Σε έξι μήνες από σήμερα λήγει η τρίτη δανειακή συμφωνία Ελλάδας και ευρωπαϊκών θεσμών, δεν φαίνεται να υπάρχει όμως σχεδιασμός επαναφοράς στην κανονικότητα της ευρωζώνης. Ούτε καν έχει μετρηθεί το χάσμα που μας χωρίζει από τους άλλους εταίρους για να δούμε με ποιες πολιτικές μπορεί να περιοριστεί.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η παραγωγική υποβάθμιση που υπέστη η χώρα κατά την περίοδο 2009-2017. Η αποεπένδυση φυσικού κεφαλαίου υπερβαίνει πλέον τα 100 δισ. ευρώ, η απασχόληση έχει μειωθεί κατά 900.000 θέσεις και το εργατικό δυναμικό του μη αγροτικού τομέα έχει συρρικνωθεί κατά 320.000 άτομα. Ακόμα και αν σύντομα η οικονομία βρεθεί σε τροχιά ανάκαμψης, έχει πλέον πέσει σε άλλη κατηγορία. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης μια ραγδαία επιδείνωση χρέους. Από το 127% του ΑΕΠ που ήταν όταν ξέσπασε η κρίση, το 2010, το δημόσιο χρέος έχει σήμερα εκτιναχθεί στο 180% του ΑΕΠ, παρά τη διαγραφή κρατικών ομολόγων που έγινε με το PSI. Το ιδιωτικό χρέος ήταν στο 87% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και από τα χαμηλότερα της ευρωζώνης, ενώ σήμερα είναι στο 120% και ανάμεσα στα υψηλότερα.
Το πιο χαρακτηριστικό χάσμα βρίσκεται όμως στην ακολουθούμενη πολιτική: εφέτος οι χώρες της ευρωζώνης θα έχουν πρωτογενές πλεόνασμα κάτω του 1% του ΑΕΠ και θα κάνουν νέες επενδύσεις σχεδόν 4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο. Αντιθέτως, η Ελλάδα επιδιώκει ένα θηριώδες πλεόνασμα 3,60% του ΑΕΠ, αλλά θα υποστεί περαιτέρω μείωση του παραγωγικού κεφαλαίου κατά -5% του ΑΕΠ. Πλήρης αντιστροφή των μέσων πολιτικής. Σήμερα δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες για ένα σοβαρό επενδυτικό κύμα που θα αλλάξει τα παραγωγικά δεδομένα, ενώ ακόμη και το ενδιαφέρον επενδύσεων στον τουρισμό και την ενέργεια κινδυνεύει πλέον από την αβεβαιότητα των αλλεπάλληλων εκλογών την επόμενη διετία. Σε αυτές τις συνθήκες, βαθαίνει αντί να κλείνει το χάσμα της Ελλάδας με τις άλλες χώρες.
Η επαναφορά στην κανονικότητα πρέπει να ξεκινήσει από τα εργαλεία πολιτικής: να έχει δηλαδή η Ελλάδα ένα πρωτογενές πλεόνασμα όσο και οι χώρες της ευρωζώνης και να επιδιώκει νέες επενδύσεις όσο και αυτές. Επειδή ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας βρίσκεται ακόμα σε ασφυξία, οι επενδύσεις θα επιταχυνθούν μόνο αν το κράτος αναλάβει ενεργό ρόλο στην αναβάθμιση υποδομών, στην ενίσχυση εξωστρεφών επιχειρήσεων και στη μαζική διάδοση νέων τεχνολογιών. Για αρκετά χρόνια θα απαιτηθεί η διάθεση ενός επιπλέον 2% του ΑΕΠ μέσα από το ΠΔΕ και για αυτόν τον λόγο πρέπει πάραυτα να κατέλθει ο στόχος τού πρωτογενούς στο 1,50% του ΑΕΠ.
Για να αποφευχθούν χρηματοδοτικές πιέσεις κατά την επόμενη δεκαετία, χρειάζεται μια σημαντική μετάθεση εξοφλήσεων στο μέλλον ώστε οι ετήσιες δαπάνες τόκων να κρατηθούν κάτω του 2% του ΑΕΠ. Επίσης μπορεί να γίνει άμεση ανάληψη όλου του επίσημου χρέους ΔΝΤ, EFSF και κρατών μόνο από τον ESM, ώστε να έχει η χώρα έναν συνομιλητή και να πάψει η αξιοθρήνητη περιφορά του ελληνικού προβλήματος στα εθνικά Κοινοβούλια. Κατά τη διαδικασία υπαγωγής των κρατικών δανείων στον ESM μπορεί να γίνουν και ορισμένες ονομαστικές διαγραφές χρέους. Για παράδειγμα, τα κέρδη ANFA ύψους 7 δισ. ευρώ που δημιούργησαν την περίοδο 2014-2017 οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και οφείλουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα μπορούν να συμψηφιστούν με τα δάνεια των αντίστοιχων κρατών τους.
Επίσης μέρος του χρέους των 18 δισ. ευρώ που κατέχει η ΕΚΤ θα μπορούσε να διαγραφεί με προεξόφληση των δόσεων εκδοτικού προνομίου που έχει λαμβάνειν η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια ως μέλος της ευρωζώνης. Η Γερμανία θα μπορούσε να διαγράψει το δικό της δάνειο με την εξόφληση του κατοχικού δανείου, που είναι σχεδόν ισόποσο σε παρούσα αξία. Αλλες χώρες, όπως η Γαλλία, θα μπορούσαν να δεχθούν μερική διαγραφή των δικών τους δανείων στο πλαίσιο διμερών συμφωνιών που τους διασφαλίζουν κάποιες στρατηγικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Συνολικά θα μπορούσε να επιτευχθεί μια διαγραφή περίπου 30 δισ. ευρώ, χωρίς να θεωρηθεί «κούρεμα» του επίσημου χρέους. Δεν είναι ίσως θεαματικό, αλλά ούτε και ασήμαντο για να το προσπερνάμε.
Ομως η μετάθεση πληρωμών από μόνη της δεν αρκεί για να μειωθεί ο λόγος χρέους/ΑΕΠ και οι ανοδικές πιέσεις στα επιτόκια δανεισμού θα συνεχίσουν να κρατούν καθηλωμένη την πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας. Οι θεσμοί επιτάσσουν μεν έναν νέο γύρο μεταρρυθμίσεων, φοβούνται όμως ότι τα υψηλά πρωτογενή ίσως «κάψουν» και πάλι τις προοπτικές ανάκαμψης. Ως αντίβαρο, συζητείται η λεγόμενη γαλλική ρήτρα αναθεώρησης, ώστε όταν η ανάπτυξη εξασθενεί, τα τοκοχρεολύσια να μειώνονται ή/και να μετατίθενται στο μέλλον. Μια τέτοια ρήτρα θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη στο πρώτο μνημόνιο, όταν ήταν βέβαιο ότι η οικονομία θα έμπαινε σε μεγάλη ύφεση και κάποιες πιστώσεις καλύτερα να είχαν κατευθυνθεί στην εγχώρια οικονομία για να συγκρατήσουν κάπως την κατάρρευση.
Σήμερα όμως μια τέτοια ρήτρα εγκλωβίζει τη χώρα σε μια παγίδα μόνιμης καχεξίας και δίνει λάθος κίνητρα πολιτικής. Αν μια κυβέρνηση μπλοκάρει τις μεταρρυθμίσεις και οδηγήσει την οικονομία σε ύφεση θα έχει ελάφρυνση χρέους, ενώ αν επιταχύνει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη θα τη στερηθεί. Είναι προφανές τι πολιτική θα επικρατήσει. Αν όντως θέλουμε η χώρα να επανέλθει στην κανονικότητα, η ρήτρα πρέπει να εφαρμοστεί ανάποδα: Εάν δηλαδή η ανάπτυξη υπερβαίνει τον ρυθμό της ευρωζώνης, τότε το χρέος ελαφρύνεται περαιτέρω, ώστε οι κυβερνήσεις να έχουν κίνητρα επίσπευσης μεταρρυθμίσεων και όχι αναβολής τους.
Για να αντέξει όμως μια τέτοια επιθετική στρατηγική επί μακρό χρονικό διάστημα, απαιτούνται άλλα δεδομένα αξιοπιστίας, πολιτικής ευστάθειας και εθνικής κινητοποίησης. Η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία τα διασφάλισαν έγκαιρα και έτσι κατάφεραν το πρώτο τους μνημόνιο να είναι και το τελευταίο. Στην Ελλάδα τα τρία μνημόνια τα προώθησαν τρεις διαφορετικοί πολιτικοί χώροι, οι οποίοι ακόμα και σήμερα θεωρούν το μεν δικό τους αναπόφευκτο και σωτήριο, τα δύο άλλα όμως καταστροφή. Η μόνη συζήτηση που γίνεται –και μάλιστα με όρους ανοιχτής διαφωνίας και όχι εμπιστευτικής προετοιμασίας όπως θα άρμοζε –είναι για την προληπτική πιστωτική γραμμή, ένα θέμα που επηρεάζει μεν τον μηχανισμό δανεισμού στη μεταβατική περίοδο, όχι όμως και τις μακροχρόνιες ανισορροπίες. Ισως λοιπόν για εμάς ο δρόμος επαναφοράς τελικά αποδειχθεί πιο μακρύς και κοπιώδης από ό,τι θα ήταν εφικτό υπό άλλες συνθήκες πολιτικής σοβαρότητας.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ