σκοπιμότητες δεν έχουν θέση μπροστά στο υπέρτερο εθνικό συμφέρον.

ΤΟ ΒΗΜΑ