Δεύτερη ευκαιρία για να ενταχθούν στο Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο (ΚΟΤ) ηλεκτρικού ρεύματος και να πάρουν σημαντική έκπτωση στην τιμή της κιλοβατώρας αποκτούν πάνω από 100.000 νοικοκυριά που δεν πληρούν τα εισοδηματικά κριτήρια του 2016, αλλά τα πληρούν για το 2017.
Η Υπουργική Απόφαση που καθορίζει τη διαδικασία ένταξης και τις προϋποθέσεις όσων κάνουν αίτηση για «φθηνό ρεύμα» προβλέπει ότι σε πρώτη φάση εξετάζονται τα όρια εισοδήματος και αξίας ακίνητης περιουσίας με βάση την τελευταία εκκαθαρισμένη δήλωση εισοδήματος που είναι αυτή του 2016.
Οσοι κάνουν αιτήσεις εντός της αρχικής προθεσμίας που λήγει στις 20 Απριλίου 2018 θα πρέπει να πιάνουν τα εισοδηματικά όρια της απόφασης με βάση το εισόδημα του 2016.
Υπάρχουν όμως από την προηγούμενη εφαρμογή του ΚΟΤ δεκάδες χιλιάδες δικαιούχοι που δεν πιάνουν τα νέα όρια γιατί το εισόδημα του 2016 ήταν μεγαλύτερο.
Οι εν λόγω δικαιούχοι, όπως αναφέρει ο Ελεύθερος Τύπος, θα μείνουν εκτός φθηνού ρεύματος μετά τις 20 Απριλίου, αλλά μπορούν να επανέλθουν με νέα αίτηση μέσα σε ένα μήνα μετά την υποβολή και εκκαθάριση της δήλωσης του 2018 όπου θα έχουν τα εισοδήματα του 2017, γιατί η απόφαση αναφέρει ότι οι αιτήσεις εξετάζονται με βάση την τελευταία εκκαθαρισμένη δήλωση εισοδήματος. Οσοι λοιπόν είχαν το 2017 μικρότερο εισόδημα από το 2016 θα μπορέσουν με την αίτησή τους να ξαναμπούν στο ΚΟΤ.
Νέα αίτηση όμως θα πρέπει να κάνουν και όσοι θα ενταχθούν μέχρι τις 20 Απριλίου στο φθηνό τιμολόγιο ρεύματος, ώστε να εξεταστεί εκ νέου αν με το εισόδημα του 2017 πλέον πληρούν τα κριτήρια ένταξης.
Ποιοι ευνοούνται
Προσωρινά εκτός ΚΟΤ, αλλά με δικαίωμα επανένταξης, θα βρεθούν περίπου 80.000 χαμηλοσυνταξιούχοι που είχαν υπερβεί τις 9.000 ευρώ ετήσιο ατομικό εισόδημα το 2016, επειδή λάμβαναν τότε το υψηλό ΕΚΑΣ των 230 ευρώ, ενώ το 2017 που το ΕΚΑΣ μειώθηκε στα 115 ευρώ το μήνα έπεσαν κάτω από τις 9.000 ευρώ.
Το ίδιο ισχύει και δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους που είχαν απασχόληση και μισθό το 2016, αλλά έμειναν άνεργοι το 2017. Τώρα οι αιτήσεις τους μπορεί να απορριφθούν, αλλά θα έχουν ευκαιρία ένταξης σε δεύτερη φάση με βάση το εισόδημα του 2017, που λόγω ανεργίας είναι μικρότερο από του 2016.
Τα κριτήρια ένταξης
Τα εισοδηματικά όρια για ένταξη στο «φθηνό ρεύμα» είναι:
• Για ένα άτομο (μονοπρόσωπο νοικοκυριό) ετήσιο εισόδημα ως 9.000 ευρώ.
• Για νοικοκυριό με δύο ενήλικα μέλη ή μονογονεϊκή οικογένεια με ένα ανήλικο μέλος εισόδημα ως 13.500 ευρώ.
• Για νοικοκυριό με δύο ενήλικες και ένα ανήλικο ή μονογονεϊκή οικογένεια με δύο ανήλικα μέλη
εισόδημα ως 15.750 ευρώ.
• Για νοικοκυριό με τρία ενήλικα μέλη ή δύο ενήλικα και δύο ανήλικα μέλη ή μονογονεϊκή οικογένεια με τρία ανήλικα μέλη, εισόδημα ως 18.000 ευρώ.
• Για νοικοκυριό με τρία ενήλικα και ένα ανήλικο μέλος ή δύο ενήλικα και τρία ανήλικα μέλη ή μονογονεϊκή οικογένεια με τέσσερα ανήλικα μέλη εισόδημα ως 24.750 ευρώ.
• Για νοικοκυριό με τέσσερα ενήλικα μέλη ή δύο ενήλικα και τέσσερα ανήλικα μέλη ή μονογονεϊκή οικογένεια με πέντε ανήλικα μέλη, εισόδημα ως 27.000 ευρώ.
• Για νοικοκυριό που περιλαμβάνει και άτομο ή άτομα με αναπηρία 67% και άνω, τα παραπάνω εισοδηματικά όρια αυξάνονται κατά 8.000 ευρώ ετησίως σε όλες τις κατηγορίες.
• Για νοικοκυριό που περιλαμβάνει και άτομο ή άτομα που έχουν ανάγκη μηχανικής ιατρικής υποστήριξης στο σπίτι, τα παραπάνω εισοδηματικά όρια αυξάνονται επιπλέον κατά 15.000 ευρώ ετησίως σε όλες τις κατηγορίες.
• Για κάθε επιπλέον ενήλικο μέλος πέραν του αριθμού μελών που καθορίζουν τα παραπάνω κριτήρια προστίθεται το ποσό των 4.500 ευρώ και για κάθε επιπλέον ανήλικο μέλος το ποσό των 2.250 ευρώ, μέχρι του συνολικού ορίου των 31.500 ευρώ ανεξαρτήτως του αριθμού των μελών του νοικοκυριού. Το ανώτατο όριο των 31.500 ευρώ αυξάνεται κατά 8.000 ευρώ για νοικοκυριό που περιλαμβάνει και άτομο ή άτομα με αναπηρία 67% και άνω και κατά 15.000 ευρώ για νοικοκυριό που έχει ασθενή με ανάγκη μηχανικής υποστήριξης.
Επιπλέον, οι αιτούντες φθηνό ρεύμα θα πρέπει να διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα και η αξία της ακίνητης περιουσίας τους να μην ξεπερνά τις 120.000 ευρώ, προσαυξανόμενη κατά 15.000 ευρώ για κάθε πρόσθετο μέλος και έως ανώτατο όριο τις 180.000 ευρώ.