«Ο εγκεφαλικός φλοιός μοιάζει με έναν κήπο γεμάτο με αναρίθμητα δέντρα, τα πυραμιδικά κύτταρα, τα οποία μπορούν να πολλαπλασιάσουν τα κλαδιά τους χάρη με έξυπνους τρόπους καλλιέργειας, στέλνουν τις ρίζες τους βαθύτερα και παράγουν πιο εκλεκτά λουλούδια και φρούτα κάθε μέρα». Με τόσο ποιητικό, αλλά και συνάμα προσιτό τρόπο περιέγραφε τις μυστηριώδεις λειτουργίες του εγκεφάλου ο συχνά αναφερόμενος ως πατέρας της σύγχρονης νευροεπιστήμης και βραβευμένο με Νόμπελ, Σαντιάγο Ραμόν ι Καχάλ. Και δεν περιοριζόταν μόνο στα λόγια.
Τις θεωρίες και τις έρευνες του τις έχει αποτυπώσει σε περισσότερα από 2.900 σχέδια με μελάνι και μολύβι που δημιούργησε μεταξύ των ετών 1890 και 1933. Σχέδια τα οποία εκτός από πρωτοποριακά για την επιστήμη – και διαχρονικά όπως αποδείχθηκε καθώς εικονογραφούν ακόμη και σήμερα επιστημονικά συγγράμματα – αντιμετωπίζονται και ως έργα τέχνης και βρίσκουν τη θέση τους σε μουσεία και γκαλερί.
Στην αίθουσα τέχνης του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης εκτίθενται τώρα (και ως το τέλος του μήνα) 80 από τα σχέδια του Καχάλ υπό τον τίτλο «Όμορφος εγκέφαλος, τα σχέδια του Σαντιάγο Ραμόν ι Καχάλ» και θα περιοδεύσουν εν συνεχεία στο μουσείο του ΜΙΤ στη Μασαχουσέτη (από τις 2 Μαϊου) και στο μουσείο τεχνών του Όκλαντ στη Βόρεια Καρολίνα.
Γεννημένος το 1852 στην πόλη Πετίγια ντε Αραγκόν της Ισπανίας, ο Καχάλ αρχικά ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, αλλά με την παρότρυνση του πατέρα του, ο οποίος δίδασκε ανατομία, σπούδασε ιατρική. Η οξεία παρατηρητικότητα του αλλά και το ταλέντο του στο σχέδιο είναι εκείνα που έκαναν τους ειδικούς περί την τέχνη να διακρίνουν πίσω από τις αποτυπώσεις για τις νευρολογικές λειτουργίες των αστροκυττάρων μια εξαιρετική καλλιτεχνική ποιότητα, την ώρα που οι επιστήμονες επισημαίνουν την ιδιαίτερη αξία τους για την νευρολογία, καθώς μέσα σε κάθε σχέδια αποτυπώνεται μια αλληλουχία συμβάντων, την οποία δεν μπορεί να συλλάβει ο φωτογραφικός φακός.
Η ιδιαιτερότητα των σχεδίων αυτών που κατακτούν πλέον και τον κόσμο της τέχνης, (αν και πολλά εξ αυτών φέρουν σε περίοπτη θέση μια σφραγίδα ως αντικλεπτικό της ταραγμένης περιόδου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) είναι ότι προκαλούν το βλέμμα του μη εξοικειωμένου με τη νευροεπιστήμη θεατή, καθώς παρουσιάζουν λαβυρίνθους, κύτταρα που μοιάζουν με πιγκουΐνους κι άλλα που παραπέμπουν στους πίνακες του Χουάν Μιρό εξάπτοντας έτσι την περιέργεια του, ώστε τελικά να επιδιώξει να μάθει ή τουλάχιστον να εκτιμήσει καλύτερα τον πολύπλοκο εσωτερικό κόσμο του ανθρώπινου σώματος.