Υπήρξαν και οι δυο τους πρωτεργάτες του φωτορεπορτάζ και ας μην έγινε ποτέ τόσο διάσημος, κοινώς household name, όσο ο έτερος εκπρόσωπος του είδους, ο θρυλικός Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν. Παρ’ όλα αυτά, ο Ρομπέρ Ντουανό θα μπορούσε να καυχιέται ότι μια δική του φωτογραφία έγινε τελικά μία από τις εμβληματικές εικόνες του Παρισιού, ενισχύοντας μάλιστα τον μύθο του ως της απόλυτης ερωτικής πόλης. Ποιος δεν έχει δει το ζευγάρι που φιλιέται παθιασμένα στη μέση του δρόμου καθώς ο κόσμος στροβιλίζεται γύρω του, ακολουθώντας την καθημερινότητα της γαλλικής πρωτεύουσας, στο περίφημο «Le Baiser de l’ hôtel de ville» (Φιλί μπροστά στο δημαρχείο); Ωστόσο ο Ρομπέρ Ντουανό (1912-1994) δεν υπήρξε ποτέ ο τύπος που θα καυχιόταν με τον οιονδήποτε τρόπο για τα επιτεύγματά του. Στη διάρκεια της μακράς καριέρας του, η οποία έφτασε να αριθμεί 450.000 καρέ, ο φωτογράφος που διακρινόταν για τον βαθύ ανθρωπισμό του δεν πατούσε ποτέ το κλείστρο της μηχανής του με το μυαλό του στο επόμενο κάδρο που θα άφηνε άναυδους όσους το αντίκριζαν. «Ποτέ δεν είχα ως στόχο να δημιουργήσω αυτό που αποκαλούμε «σώμα δουλειάς». Ηθελα μόνο να αφήσω πίσω μου την ανάμνηση ενός μικρόκοσμου που αγάπησα» συνήθιζε να λέει.
Οπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς μέσα από το δείγμα των 170 φωτογραφιών του που περιλαμβάνονται σε ένα λεύκωμα το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Racine Lannoo, αυτός o «μικρόκοσμος» περιελάμβανε και τις λιγότερο λαμπερές όψεις της πόλης του Παρισιού. Οπως την ταλαιπωρημένη εργατική τάξη στα μπιστρό, τους εκκεντρικούς φτωχοδιαβόλους, τα παιδιά που παίζουν ή βρίσκουν τον δρόμο τους στην πόλη φαινομενικά χωρίς επίβλεψη από ενηλίκους. «Οι φωτογραφίες μου αρέσουν στον κόσμο γιατί βλέπουν σε αυτές ό,τι θα παρατηρούσαν εάν σταματούσαν να περπατούν βιαστικοί και έπαιρναν τον χρόνο τους για να απολαύσουν την πόλη». Ο σεβασμός, η ταπεινότητα αλλά και η ελαφρώς ειρωνική διάθεση με την οποία προσέγγιζε τα στιγμιότυπα της πόλης ήταν μνημειώδη, γιατί, απ’ ό,τι φαίνεται, ποτέ δεν απέβαλε πλήρως από μέσα του τον δεκαεξάχρονο εαυτό του που φωτογράφιζε πλακόστρωτα επειδή ντρεπόταν να στρέψει τον φακό του σε ανθρώπους μη τυχόν και γίνει αδιάκριτος. Καθόλου τυχαία, είχε αρνηθεί να φωτογραφίσει τις διαπομπευμένες γυναίκες που είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς στη διάρκεια της Κατοχής και ξυρίζονταν γουλί δημοσίως από έξαλλα πλήθη μετά την απελευθέρωση.
Οταν απαθανάτιζε στιγμιότυπα από τις ζωές διάσημων καλλιτεχνών όπως ο Πικάσο ή η Νίκι ντε Σεντ Φαλ, άφηνε πάντα να διαφανεί μια παιγνιώδης διάθεση που αποφόρτιζε το σημαίνον πρόσωπο από το δέος που συνόδευε το κύρος του. Λιγότερο γνωστές αλλά εξίσου αντιπροσωπευτικές τού ύφους του είναι οι έγχρωμες εικόνες που «απέσπασε» από το Παλμ Σπρινγκς της δεκαετίας του ’60, όταν δηλαδή το περιοδικό «Fortune» τού ανέθεσε να φωτογραφίσει τον δημοφιλή τουριστικό προορισμό όπου μεσουρανούσαν οι γυναίκες με τις εντυπωσιακές κουάφ, τα κατοικίδια με τα μανικιουρισμένα άκρα και όπου τα γκαζόν της αμερικανικής ευδαιμονίας ήταν πάντα καλοκουρεμένα. Η, έστω διακριτική, ειρωνεία στο βλέμμα ήταν αναπόφευκτη από πλευράς του φωτογράφου, ο οποίος τη δεκαετία του ’30 είχε βιώσει στο πετσί του τι εστί εργατιά, όταν είχε δουλέψει ως υπεύθυνος φωτογραφικής καμπάνιας στο εργοστάσιο της Renault –καθυστερούσε συστηματικά να πάει στην ώρα του στη δουλειά, γεγονός που τελικά οδήγησε στην απόλυσή του ύστερα από πέντε χρόνια υπομονής εκ μέρους της εταιρείας.
Βέβαια, ο Ντουανό γνώριζε ήδη τι εστί εργατική τάξη. Γέννημα-θρέμμα του Παρισιού και της λιγότερο προνομιούχας πλευράς του, έχασε τον υδραυλικό πατέρα του όταν ήταν μόλις τεσσάρων και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μαινόταν ανεξέλεγκτος. Τρία χρόνια αργότερα πέθαινε και η μητέρα του, αφήνοντάς τον μόνο στον κόσμο με μια άστοργη θεία. Τον δρόμο του τον βρήκε όταν άρχισε να σπουδάζει Χαρακτική και Λιθογραφία στην École Estienne του Παρισιού μόλις στα 13 του χρόνια. Οχι επειδή εντόπισε κάποια κλίση στη ζωγραφική, αλλά διότι η απασχόλησή του σε στούντιο γραφικών τεχνών τον έφερε σε επαφή με τη φωτογραφία. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε στρατιώτης-φωτογράφος, αλλά και αντιστασιακός που ειδικευόταν στις πλαστογραφήσεις διαβατηρίων και ταυτοτήτων. Λίγα χρόνια μετά, το 1948, άρχισε να δουλεύει ως φωτογράφος μόδας στη «Vogue», χωρίς ωστόσο να παρασυρθεί από τον εναγκαλισμό του με το γαλλικό γκλάμουρ και να απαρνηθεί τις ταπεινές καταβολές του.
Ορισμένοι λοιπόν θα πρέπει να έπεσαν από τα σύννεφα όταν αποκαλύφθηκε ότι η περίφημη φωτογραφία του αυθόρμητου φιλιού στο δημαρχείο ήταν στην πραγματικότητα… σκηνοθετημένη. Σαφώς από πρόθεση, αλλά όχι από δόλο. Ο ντροπαλός Ντουανό δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να φωτογραφίσει μια προσωπική στιγμή που θα εξέθετε τους πρωταγωνιστές της, χώρια που από τότε έπρεπε να δώσει την άδεια ο εκάστοτε φωτογραφιζόμενος προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές νομικές επιπλοκές με τον φωτογράφο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ντουανό είχε δει το ζευγάρι, δύο επίδοξους ηθοποιούς όπως αποδείχθηκε, και τους ζήτησε να ποζάρουν για τον φακό του (η αλήθεια ήρθε στην επιφάνεια όταν ένα άλλο ζευγάρι, που πίστευε ότι ήταν εκείνο που είχε φωτογραφίσει ο Ντουανό, κινήθηκε δικαστικά ζητώντας αποζημίωση για τη λήψη που είχε γίνει, υποτίθεται, ερήμην τους).
Ολα εκτυλίχθηκαν το 1950 και αφότου το περιοδικό «Life» τού είχε αναθέσει να στείλει φωτογραφίες ερωτευμένων σε γωνιές του Παρισιού. Εκείνος τους έδωσε την εικόνα που αποτύπωνε με τον πιο ιδανικό τρόπο την ελευθερία και την ερωτική ατμόσφαιρα της πόλης, αυτή τη διαχρονική φαντασίωση των Αμερικανών αλλά και του υπόλοιπου κόσμου για την πόλη του απαστράπτοντος φωτός. Η φωτογραφία πάντως δεν έκανε «γκελ» από την αρχή. Ανασύρθηκε από τη λήθη όταν ένας νεαρός εκδότης πρότεινε να την τυπώσουν ως πόστερ τη δεκαετία του ’80 –ο ίδιος ο Ντουανό είχε σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξή της, καθώς δεν τη θεωρούσε ένα από τα καλύτερα κάδρα του. «Δεν φωτογραφίζω τη ζωή όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελα να είναι» έλεγε εξάλλου ο φωτογράφος, καθιστώντας μας όλους γητεμένους θαυμαστές της γοητευτικής και αξεπέραστης δουλειάς του.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Μαρτίου 2018.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ