Δεκαπέντε δεσμίδες χαρτονομισμάτων των 50 και 100 ευρώ –ένα εκατομμύριο ευρώ συνολικά –στέκουν παρατεταγμένες πάνω σε ένα τραπέζι εποχής στο πρωθυπουργικό μέγαρο στην Μπρατισλάβα. Δίπλα στο πόντιουμ ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας, Ρόμπερτ Φίτσο, δείχνει το ποσό υποσχόμενος ότι αυτή θα είναι η αμοιβή για όποιον παράσχει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στον δολοφόνο του δημοσιογράφου.
Θα μπορούσε να είναι σκηνή από σενάριο κακογυρισμένης μαφιόζικης ταινίας. Και όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό, με πρωταγωνιστή τον πρωθυπουργό ενός ευρωπαϊκού κράτους εν έτει 2018. Ελαβε χώρα την περασμένη εβδομάδα, οπότε και η Σλοβακία κλυδωνίζεται σε μια άνευ προηγουμένου κρίση μετά την εν ψυχρώ μαφιόζικη εκτέλεση του 27χρονου δημοσιογράφου Γιαν Κούτσιακ και της συνομήλικης αρραβωνιαστικιάς του Μαρτίνα Κουσνίροβα μέσα στο σπίτι τους, στην πόλη Βέλκα Μάτσα.
Οι δημοσιογραφικές έρευνες του Κούτσιακ για σκοτεινές συναλλαγές κορυφαίων της κυβέρνησης με ολιγάρχες και τη διαβόητη μαφία της Καλαβρίας στην Ιταλία, Ντράνγκετα, αλλά και τα φαινόμενα διαφθοράς στην κορυφή της κυβερνητικής πυραμίδας που επιχειρούσε να εξιχνιάσει ενοχλούσαν πολλούς και ισχυρούς εντός και εκτός της μικρής αυτής χώρας, με αποτέλεσμα να τον βγάλουν από τη μέση.
Είναι η δεύτερη στυγερή εκτέλεση ευρωπαίου δημοσιογράφου ακριβώς για τους ίδιους λόγους, ύστερα από εκείνη της Μαλτέζας Ντάφνι Καρουάνα Γκαλιζία τον περασμένο Οκτώβριο. Τότε ο σλοβάκος πρωθυπουργός Φίτσο, έμπλεος υπερηφάνειας και κομπορρημοσύνης, δήλωνε σε τοπικό κανάλι ότι «αυτά δεν γίνονται στη Σλοβακία» καθώς η χώρα του έλεγε πως «είναι μια από τις πιο δημοκρατικές και ελεύθερες του κόσμου». Τέσσερις μήνες μετά διαψεύστηκε περίτρανα.

Η κουλτούρα της εκτροπής

Η Σλοβακία ποτέ δεν υπήρξε χώρα ελευθερίας και διαφάνειας. Επειτα από 25 χρόνια ύπαρξης και παρά την ένταξή της στην ΕΕ, το 2004, δεν κατάφερε να ακολουθήσει τον δρόμο ενός ευνομούμενου κράτους. Διαπλοκή στη Δικαιοσύνη, ατιμωρησία στον δημόσιο τομέα, ανομία στους κυρίαρχους της εξουσίας, χρηματισμός και ευνοιοκρατία διαπότισαν και διέβρωσαν τα θεσμικά θεμέλιά της από την εποχή που διασπάστηκε από την Τσεχία, το 1993, υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Μέτσιαρ, ο οποίος εν μέσω καταγγελιών για διαφθορά, φίμωση των μέσων ενημέρωσης, εκφοβισμό της αντιπολίτευσης και κατάχρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων κέρδισε το στάτους του παρία.
Σήμερα, το Παγκόσμιο Βαρόμετρο για τη Διαφθορά εκτιμά ότι το φαινόμενο εξακολουθεί να διακτινίζεται και να διατρέχει ανεξαιρέτως όλους τους θεσμούς του σλοβακικού κράτους, εμποδίζοντας έτσι τη σωστή ανάπτυξη της παιδείας, των υπηρεσιών υγείας, των υποδομών και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και αποτελώντας ταυτόχρονα πηγή εξάπλωσης του εξτρεμισμού και κύριο λόγο απογοήτευσης των πολιτών.

Επικίνδυνοι κραδασμοί

Η δολοφονία του Κούτσιακ συντάραξε, δίχασε και κλόνισε την εμπιστοσύνη των πολιτών, καθώς χιλιάδες ήταν εκείνοι που κατέβηκαν στους δρόμους των πόλεων όλης της Σλοβακίας για να αποτίσουν φόρο τιμής στον δολοφονημένο δημοσιογράφο και να διατρανώσουν την οργή τους για την ενδημική διαφθορά. Ταυτόχρονα υπενθύμισε ότι οι έχοντες εξουσία δεν έπαψαν ποτέ να εργαλειοποιούν το νοσηρό φαινόμενο προκειμένου να παίξουν τα πολιτικά τους παιχνίδια και να υπονομεύσουν την ίδια τη δημοκρατία.
Οι εξελίξεις για τη μικρή χώρα των 5,5 εκατομμυρίων κατοίκων είναι ραγδαίες, με την κυβέρνηση συνασπισμού υπό το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα Smer-SD να κλυδωνίζεται από τις απειλές ενός εκ των δύο κυβερνητικών εταίρων, της κεντροδεξιάς παράταξης Most-Hid, περί αποχώρησης εάν δεν αποπεμφθούν ο υπουργός Εσωτερικών Ρόμπερτ Κάλινακ και ο αρχηγός της Αστυνομίας Τίμπορ Γκάσπαρ. Δυο πρωτοκλασάτοι συνεργάτες του Φίτσο, η τριαντάχρονη Μαρί Τρόσκοβα, πρώην μοντέλο και μέχρι πρότινος στενή σύμβουλος του πρωθυπουργού, αλλά και ο Βίλιαμ Γιάσαν, γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, τους οποίους ο Κούτσιακ κατονόμαζε ως συνδέσμους της κυβέρνησης με την καλαβρέζικη μαφία στο άρθρο που δεν πρόλαβε ποτέ να ολοκληρώσει, παραιτήθηκαν υπό το βάρος της κατακραυγής.
Τον δρόμο τους ακολούθησε και ο υπουργός Πολιτισμού Μάρεν Μάνταριτς σε ένδειξη αλληλεγγύης στα μέσα ενημέρωσης και στην ελευθερία του Τύπου, την ώρα που ο πρόεδρος της χώρας Αντρέι Κίσκα αξίωνε πρόωρη προσφυγή στην κάλπη, ώστε ο λαός να ανακτήσει ξανά την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Κατηγορώντας τον πως κάνει πλάτες στην αντιπολίτευση, ο Φίτσο αρνήθηκε την προεδρική παραίνεση, πλην όμως κάλεσε τους έτερους κυβερνητικούς του συμμάχους, το Σλοβακικό Εθνικό Κόμμα (SNS), σε συνομιλίες προκειμένου να προχωρήσουν άμεσα σε ανασχηματισμό.

«Καθημερινή συνήθεια η διαφθορά»

Επί των ημερών του Βλαντίμιρ Μέτσιαρ, η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ είχε χαρακτηρίσει τη Σλοβακία ως «μαύρη τρύπα στην καρδιά της Ευρώπης». Είκοσι πέντε χρόνια μετά, η χώρα δεν έχει αποτινάξει το στίγμα, όπως αναφέρει στο «Βήμα» ο Πίτερ Πέτροβιτς Τσατσένκο, σλοβάκος δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής στην ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα «SME».

«Είναι πράγματι δύσκολο να μετρήσει κανείς το επίπεδο της διαφθοράς, καθώς προφανώς συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες, ενώ κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν ενδιαφέρεται να το καταγγείλει. Ωστόσο, με βάση τις εδώ δημόσιες έρευνες, μπορούμε να πούμε ότι η διαφθορά στη Σλοβακία είναι διάχυτη, κάτι που πιστεύει και το 80% των πολιτών σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που έγιναν στη χώρα.

Περιέργως πώς, οι Σλοβάκοι δεν θεωρούν ότι η διαφθορά είναι από τα πιο σημαντικά προβλήματα, όπως θεωρούν τους χαμηλούς μισθούς ή τις υψηλές τιμές. Και τούτο διότι έχουμε συνηθίσει τη διαφθορά. Με βάση την προσωπική μου εμπειρία, η διαφθορά σχετίζεται περισσότερο με τη Δικαιοσύνη και την τάξη του νόμου – μεγάλη πλειονότητα του κόσμου απλά δεν πιστεύει ότι αντιμετωπίζεται δίκαια από την Αστυνομία ή τα δικαστήρια, κάτι που αντικατοπτρίζεται στις διαμαρτυρίες και στις εκκλήσεις για παραίτηση του αρχηγού της Αστυνομίας και του υπουργού Εσωτερικών. Δυστυχώς, παρά τις υποσχέσεις για πάταξη του φαινομένου, οι κυβερνήσεις υπό την ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών, που έχουν μείνει στην εξουσία για περισσότερα από δέκα χρόνια, έχουν κάνει ελάχιστα για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη έκθεση της ΕΕ για τη διαφθορά, η οποία αναφέρει ότι τα τελευταία χρόνια η αντίληψη για το πώς αντιμετωπίζουν οι Σλοβάκοι το φαινόμενο δεν έχει βελτιωθεί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ