Μετά τη σύντομη παρουσίαση της Κίνας στο «Βήμα», στο πλαίσιο επισκόπησης των Μεγάλων Δυνάμεων που καθορίζουν την παγκόσμια ισορροπία, συνεχίζουμε σήμερα με τον ρόλο της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Οπως θα δείτε, οι οικονομικές της αποδόσεις δεν είναι εντυπωσιακές.
Μερικά στοιχεία για το 2016 μάς επιβεβαιώνουν την εικόνα αυτή: ΑΕΠ $8,75 τρισ., κατά κεφαλήν εισόδημα $8.748, εμπορικές συναλλαγές $462 δισ. Αντίστοιχα στοιχεία για τις ΗΠΑ: ΑΕΠ $18,5 τρις, $57.466 κατά κεφαλήν εισόδημα και $5 τρισ. αξία εμπορικών συναλλαγών. Ομως, η μεγάλη στρατιωτική ισχύς της και τα εκτεταμένα σύνορα με δεκάδες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας την κατατάσσουν στις σύγχρονες υπερδυνάμεις που παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην ισορροπία του παγκόσμιου συστήματος.
Ποιες είναι οι αδυναμίες της ρωσική οικονομίας;

1. Η εξάρτηση από τον ορυκτό πλούτο,
που αποτελεί και τη βασική οικονομική της δραστηριότητα. Πάνω από το 50% των εξαγωγών της προέρχεται από τον κλάδο αυτόν, με τη μερίδα του λέοντος (70%) να προέρχεται από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο. Μπορεί αυτή η δραστηριότητα να είναι μια σχετικά εύκολη πηγή εσόδων, αλλά ταυτόχρονα και ένα ευμετάβλητο μέγεθος που εύκολα παρασύρει το σύνολο της οικονομίας σε περιπέτειες, όπως αυτή που έζησε πριν από λίγα χρόνια με την πτώση της τιμής του πετρελαίου. Επιπλέον καμία χώρα δεν μπορεί να σταθεί οικονομικά στηριζόμενη σε έναν ή δύο κλάδους της επιχειρηματικότητας.

2. Ο «ασιατικός τρόπος παραγωγής».
Ο θεωρητικός του γερμανικού Μάη του ’68 Ρούντι Ντούτσκε δημοσιοποίησε τεκμηριωμένα τους λόγους της οικονομικής αποτυχίας του σοβιετικού συστήματος που κληρονόμησε από την αυτοκρατορική περίοδο. Τα κύρια χαρακτηριστικά είναι η ύπαρξη δυο τάξεων: του αυτοκράτορα και της αυλής και των συμμάχων του φεουδαρχών από τη μια και των μουζίκων, μικρών οικογενειακών αγροτικών μονάδων, από την άλλη. Αντίστοιχη ήταν και η σοβιετική περίοδος. Η οικονομία δεν στηρίχθηκε στις ανταγωνιστικές τάξεις των αστών και των προλεταρίων που έφερε στο προσκήνιο η οικονομία της αγοράς, η οποία είχε ως αποτέλεσμα συγκέντρωση πλούτου στις δυτικές δυνάμεις. Και έτσι επικράτησε στη Ρωσία ένας συγκεντρωτικός, γραφειοκρατικός και δυσκίνητος μηχανισμός, που με τα χρόνια έπνιξε την οικονομία της.

3. Οικονομία χωρίς κανόνες
. Λίγα χρόνια πριν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η οικονομική κατάσταση του μπλοκ ήταν απελπιστική. Τα έσοδα του κράτους προέρχονταν σχεδόν, όπως είπαμε, αποκλειστικά από τον ορυκτό της πλούτο. Ο τρόπος λειτουργίας του συστήματος δεν έδινε κανένα περιθώριο στη βιομηχανία της να ανταγωνιστεί άλλες χώρες. Η βιομηχανία της σε πολλές περιπτώσεις αποτελούνταν από εργοστάσια ζόμπι, η παραγωγικότητα ήταν χαμηλή κ.λπ. Η «απαλλαγή» της Ρωσίας από τις οικονομικές υποχρεώσεις στα κράτη-δορυφόρους, που επίσης μαράζωναν οικονομικά, και από τις επιδοτούμενες βιομηχανίες από τον κρατικό εναγκαλισμό οδήγησε στην υιοθέτηση του οικονομικού φιλελευθερισμού. Οπως και η Κίνα του Ντενγκ, άνοιξε τις πύλες για το εμπόριο. Με μια διαφορά. Ενώ η Κίνα προσαρμόστηκε συνδυάζοντας τη μετάβαση στον φιλελευθερισμό διατηρώντας την κεντρική της διοίκηση στον ρόλο του σχεδιαστή, του ελεγκτή και του καθοδηγητή της οικονομίας, η Ρωσία πέρασε άναρχα σε έναν προπολεμικού τύπου καπιταλισμό. Με αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν οι λεγόμενοι ολιγάρχες, πελατειακές σχέσεις και άλλα αντιπαραγωγικά φαινόμενα.

4. Δυτικά Βαλκάνια
. Οπως αναφέρουν μελετητές, η Ρωσία δεν έχει μια μακροχρόνια στρατηγική για τα Δυτικά Βαλκάνια. Και σε αντίθεση με άλλες περιοχές τηρεί στάση διακριτική. Οι επενδύσεις της είναι αμελητέες. Ενώ η ΕΕ συμμετέχει στην οικονομία τους με το 64,4%, η Ρωσία περιορίζεται στο 6,7% (στοιχεία από το Carnagy). Το συμπέρασμα πάλι από μια έρευνα του LSΕ για το ίδιο θέμα είναι ότι «η Ρωσία δρα στην περιοχή μόνο ως «αποτρεπτική δύναμη» στην ευρωπαϊκή διείσδυση για την τιμή των όπλων».
Η απάντηση της μεγάλης χώρας στις προκλήσεις της εποχής ήταν η χειρότερη δυνατή. Αντί να ενισχύσει με σοβαρές μεταρρυθμίσεις, καινοτομίες και κανόνες διαφάνειας την οικονομία, προτίμησε να οργανώσει δράσεις αποσταθεροποίησης της Ενωσης. Δεν μιλάω για τις κατηγορίες του Μακρόν στη συνάντησή του με τον Πούτιν στις Βερσαλλίες για τις κυβερνοεπιθέσεις που δέχτηκε το κόμμα του την προεκλογική περίοδο ή για τις έρευνες που διεξάγονται στην Αγγλία και στις ΗΠΑ για την προσπάθεια επηρεασμού των εκλογών και του δημοψηφίσματος. Ούτε για τη φανερή χρηματοδότηση των ακροδεξιών κομμάτων στη Γαλλία (Λεπέν) και Γερμανία (AfD). Μιλάω για την ιδεολογική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται όλη αυτή η πολιτική. Η Ρωσία υποστηρίζει την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά όχι αυτήν που ξέρουμε. Υποστηρίζει τη δημιουργία μιας ένωσης κρατών-εθνών χωρίς εκχώρηση μέρους της εθνικής τους κυριαρχίας σε υπερεθνικό όργανο. Από τον Ατλαντικό μέχρι το Βλαδιβοστόκ. Μια ένωση ειρήνης που δεν θα έχει ανάγκη το ΝΑΤΟ. Ξεχνώντας βέβαια ότι αυτό το μοντέλο που προτείνει οδήγησε την Ευρώπη και τον κόσμο σε δυο πολέμους αιματηρούς. Δεν είναι περίεργο ότι γύρω από αυτό το όραμα συρρέουν εθνικιστές, ακροδεξιοί και ακροαριστεροί, θρησκόληπτοι και υποστηρικτές της φυλετικής καθαρότητας, παραστρατιωτικές οργανώσεις κ.ά.
Το συμπέρασμα είναι απλό. Η Ρωσία πρέπει να αλλάξει. Εχει όλες τις δυνατότητες να γίνει, εκτός από στρατιωτική-πυρηνική υπερδύναμη, και οικονομική προς όφελος του λαού της. Εχει υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό, τεράστιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, παραδοσιακούς συμμάχους. Από την άλλη και η ΕΕ οφείλει να της προσφέρει έμπρακτα τη στήριξή της σε μια τέτοια πορεία, προτάσσοντας το αίσθημα ασφάλειας που έχει ανάγκη, όπως κάθε χώρα, η Ρωσία σύμφωνα με το δόγμα Κίσινγκερ. Με άλλα λόγια, η ΕΕ πρέπει να «εξαγάγει» τις αξίες της και τον τρόπο που κατάφερε να μετατρέψει σε ήπειρο ειρήνης μια ήπειρο που στο παρελθόν είχε αιματοκυλίσει δύο φορές την ανθρωπότητα.
Συνεπώς, δύο δρόμοι υπάρχουν. Ή ο κ. Πούτιν θα συνεχίσει τη μέχρι τώρα πολιτική ή θα καταστρώσει ένα μακροχρόνιο σχέδιο μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών για την οικονομία, τη διοίκηση και τις σχέσεις της με την ΕΕ.
Μια τέτοια εξέλιξη θα αμβλύνει τους κινδύνους παγίωσης της επιστροφής στον Ψυχρό Πόλεμο, στρέφοντας την προσπάθεια της Ρωσίας στην αντιμετώπιση της θύελλας που επέρχεται και τις ανατροπές που είναι ήδη ορατές από την εισβολή της ψηφιακής εποχής, των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και την εμπέδωση της ειρήνης στην ήπειρό μας, στην οποία παραδοσιακά ανήκει, χωρίς να χάσει την «ψυχή» της.
Ο κ. Αντώνης Τριφύλλης είναι πρώην στέλεχος της ΕΕ και μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της διαΝΕΟσις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ