Πέρα από το διαβόητο πια άρθρο 86 του Συντάγματος, υπονομευτές της δημοκρατικής ευνομίας καλλιεργεί και το άρθρο 90. Μολονότι το θεμελιώδες άρθρο 4 του Συντάγματος εντέλλεται ότι «όλοι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου», το ίδιο το Σύνταγμα θεσπίζει την οργουελική αναίρεσή του «Ολοι είναι ίσοι αλλά μερικοί είναι πιο ίσοι από τους άλλους».
Ετσι, παρά το ότι ισχύει και στην Ελλάδα συνταγματικά κατοχυρωμένη η διάκριση των εξουσιών, στην ουσία νομοθετεί η κυβέρνηση, η δε δικαστική εξουσία μολονότι ανεξάρτητη δείχνει ενίοτε υποχείρια επίσης της κυβέρνησης.
Το αμφιλεγόμενο άρθρο 90 προβλέπει ότι «οι προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου». Στο βιβλίο μου «Για μια αλλαγή στο καλύτερο» επεσήμαινα με ιδιαίτερη ανησυχία από το 1983 ότι ναι μεν η εκάστοτε κυβέρνηση υποτίθεται πως προβαίνει με αξιοκρατικά κριτήρια στην επιλογή των επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων, όμως πόσες φορές απέφυγε τον πειρασμό να επιλέξει εκείνους που εκτιμά (ή της υπόσχονται) ότι θα την εξυπηρετούν, οσάκις τους ζητείται, έστω και αν παραβιάζονται Σύνταγμα και νόμοι;
Ακόμα και αν υποτεθεί ότι εκλέγομε κυβερνώντες με υποδειγματική ανιδιοτέλεια, πώς μπορεί να αποκλειστεί η υποψία ότι οι έτσι επιλεγόμενοι επικεφαλής των ανωτάτων δικαστηρίων εξυπηρετούν, αν χρειαστεί, τις επιδιώξεις της κυβέρνησης που τους διόρισε και όχι τη συνταγματική νομιμότητα;
Συμβατικά οφείλουμε να θεωρούμε ότι η Δικαιοσύνη είναι τυφλή και ανεπηρέαστη. Αλλά στην πραγματικότητα και εκείνοι που τη στελεχώνουν είναι μέλη της ελληνικής κοινωνίας, με όλες τις αδυναμίες και ιδιοτέλειες που χαρακτηρίζουν λίγο ως πολύ κάθε άνθρωπο, ιδιαίτερα τους Ελληνες. Η ανεξάρτητη δικαστική εξουσία στις δημοκρατίες έχει εκ του Συντάγματος τη δύναμη (ισοβιότητα δικαστών) και την υποχρέωση να εμποδίζει και να αχρηστεύει τις παρανομίες των άλλων εξουσιών. Οταν όμως η ηγεσία της επιλέγεται από την κυβέρνηση, είναι δυστυχώς ανθρώπινο κάποιοι, φιλοδοξούντες να προτιμηθούν, να επιδιώκουν την εύνοια αυτών που τους επιλέγουν για τα ανώτατα δικαστικά αξιώματα. Και οι κυβερνήσεις δυστυχώς δεν είναι σπάνιο να επιλέγουν εκείνους που ελπίζουν ότι θα αποφεύγουν να δυσαρεστούν αυτούς που τους διόρισαν ή, ακόμα χειρότερα, ότι θα είναι πειθήνια όργανά τους.
Η Ιστορία καταγράφει τέτοια παραδείγματα διαβλητής συμπεριφοράς δικαστών (διαβάστε «Το Βήμα» της περασμένης Κυριακής και θα φρίξετε). Δυστυχώς, καθώς κάθε δικαστής είναι ανθρώπινο να φιλοδοξεί να προαχθεί κάποτε στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα, υπόκειται στον πειρασμό να είναι ευχάριστος προς εκείνους από τους οποίους εξαρτάται η προαγωγή αυτή.
Τα όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα υπό τη σημερινή κυβέρνηση που φανερά προσπαθεί να υπαγορεύσει αποφάσεις ή και παρεμβαίνει στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, αποδεικνύουν ότι κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος θα πρέπει να προβλεφθεί λιγότερο διαβλητός τρόπος επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Μπορεί η μεγάλη πλειονότητα δικαστών και εισαγγελέων να υπερασπίζεται θαρραλέα τη δικαστική ανεξαρτησία έναντι όλων, όμως η πολιτευόμενη πρώην Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και η ομάδα της δείχνουν να επιβάλλονται. Δικαίως δάκρυσε ο κ. Πικραμμένος.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ