Bettany Hughes
Κωνσταντινούπολη. Μια ιστορία τριών πόλεων

Μετάφραση Χρήστος Καψάλης
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2017
σελ. 866, τιμή 25,50 ευρώ

Χιλιάδες σελίδες έχουν γραφτεί για την Κωνσταντινούπολη κι αμέτρητες είναι οι αναφορές στη «βασιλίδα των πόλεων», που ακόμη και σήμερα παραμένει μία από τις εμβληματικότερες μητροπόλεις. Σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς τι μπορεί να προσθέσει ένα νέο βιβλίο, όπως αυτό της βρετανίδας ιστορικού, συγγραφέως και παρουσιάστριας Μπέτανι Χιουζ. Αλλά η Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να αποκαλύπτει τα μυστικά της, αφού ακόμη και σήμερα έρχονται στο φως αρχαιολογικά ευρήματα και ντοκουμέντα που αφορούν την Ιστορία και τις μεταμορφώσεις της εδώ και είκοσι έξι και πλέον αιώνες. Και καθώς πολλά από αυτά αξιοποιούνται στην ιστορία της Χιουζ, το βιβλίο αυτό συμβάλλει σημαντικά στη γνώση μας για την Πόλη.


Παρουσιάζει όμως και ένα επιπλέον ενδιαφέρον: η συγγραφέας αναιρεί τα στερεότυπα σύμφωνα με τα οποία η Κωνσταντινούπολη είναι μια πόλη της Ανατολής, αποκαλύπτοντας πτυχές της ζωής της μέσα στους αιώνες με τις οποίες παλαιότερα οι ιστορικοί δεν είχαν ασχοληθεί συστηματικά και μας προσφέρει ένα ελκυστικό πορτρέτο της.

Εχουμε λοιπόν μια ιστορία τεκμηριωμένη σε πλήθος ντοκουμέντα αλλά γραμμένη με γλαφυρό ύφος και με τη ματιά ενός, θα έλεγα, ντοκιμαντερίστα. (Το τελευταίο είναι φυσικό, αφού η Χιουζ έχει κάνει αρκετά ντοκιμαντέρ για το BBC, το National Geographic, το Discovery, το ABC και το History Channel.)

Τρεις πόλεις σε μία

Το ογκωδέστατο βιβλίο (866 σελίδες μεγάλου σχήματος) διαβάζεται από την αρχή ως το τέλος σχεδόν απνευστί. Μολονότι ο τίτλος δίνει αρχικά την εντύπωση ότι η Χιουζ αντιμετωπίζει την Πόλη ως τρεις πόλεις (Βυζάντιο, Κωνσταντινούπολη, Ιστανμπούλ), στην πραγματικότητα η πόλη είναι μία σε τρεις περιόδους, όπου στην κάθε μία περιέχεται μεγάλο μέρος της προηγούμενης. Παρά τις διαφοροποιήσεις, επομένως, η ιστορική γραμμή παραμένει ενιαία, γι’ αυτό και δεν παρατηρούμε αφηγηματικά κενά.

Κάθε ιστορικός έχει τις «προτιμήσεις» του, υπό την έννοια ότι αξιολογεί και ιεραρχεί με τον δικό του τρόπο τα γεγονότα. Η Χιουζ δεν αποτελεί εξαίρεση –και ας μη μας είναι ευχάριστο που για τα «Σεπτεμβριανά» του 1955 (το «Πογκρόμ της Πόλης») αφιερώνει όλο κι όλο δέκα αράδες. Ή που το 51ο κεφάλαιο, το οποίο έχει τίτλο Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους και αναφέρεται στην Αλωση, δεν ξεπερνά τις έξι σελίδες. Η ιστορία της Πόλης (όπως την αποκαλούμε οι Ελληνες) περιέχει σε μεγάλο βαθμό και μέρος της Ιστορίας μιας τεράστιας γεωγραφικής περιοχής: από την Περσία, τη Μικρά Ασία, τη Βενετία και τα Βαλκάνια ως τη Βιέννη. Κι όχι μόνον αυτό: επιδρά στη ζωή, την κουλτούρα, τις έμμονες ιδέες και τις φαντασιώσεις όλης της Ευρώπης.

Ο κοσμοπολιτισμός της Κωνσταντινούπολης μέσα στους αιώνες θεωρείται περίπου αυτονόητος –και η συγγραφέας τον τεκμηριώνει με πλήθος παραδείγματα. Με άλλα λόγια: αυτή η κοσμοπολίτικη πόλη είναι οικουμενική και η «ισλαμοποίησή» της, όπως την αντιλαμβάνεται σήμερα ο Ερντογάν, είναι το ακριβώς αντίθετο από εκείνη των Οθωμανών, που την ήθελαν πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας όπου, μολονότι τα περισσότερα δικαιώματα θα τα είχαν μεν οι μουσουλμάνοι, όμως οι εθνότητες (μιλέτ) θα διέθεταν κι αυτές τα δικά τους.

Γοητευτικός λαβύρινθος

Οι παλιοί περιηγητές έλεγαν πως εύκολα χάνεται κανείς μέσα στον λαβύρινθο της Ανατολής. Ο λαβύρινθος όμως της Κωνσταντινούπολης (οικιστικός και ιστορικός) κατά τη Χιουζ είναι πολύ πιο περίπλοκος –και ως έναν βαθμό γοητευτικότερος, γιατί η σχέση της Πόλης με τη Δύση είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο πίστευαν οι περισσότεροι για χρόνια. Δεν είναι «ο τόπος όπου η Ανατολή συναντά τη Δύση, αλλά ο τόπος όπου Ανατολή και Δύση κοιτάζονται με λαχτάρα, καμιά φορά ενοχλούνται από αυτό που βλέπουν, όμως πάντα ανακαλύπτουν με ενδιαφέρον ότι μοιράζονται όνειρα, ιστορίες και δεσμούς αίματος». Πρόκειται, βέβαια, για μεταφορά, όμως πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το βιβλίο αυτό απευθύνεται πρωτίστως στο αγγλόφωνο κοινό.

Ο έλληνας αναγνώστης θα βρει εδώ πληροφορίες που απουσιάζουν η σπανίζουν σε αντίστοιχα βιβλία άλλων συγγραφέων: λ.χ. τη θρησκευτική σημασία του νερού εξαιτίας της οποίας οι σουλτάνοι αλλά και εξέχουσες γυναίκες που είχαν σημαντική θέση στα χαρέμια γέμισαν την πόλη με κρήνες. Ή την –επίσης θρησκευτικής προέλευσης –ιδέα για τη δημιουργία ενός επίγειου παραδείσου με αποτέλεσμα η Πόλη ως πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να είναι γεμάτη κήπους και οπωρώνες, που είχαν εντυπωσιάσει ακόμη και τον Λεκορμπιζιέ. «Κάθε γωνιά ένας παράδεισος, κάθε κήπος μια Εδέμ / Κάθε κρήνη, νερό του Παραδείσου, κάθε ποταμός, ποταμός μελιού», έγραφε ο ιστορικός Τουρσούν Μπέης που συνόδευσε τον Μωάμεθ τον Πορθητή όταν ο τελευταίος πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη.

Η Χιουζ αφιερώνει πολλές σελίδες για τη ζωή, όχι μόνο στα παλάτια αλλά και στους δρόμους, στα επαγγέλματα, στα δημόσια λουτρά (τα χαμάμ), στους ευνούχους που είχαν μεγάλη δύναμη, όπως αντίστοιχα και οι ευνούχοι της αυτοκρατορικής Κίνας. Γράφει για τον ερωτισμό των αμέτρητων χαρεμιών και για τις ιστορίες αγριότητας που τα στοίχειωναν, σε συνδυασμό με το δουλεμπόριο και το εμπόριο λευκής σαρκός που διεξαγόταν σε όλη τη γύρω περιοχή, ιδιαιτέρως όμως στον Εύξεινο Πόντο.

Αυτοκράτορες και σουλτάνοι

Από το βιβλίο παρελαύνουν βεβαίως πλήθος αυτοκράτορες και σουλτάνοι, από τον Ιουστινιανό και τους Παλαιολόγους ως τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή και τον Αβδούλ Χαμίτ. Αναλύονται τα αίτια της εικονομαχίας, της σύγκρουσης χριστιανισμού και παγανισμού. Πολλές σελίδες αναφέρονται στην άνοδο και την πτώση των Γενίτσαρων αλλά και στη λεγόμενη «ανηλεή κωδικοποίηση της επιβίωσης του ισχυρότερου», γι’ αυτό και «από τον 15ο αιώνα, η αδελφοκτονία είχε καταστεί επιτρεπτή στο πλαίσιο του οθωμανικού νόμου: κατά την άνοδό του στον θρόνο ο νέος Σουλτάνος καλούνταν να δολοφονήσει τους αδελφούς του προκειμένου να αποφεύγονται δυναστικές συγκρούσεις και πραξικοπήματα στο παλάτι».

Δεν λείπουν οι αναφορές στην ελληνική επανάσταση, στους Φιλικούς (τους «Καρμπονάρους» της Ανατολής), στους έλληνες και τους εβραίους εμπόρους, στους Φαναριώτες και τους Χιώτες. Είναι εξαιρετικά πρωτότυπο το συμπέρασμα της συγγραφέως για τη σφαγή της Χίου: «Για τους Οθωμανούς, η σφαγή της Χίου αποτέλεσε υπό μία έννοια προάγγελο του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σηματοδότησε μια στιγμή κατά την οποία, στη συλλογική συνείδηση, η ανατολίτικη φαντασίωση για τις ομορφιές που έκρυβε η οθωμανική επικράτεια πολύ απλά έπαψε να είναι βάσιμη ή βιώσιμη». Για τη σφαγή αφιερώνεται ολόκληρο κεφάλαιο (το 68) –κι όχι τυχαία, αφού οι Χιώτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο εμπόριο της Κωνσταντινούπολης επί πολλά χρόνια.

Η διακριτική (αγγλοσαξονική) συμπάθεια της Χιουζ για τη Χίο είναι εμφανέστατη. Δεν παραλείπει μάλιστα να αναφέρει πως εδώ, στην «πατρίδα του Ομήρου», κατασκευάστηκαν τα περίφημα άλογα του Αγίου Μάρκου που κλάπηκαν από τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης το 1204, με την Αλωση της πόλης από τους σταυροφόρους.

Ρώσοι και Οθωμανοί

Εκτενείς είναι και οι περιγραφές των συγκρούσεων ανάμεσα στους Ρώσους και τους Οθωμανούς και του ρόλου που έπαιξε η Μεγάλη Αικατερίνη. Η Ρωσία, μετά την Αλωση θεωρούσε ότι ήταν η κληρονόμος της Ορθοδοξίας και άρα της Νέας Ρώμης του Μεγάλου Κωνσταντίνου που διαδέχθηκε το Βυζάντιο. Με σπάνια παραστατική δύναμη η συγγραφέας παραθέτει τα γεγονότα των συγκρούσεων ανάμεσα στους Ρώσους και τους Οθωμανούς. Αλλά φυσικά από τις αρχές του 18ου αιώνα και εξής η Πόλη ήταν πεδίο συγκρούσεων και των λεγόμενων Μεγάλων Δυνάμεων. Σε καμιά άλλη μητρόπολη δεν είχαμε τόσους κατασκόπους όσους εδώ, ίσκιους που γλιστρούσαν αθόρυβα τη νύχτα ανάμεσα στα στενά, στο ατμοσφαιρικό ημίφως που σε συνδυασμό με τη νυχτερινή γαλήνη προσέδιδε στην πόλη μιαν απαράμιλλη γοητεία. Την έντονη δραστηριότητα της μέρας διαδεχόταν η σιωπή της νύχτας που μετέβαλλε την Κωνσταντινούπολη σε γήπεδο συνωμοτών.

Η Χιουζ παραθέτει σε αξιοθαύμαστη πυκνότητα τα γεγονότα που οδήγησαν στο τέλος των Οθωμανών, στην άνοδο του Κεμάλ στην εξουσία και στη δημιουργία του τουρκικού κράτους. Ενσωματώνει στην αφήγησή της μαρτυρίες ιδιαίτερα χαρακτηριστικές και η πραγματικότητα αποκτά έτσι μια σχεδόν μυθιστορηματική διάσταση. Οπως η ίδια κινείται με άνεση σε αυτό το λούνα παρκ της γοητείας και της καταστροφής, του πολιτισμού και της βαρβαρότητας, της συμπάθειας αλλά και της οργής και της περιφρόνησης, έτσι κινείται και ο αναγνώστης.

Η Κωνσταντινούπολη είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο βιβλίο από μια συγγραφέα που ζει το παρελθόν ως μεταμορφωμένο παρόν. Αξίζει να διαβαστεί και από τον ειδικό και από τον μέσο αναγνώστη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ