Το τελευταίο 10ήμερο, μεγάλης σημασίας γεγονότα,άλλοτε θετικά κι άλλοτε αρνητικά έρχονται να καταδείξουν με έμφαση την «επιστροφή» της βιομηχανίας στην πρώτη γραμμή του διεθνούς ενδιαφέροντος.

«Εάν έχεις χάλυβα, έχεις χώρα, εάν δεν έχεις χάλυβα δεν έχεις χώρα» ήταν ένα από τα …εμβληματικά τιτιβίσματα με τα οποία συνόδευσε ο Αμερικανός Πρόεδρος D. Trumpτην απόφασή του να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και άνθρακα στις ΗΠΑ.

Ανεξαρτήτως της τελικής κατάληξης της υπόθεσης αυτής και των άκρως επικίνδυνων παρενεργειών της στην πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, το στίγμα που θέλει να δώσει η απόφαση Trump-στο πλαίσιο του δόγματος “Americafirst”- είναι η αποφασιστικότητα για την προστασία της βιομηχανίας της.

Αποφασισμένη να προστατέψει και να ενισχύσει τη βιομηχανία της είναι και η Ευρώπη, που κάνει τα τελευταία 4 χρόνια σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση της επανα-βιομηχάνισης, με σημείο αφετηρίας την ανακοίνωση της Επιτροπής «Για μια Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Αναγέννηση» (Μάρτιος 2014).

Δυο είναι τα κομβικά σημεία που διαπερνούν την προσέγγιση της Κομισιόν αλλά και του συνόλου των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων:

-η απο-βιομηχάνιση της Ευρώπης τις προηγούμενες δεκαετίες, συνδυαζόμενη με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 και τις ολέθριες συνέπειές της στην οικονομία και την κοινωνία κατέδειξαν τους μεγάλους κινδύνους που εγκυμονεί η ανισορροπία ανάμεσα στην παραγωγική οικονομία και τον τομέα των υπηρεσιών-και ιδιαίτερα των χρηματοπιστωτικών.

-η παγκοσμιοποίηση, η ραγδαία εξέλιξη των νέων τεχνολογιών και η δυναμική είσοδος στο προσκήνιο των αναπτυσσόμενων οικονομιών, επιτάσσει τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής στρατηγικής που θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας στο σύνολό της.

Το σκεπτικό, που αποτυπώνεται έκτοτε σε όλες τις ευρωπαϊκές αποφάσεις, είναι απλό:

Η Ευρωπαϊκή βιομηχανία, ως παράγοντας καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη, την απασχόληση, την παραγωγικότητα και την καινοτομία, είναι ακρογωνιαίος λίθος για την οικονομική ευημερία στην Ευρώπη. Και η «οικονομική ευημερία» αποτελεί με τη σειρά της conditionsinequanonγια τον περιορισμό του κύματος αντι-ευρωπαϊσμού και αντι-συστημισμού που σαρώνει την Ευρώπη.

Γι’ αυτό και στο τελευταίο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας που συνεδρίασε τη Δευτέρα, στη σκιά των ανακοινώσεων Trump για την επιβολή δασμών, οι υπουργοί Οικονομίας των 27 προχώρησαν ένα βήμα περισσότερο, ζητώντας «να ενταχθεί ο στόχος της ενίσχυσης της βιομηχανικής βάσης στην Ευρώπη στη μεγάλη συζήτηση/διαπραγμάτευση για Το μέλλον της ΕΕ».

Στην Ελλάδα, το μερίδιο της βιομηχανίας στο ΑΕΠ της χώρας παραμένει πολύ κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου-8,8% έναντι 15%-αλλά όπως καταδεικνύουν οι μελέτες αλλά και τα μηνιαία δελτία για τη βιομηχανία του ΙΟΒΕ, έχει όλες τις προϋποθέσεις να ενισχυθεί και να συγκλίνει μεσοπρόθεσμα με τον ευρωπαϊκό στόχο.

Πρόσφατα, με κοινή τους πρωτοβουλία, ο ΣΕΒ, η «Ελληνική Παραγωγή-Συμβούλιο βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» και οι περιφερειακοί βιομηχανικοί σύνδεσμοι της χώρας ζήτησαν να υιοθετηθεί ως εθνικός στόχος η αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας στο 12% του ΑΕΠ έως το 2020 και 15% μεσοπρόθεσμα.

Αυτή την περίοδο, βρίσκεται υπό συζήτηση μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών, η «Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021» ώστε το κλείσιμο της 4ης αξιολόγησης –και της εποχής των Μνημονίων-να συνοδευτεί με μια συμφωνία για την μετάβαση της χώρας σε μια οικονομία που θα παράγει προϊόντα και υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, καθιστώντας την έξοδό της από την κρίση διατηρήσιμη και μη αναστρέψιμη.

Για την Ελλάδα, που έχει απωλέσει το ¼ του εθνικού της πλούτου, εξακολουθεί να έχει ποσοστά ανεργίας –και δη ανεργίας των νέων-εξαιρετικά υψηλά, που αντιμετωπίζει «εκροή εγκεφάλων» αλλά και το φάσμα της πληθυσμιακής γήρανσης και μείωσης, η διαμόρφωση μιας συνεκτικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα περιλαμβάνει επεξεργασμένες προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση, τη διεύρυνση αλλά και τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανικής βάσης της χώρας, ενισχύοντας τις συνέργειες με την εκπαίδευση και την έρευνα, αλλά και με άλλους κλάδους της οικονομίας, είναι ζωτικής σημασίας.

Είναι λάθος –και παραπέμπει σε νοοτροπίες του χθες-η δημόσια συζήτηση για την «επόμενη μέρα» να εξαντλείται στα μέτρα ρύθμισης του χρέους ή στο εάν πρέπει ή όχι να ζητήσουμε μια προληπτική πιστοληπτική γραμμή.
Είναι καιρός να συζητήσουμε και να αποφασίσουμε πρώτα εμείς, πολιτικός κόσμος, φορείς και κοινωνία, εάν θέλουμε να μεταβούμε από την Ελλάδα που δανείζεται και καταναλώνει, στην Ελλάδα που δημιουργεί, παράγει και εξάγει. Τα όποια μέτρα στήριξης διεκδικήσουμε από εταίρους και δανειστές, πρέπει να υπηρετούν ένα όραμα κι ένα σχέδιο για την Ελλάδα του αύριο.

Η Άννυ Ποδηματά είναι δημοσιογράφος, Σύμβουλος Ευρωπαϊκών Θεμάτων για την «Ελληνική Παραγωγή-Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη»
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ